Οταν άνοιξε το μουσείο της Ακρόπολης, στα τέλη Ιουνίου του 2009, θυμάμαι το έντονο σοκ που μου είχε προκαλέσει ο τρόπος έκθεσης των Καρυάτιδων. Δεν εντυπωσίαζε φυσικά η περίοπτη θέση που καταλάμβαναν στον χώρο, αλλά το γεγονός ότι εκθεματικό κομμάτι ήταν και αυτή η Καρυάτιδα που λείπει: το κενό στο τμήμα που θα της αναλογούσε αν επέστρεφε από το Βρετανικό Μουσείο αποτελεί ένα έκθεμα από μόνο του. Η απουσία καθίσταται έτσι εμφατικά παρούσα μέσα από την κατάδειξή της.
Με παρόμοιο τρόπο έβλεπα την επί σειρά ετών μη λειτουργία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Φιξ. Το κλειστό μουσείο δεν αποτελεί εν προκειμένω ένα σχόλιο για την ίδια τη λειτουργία και πρόσληψη της σύγχρονης τέχνης, που ξεπερνά τη μουσειακότητα και την παγίωση σε μια μορφή έκθεσης; Μπορούμε να φανταστούμε την απόλυτη αποδομητική περφόμανς: ένα λεωφορείο που θα κινείται περιμετρικά του κλειστού μουσείου και θα καταδεικνύει στους επισκέπτες τη ματαιότητα της προσμονής από κάτι που δεν επιτελεί πλέον τη λειτουργία που είχε στις παραδοσιακές κοινωνίες. Δυστυχώς (ή ευτυχώς για σας) αυτές οι φαντασιώσεις μου σταμάτησαν μόλις και αυτό το μουσείο δόθηκε στο κοινό.
Ας επιστρέψουμε όμως στην κενή Καρυάτιδα του Μουσείου της Ακρόπολης. Ο συμβολισμός του (μη) εκθέματος τονίζει εδώ με εμφατικό τρόπο κάτι πολύ σημαντικό όχι μόνο για την Ακρόπολη και το Βρετανικό μουσείο, αλλά για την ίδια τη μουσειακή πρακτική στη νεωτερικότητα: οι θησαυροί των μεγάλων μουσείων της Ευρώπης προκύπτουν από την υφαρπαγή του πολιτισμικού πλούτου των αδύναμων και υποτελών χωρών. Με το αποικιοκρατικό σκεπτικό της διαφύλαξης από τους βάρβαρους λαούς που κάποτε μπορεί είχαν πολιτισμό αλλά τώρα είναι υπανάπτυκτοι, οι ισχυροί κλέβουν απροκάλυπτα και συγκροτούν τον δικό τους μύθο περί καλαισθησίας και καλλιέργειας.
Ηταν 31 Ιουλίου του 1803 όταν ο Τόμας Μπους, 7ος κόμης του Ελγιν, διπλωμάτης και πρεσβευτής της Αγγλικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, ξεκινούσε την υφαρπαγή του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα. Ενας αξιωματούχος που κόρεσε την πείνα του για αρχαιότητα κλέβοντας τα Γλυπτά. Ακούγεται πολύ λογικό για τον 19ο αιώνα και φαντάζομαι ότι για πολλούς θα ακούγεται λογικό και σήμερα, αρκεί φυσικά να μην αφορά τη χώρα τους.
Εκτοτε, ο αγώνας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα αποτελεί μια σταθερά της ελληνικής πολιτιστικής πολιτικής και διατρέχει οριζόντια το πολιτικό φάσμα. Η επιστροφή τους εντάσσεται σε ένα σχήμα αποκατάστασης του Παρθενώνα που δεν στέκεται αυστηρά στο αισθητικό κριτήριο, αλλά είναι ποτισμένο και από την ιδεολογία της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού. Η ιστορία αρέσκεται συχνά σε τέτοια παιχνίδια: η κλοπή των μαρμάρων και η επιθυμία επιστροφής τους εντάσσεται στο ίδιο σχήμα της δημιουργίας του έθνους-κράτους και της διαμόρφωσης μιας παράδοσης που θα συντηρεί την ιδεολογία του.
Θα ήθελα να μπορούσαμε να δούμε το κενό έκθεμα και με έναν πιο ριζοσπαστικό τρόπο. Χωρίς να παραβλέπουμε την αποικιοκρατική λογική που ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση, να αντλήσουμε από αυτή ένα μάθημα ασυνέχειας και αποδοχής του τραύματος που συνοδεύει τη δημιουργία κάθε ταυτότητας. Να δούμε το κενό ως μια διαρκή υπενθύμιση ότι καμία βεβαιότητα δεν στέκεται γερά σε κανένα βάθρο, αλλά αντίθετα αποτελεί το προϊόν ιστορικών μεταβολών, αγώνων για τη συγκρότησή της και διαρκούς διαπραγμάτευσης για το περιεχόμενό της. Ισως έτσι καταφέρουμε να δούμε και με μοντέρνο μάτι τον Παρθενώνα, όχι ως ένα ιστορικό κατάλοιπο που μας καταπιέζει με το μεγαλείο του, αλλά ως έναν ζώντα οργανισμό στο κέντρο της πόλης, που αλλάζει μαζί της.