Τέσσερις ηθοποιοί και ένας μουσικός ταξιδεύουν στην Αρκαδία. Σκοπός τους: να ιδρύσουν μια ουτοπική κοινότητα σε αρμονία με τη φύση, στην παράδοση του Αρκαδικού Ιδεώδους.

Η Αρκαδία είναι από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα ο τόπος πάνω στον οποίο η ευρωπαϊκή σκέψη προβάλλει την ιδέα ενός χαμένου επί γης παραδείσου. Είναι ένας τόπος όπου μύθος και πραγματικότητα συνενώνονται.

Η θεατρική παράσταση Et in Arcadia Ego / Ήμουν κι εγώ στην Αρκαδία, σε κείμενο, δραματουργία Γρηγόρη Λιακόπουλου και σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή, έχει ως αφετηρία το Αρκαδικό Ιδεώδες για να αφηγηθεί «μια κωμικοτραγική ιστορία με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις απέλπιδες προσπάθειες του να κατανοήσει το λόγο της ύπαρξής του».

Πόσο απέχει η δυτικοευρωπαϊκή μυθική παράδοση της Αρκαδίας από τη σύγχρονη ελληνική εμπειρία αλλά και την πραγμάτωση μιας ζωής σε αρμονία με τη φύση;

Ταξιδεύουμε στην Αρκαδία και στον αρχαιολογικό χώρο Μαντινείας, μέσα από τα λεγόμενα των δύο δημιουργών της παράστασης.

Η έννοια της σύγκρουσης βρίσκεται στην καρδιά της θεματολογίας των φετινών εκδηλώσεων του Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός. Γιατί στραφήκατε προς το Αρκαδικό Ιδεώδες για να εκφράσετε αυτό το ζητούμενο στο θεατρικό σας έργο; Από πού αντλήσατε έμπνευση;

Θ. Α.: Η ιδέα ήταν του Γρηγόρη Λιακόπουλου και ξεκίνησε από συζητήσεις που κάναμε περί ελληνικότητας. Για το πώς βιώσαμε ως Έλληνες μετανάστες (και οι δυο σπουδάσαμε, εργαστήκαμε και ζήσαμε στο εξωτερικό -ο Γρηγόρης εργάζεται ακόμη στη Γερμανία- ) το θαυμασμό και αρκετά συχνά το φθόνο των ξένων συνεργατών μας, για το γεγονός πως είμαστε οι φυσικοί ανάδοχοι του ελληνικού πολιτισμού.

«Ο μέσος Ευρωπαίος πιστεύει ότι η Ελλάδα παραμένει ένας τόπος όπου η φύση και ο πολιτισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι γνωρίζουν αρχαία ελληνικά και συνηθίζουν να αναφέρονται σε κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη».

Επίσης συζητήσαμε για την τάση του μέσου Ευρωπαίου, να πιστεύει ότι η Ελλάδα παραμένει ένας τόπος όπου η φύση και ο πολιτισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι γνωρίζουν αρχαία ελληνικά και συνηθίζουν να αναφέρονται σε κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και όπου, όσο άξεστοι και να είναι κάποιοι αυτόχθονες, όλοι γνωρίζουν την ιστορία της Ακρόπολης, των Δελφών και της Αρχαίας Ολυμπίας, τις σημαντικές αρχαίες Τραγωδίες και τη σημασία της Δημοκρατίας.

Θοδωρής Αμπαζής

Στις συζητήσεις μας συνομολογούσαμε την αμηχανία που μας προξενούσε η αντιπαράθεση με τα παραπάνω, καθώς πασχίζαμε να ισορροπήσουμε μεταξύ της προάσπισης ενός ένδοξου παρελθόντος και της αποκάλυψης ενός ζοφερού παρόντος.

Θα μπορούσε άραγε να γίνει μια νέα αρχή; Θα μπορούσε ο πνευματικός πλούτος που -από εύνοια της τύχης- κληρονομήσαμε να μας οδηγήσει σε μια διαφορετική πορεία; Τι θα έπρεπε να αφήσουμε πίσω μας ώστε να επιδιώξουμε απρόσκοπτα ορθότερες επιλογές; Ποιες είναι οι απαραίτητες ρήξεις και ποια τα απαραίτητα εφόδια για να τελεσφορήσει μια τέτοια προσπάθεια; Μ΄ αυτά τα ερωτήματα ξεκινάει και η ομάδα των πέντε ανθρώπων του έργου μας.

«Η Αρκαδία είναι ταυτόχρονα ένας πραγματικός τόπος κι ένας τόπος μυθικός. Υπάρχει τόσο ως χειροπιαστή πραγματικότητα για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της, όσο και ως κλασικιστικό φαντασιακό της ευρωπαϊκής διανόησης, που είδε εκεί μια βουκολική ουτοπία».

Γ. Λ.: Η Αρκαδία είναι ταυτόχρονα ένας πραγματικός τόπος κι ένας τόπος μυθικός. Υπάρχει τόσο ως χειροπιαστή πραγματικότητα για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της, όσο και ως κλασικιστικό φαντασιακό της ευρωπαϊκής διανόησης, που είδε εκεί μια βουκολική ουτοπία. Οι διασημότερες περιγραφές και αφηγήσεις περί της Αρκαδίας, τουλάχιστον από το τέλος της αρχαιότητας και εντεύθεν, προέρχονται από ξένους διανοητές και καλλιτέχνες, οι οποίοι προβάλλουν σε αυτήν τις δικές τους, εξιδανικευμένες, ιδέες περί της αρχαίας Ελλάδας.

Έτσι η Αρκαδία αποτελεί πρότυπο του ετεροπροσδιορισμού της Ελλάδας, ο οποίος τυπικά βασίζεται στα αφηγήματα περί της αρχαιότητας και της σημαντικότητάς της στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού.

Προκύπτει λοιπόν μια σειρά συγκρούσεων, ανάμεσα στον Αρκαδικό μύθο και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στη δυτικοευρωπαϊκή οπτική πάνω στην Αρκαδία και στην ελληνική εμπειρία της, ανάμεσα στη σύγχρονη λαχτάρα για επανένωση με τη φύση και στην εξάρτησή μας από την τεχνολογία και τον αστικό τρόπο ζωής.

Γρηγόρης Λιακόπουλος

Μπορείτε να μας εισάγετε στον κόσμο της παράστασης;

Θ. Α.: Οι πέντε χαρακτήρες του έργου αποφασίζουν να έρθουν στην Αρκαδία. Τον τόπο πάνω στον οποίο η ευρωπαϊκή σκέψη έχει προβάλει την ιδέα ενός χαμένου επί γης παραδείσου- και να προσπαθήσουν να ιδρύσουν μια ιδανική κοινότητα.

Εμπνέονται από τα κείμενα του Παυσανία, του Βιργίλιου, του Schiller, του Milton και του Dante Alighieri, τους πίνακες του Barbieri και του Poussin, και επιδιώκουν να ιδρύσουν μια ουτοπική κοινότητα, σε αρμονία με τη φύση, στην παράδοση του Αρκαδικού Ιδεώδους.

Το παρελθόν όμως είναι επίμονο και οι αποκλίσεις από το αρχικό σχέδιο αναπόφευκτες. Οι αδυναμίες και οι συνήθειες δεκαετιών γίνονται αιτία παρεξηγήσεων και κωμικοτραγικών σκηνών που οδηγούν στην παραδοχή της αποτυχίας του φιλόδοξου σχεδίου.

Et in Arcadia Ego / Ήμουν κι εγώ στην Αρκαδία @Γ. Λιακόπουλος

Η μουσική επένδυση της παράστασης δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον Γιάννη Αναστασάκη. Τι ακούσματα επιλέχθηκαν;

Θ. Α.: Η μουσική είναι πάντα αναπόσπαστο μέρος των παραστάσεών μου. Δεν έπεται της σκηνοθεσίας, σχολιάζοντας ή υπογραμμίζοντας κάποια μέρη της αφήγησης, αλλά αποτελεί δομικό στοιχείο της όλης σκηνοθετικής σύλληψης.

Στο έργο η επιλογή ηλεκτρονικής μουσικής, με έντονα ρυθμικά στοιχεία, σε συνδυασμό με πολυφωνικά μέρη, που άδονται ζωντανά επί σκηνής, υπονομεύει το εγχείρημα των ηρώων της ιστορίας: να ιδρύσουν μια νέα κοινωνία, που αποτάσσει τις σύγχρονες τεχνολογικές ανέσεις και συνήθειες. Είναι η απόλυτα λάθος μουσική επιλογή και με κάποιο τρόπο μια από τις αιτίες της τελικής αποτυχίας.

«Κάθε πολιτισμός χρειάζεται τους μύθους του, κάθε χώρα είναι αναγκασμένη να εφεύρει αφηγήματα που αποδεικνύουν τη συνοχή της και δικαιολογούν την ύπαρξή της».

Η προσωπική σας άποψη σε σχέση με τον δυτικοευρωπαϊκό μύθο του Αρκαδικού Ιδεώδους και τη σύγχρονη Ελλάδα, ποια είναι; Μπορεί ο σύγχρονος Έλληνας να ελπίζει σε ένα καλύτερο και βιώσιμο μέλλον;

Γ. Λ.: Κάθε πολιτισμός χρειάζεται τους μύθους του, κάθε χώρα είναι αναγκασμένη να εφεύρει αφηγήματα που αποδεικνύουν τη συνοχή της και δικαιολογούν την ύπαρξή της. Ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός έχτισε τους μύθους του πάνω στα συντρίμμια των ελληνικών και ρωμαϊκών ναών.

Η αφήγηση περί ενός χαμένου επί γης παραδείσου ασκούσε πάντοτε μια ιδιαίτερη γοητεία σε πολλούς Ευρωπαίους διανοητές, πόσο μάλλον όταν αυτός τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος από την άλλη, επέλεξε, ήδη από τη σύστασή του, να υιοθετήσει το προφίλ του άμεσου κληρονόμου και συνεχιστή της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν ο δικός του αναγκαίος εθνικός μύθος.

Το κείμενο συνδιαλέγεται με διαφορετικές αφηγήσεις σχετικές με τις έννοιες του παραδείσου, της φύσης, και της σύγχρονης ζωής. Επιρροές του είναι μεταξύ άλλων ο Ησίοδος, ο John Milton, ο Friedrich Schiller, ο Raoul Vaneigem.

Στόχος της ενασχόλησης με το παρελθόν, τόσο με την ιστορία όσο και με τους μύθους, είναι πάντα το παρόν και το μέλλον. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος, πιστεύω όμως πως είμαστε υποχρεωμένοι να ελπίζουμε.

Σήμερα η φύση και το βουκολικό στοιχείο που συνιστούν αναπόσπαστο στοιχείο του Αρκαδικού Ιδεώδους φαντάζουν άπιαστο όνειρο λόγω της κλιματικής αλλαγής. Ποια είναι η προσέγγιση του έργου σας σε σχέση με το περιβάλλον και την σύγχρονη πραγματικότητα;

Γ. Λ.: Η Αρκαδία του μύθου, όπως και κάθε μυθικός τόπος, κάθε χαμένος επί γης παράδεισος ήταν πάντοτε και είναι ακόμα, εξ ορισμού, ένα άπιαστο όνειρο, μια ουτοπία. Η αίσθηση ότι η ανθρώπινη ζωή στις μεγάλες πόλεις είναι αποκομμένη από τη φύση επίσης δεν είναι καινούρια. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε έναν κάτοικο της αρχαίας Ρώμης ή του Λονδίνου του 18ου αιώνα να αναπολούν μια βουκολική ουτοπία, διαμαρτυρόμενοι για την απάνθρωπη ζωή στην πόλη τους.

Όμως πλέον λιγοστεύουν επικίνδυνα τα μέρη, που μπορούν να γίνουν φορείς ενός μύθου, πάνω στα οποία θα μπορούσαμε δηλαδή να προβάλλουμε την ιδέα μιας χαμένης επί γης Εδέμ: Οι ανεπηρέαστες από την ανθρώπινη δραστηριότητα περιοχές του πλανήτη είναι πλέον ελάχιστες. Δεν υπάρχουν πια απομακρυσμένοι παράδεισοι, αλλά μόνο τουριστικοί παράδεισοι. Επίσης οι κλιματικές καταστροφές γίνονται όλο και πιο έντονες, μετατρέποντας συχνά ένα ταξίδι διακοπών σε έναν αγώνα να ξεφύγεις από πυρκαγιές, πλημμύρες κλπ.

Ταυτόχρονα στην Ελλάδα έχει κορυφωθεί τελευταία το εξής φαινόμενο: ενώ ολόκληρη η χώρα υποφέρει από τον υπερτουρισμό, ενώ τα νησιά και οι λοιποί ταξιδιωτικοί προορισμοί κατακλύζονται από τουρίστες από όλον τον κόσμο, έχει γίνει πλέον αδύνατο για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ντόπιου πληθυσμού να μπορέσει να πάει έστω και λίγες μέρες σε ένα από αυτά τα μέρη, εκτός κι αν εργάζεται εκεί.

Για όλους όσοι περνάνε λοιπόν ακούσια ολόκληρο το χρόνο εντός μιας μεγάλης πόλης, κάθε επαφή με το περιβάλλον είναι τώρα πια ένα άπιαστο όνειρο.

Στο πλαίσιο όλων των παραπάνω έχει δημιουργηθεί και το δικό μας έργο: Με τη συνείδηση πως οι αρχαίοι περιηγητές έχουν πλέον μετατραπεί σε τουρίστες που γράφουν online κριτικές για τα αρχαία μνημεία, με τη γνώση πως μια ζωή σε αρμονία με τη φύση ακούγεται ως αστείο σε έναν άνθρωπο που έχει δύο ή τρία χρόνια να πάει διακοπές.

Et in Arcadia Ego / Ήμουν κι εγώ στην Αρκαδία @Γ. Λιακόπουλος

Τι να περιμένει λοιπόν το κοινό που θα βρεθεί στον αρχαιολογικό χώρο Μαντινείας; 

Θ. Α.: Στο κείμενο υπάρχουν αναφορές στη φυσιογνωμία του τόπου και της ιστορίας του. Αυτό μας απαλλάσσει από την ανάγκη να «εφεύρουμε» κάποια νοηματική σύνδεση με το χώρο ή να αναζητήσουμε «σκηνικές αμφισημίες» για να δικαιολογήσουμε την επιλογή του μέρους.

Το έργο περιγράφει την πρώτη συνάντηση κοινού και ηθοποιών, την από κοινού ανάβαση προς τον θεατρικό χώρο, και την από κοινού τελετή ίδρυσης της νέας κοινότητας.

Όπως ο τόπος, έτσι και ο χρόνος έργου και παράστασης ταυτίζονται. Με φόντο τη φύση και τον ορίζοντα και υπό το φως του δύοντος ηλίου, παρουσιάζουμε μια κωμικοτραγική ιστορία με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις απέλπιδες προσπάθειές του να κατανοήσει το λόγο της ύπαρξής του.

INFO   Et in Arcadia Ego / Ήμουν κι εγώ στην Αρκαδία, 31 Ιουλίου & 1 Αυγούστου, στις 19.00, στο πλαίσιο του προγράμματος 2024 του θεσμού του Υπουργείου Πολιτισμού «’Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός»