Η τελεσίδικη αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, μπορεί να γυρίζει οριστικά μία από τις πλέον σκοτεινές σελίδες της μεταπολιτευτικής Ιστορίας της χώρας, όμως δεν την διαγράφει.

Προφανώς και οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης είναι απολύτως σεβαστές και όποιος επιθυμεί να τις σχολιάσει οφείλει να το κάνει με τεκμηρίωση και σοβαρότητα.

Και πάντως, στο πεδίο του σχολιασμού και της πολιτικής αντιπαράθεσης, υπάρχει πεδίο ευρύ και πρόσφορο για όποιον επιθυμεί να αναδείξει κάποια ζητήματα.

Η δικαστική εξέλιξη καταλήγει με τρόπο «αναντίλεκτο» στο ότι καμία κρατική υπηρεσία ή δομή και κανένας κρατικός αξιωματούχος δεν είχε την παραμικρή εμπλοκή σε αυτήν την σκοτεινή υπόθεση και ότι μόνο ιδιώτες διενεργούσαν παράνομες παρακολουθήσεις σε βάρος πολιτικών προσώπων, κρατικών λειτουργών, υπουργών, στρατιωτικών, κ.ά.

Έπειτα από αυτό το πόρισμα όμως, τίθενται με διαφορετικό τρόπο κάποια ερωτήματα, τα οποία ούτως ή άλλως παρέμεναν αναπάντητα.

Ένα από αυτά είναι, ποιος και γιατί παρακολουθούσε τον αρχηγό του ΠαΣοΚ, τον οποίο μάλιστα εμφανίζονταν πρόθυμοι να ενημερώσουν σχετικά κυβερνητικά στελέχη. Και, υπό αυτό το πρίσμα, ήταν εν τέλει λάθος αυτή η παρακολούθηση, όπως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε δηλώσει; Και αν ναι, υπό ποία έννοια;

Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται πλέον διαφορετικά έπειτα από το πόρισμα του ανωτάτου δικαστηρίου, είναι προς τι προκλήθηκε όλη εκείνη η αναστάτωση στο πρωθυπουργικό γραφείο πριν από δύο χρόνια; Και ποιος ήταν τελικά ο λόγος για τον οποίο απομακρύνθηκε κακήν κακώς ο τότε γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού;

Μένει και το στίγμα της «απειλής για την εθνική ασφάλεια» για ένα πλήθος αξιωματούχων, πολλοί εκ των οποίων εξακολουθούν σήμερα να κατέχουν κρατικά αξιώματα.

Όσο και αν τα ερωτήματα είναι μάλλον απίθανο να απαντηθούν, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τίθενται.

Με την ελπίδα πως μια ημέρα επιτέλους θα απαντηθούν.