Η Αλεξία Καλτσίκη είναι η Αγαύη στις «Βάκχες» του Εθνικό Θεάτρου που παρουσιάζονται στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Θάνος Παπακωνσταντίνου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.
Στην τραγωδία μέσω της οποίας ο Ευριπίδης αποχαιρετά μια ολόκληρη εποχή φέρνοντας τους συμπολίτες του αντιμέτωπους με τις κτηνώδεις συμπεριφορές τους, η ηθοποιός ερμηνεύει τη μητέρα του βασιλιά Πενθέα που σε κατάσταση έκστασης, σκοτώνει τον ίδιο της τον γιο: όταν ο θεός Διόνυσος φτάνει στη Θήβα, ο Πενθέας αρνείται να δει τον πρώτο του εξάδελφο ως Θεό και απαγορεύει τη διάδοση της νέας θρησκείας. Η άρνησή του εγείρει τη μήνι του θεού ο οποίος, σε μια τραγική αντιστροφή διώκτη και διωκόμενου, οδηγεί τον Πενθέα στον αφανισμό από την ίδια του τη μητέρα.
Πολύπειρη «ακροβάτισσα» αρχαιών τραγωδιών και σύγχρονων θεατρικών έργων, πρόσωπο κινηματογραφικό με δικό της κεφάλαιο στο σινεμά του Νίκου Παναγιωτόπουλου αλλά και ξεχωριστή τηλεοπτική παρουσία, την οποία φέτος θα επαναλάβει, μετά από 19 χρόνια απουσίας, στην σειρά «Παραλία» της ΕΡΤ1, η Αλεξία Καλτσίκη ξετυλίγει το νήμα ανάμεσα στα βάρβαρα μυστήρια των «Βακχών» και ό,τι μπορεί να συνδέει το αποχαιρετιστήριο έργο του Ευριπίδη με το σύγχρονο παρόν.
Οι «Βάκχες» είναι μία από τις πιο αινιγματικές τραγωδίες του Ευριπίδη. Πώς την αντιλαμβάνεστε στο σύγχρονο πλαίσιο, καθώς πρόκειται για μία βίαιη και σκληρή αλληγορία;
Ακριβώς επειδή, όπως πολύ σωστά λέτε, πρόκειται για αλληγορία, το πρώτο που κάνω συνήθως όταν έρχομαι σε επαφή με τέτοια κείμενα είναι να προσπαθώ να αντιληφθώ τη δομή τους. Αυτό που με συγκινεί σε αυτή την τραγωδία και το θεωρώ μεγάλη πρόκληση είναι ότι ενώ συνήθως στις τραγωδίες η σύγκρουση των βασικών ρόλων γίνεται μέσω μονολόγων, εδώ γίνεται μέσω στιχομυθίας. Ο Διόνυσος φέρνει σκηνικά την ανάγκη του «μαζί». Το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι μια διαδικασία αποπλάνησης και μεταμόρφωσης.
Πολλές φορές διαβάζω τις Βάκχες σαν έναν αποχαιρετισμό του ίδιου του Ευριπίδη στην τραγωδία όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε. Δεν είναι τυχαίο πως εδώ τα χορικά του τα επεκτείνει ενώ ήταν ο ίδιος που τα είχε περιορίσει στα έργα του. Αλλά είναι και ένας αποχαιρετισμός του κόσμου του, όπως τον είχε ζήσει έως εκείνη την χρονική περίοδο.
Η Αθήνα στο τέλος της ζωής του Ευριπίδη δεν είναι η πόλη που ήταν κάποτε. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος τα έχει όλα αλλάξει. Ήταν εποχή ρευστή. Ο ίδιος γράφει το έργο όντας εκτός Αθήνας και δεν προλαβαίνει να το ανεβάσει γιατί πεθαίνει. Οπότε – ένα “παραμύθι” που λέω εγώ στον εαυτό μου – είναι πως οι «Βάκχες» είναι ένας βαθύς, πολυμέτωπος αποχαιρετισμός. Και είναι μια εποχή η σημερινή όπου συχνά αποχαιρετώ “κομμάτια “ μου και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο.
Ποια είναι η υπόσταση της Αγαύης ανάμεσα στις τραγικές ηρωίδες;
Μια ετυμολογία του ονόματος της είναι Επιφανής, Θαυμαστή, και είναι εκείνη που κατακεραυνώνεται ξαφνικά από τον Διόνυσο, τον οποίο αμφισβήτησε εξ αρχής και ανεβαίνει μαινόμενη στον Κιθαιρώνα μαζί με όλες τις γυναίκες της πόλης. Η Αγαύη αμφισβητεί τη θεϊκή υπόσταση των πραγμάτων και τιμωρείται. Σκοτώνει και διαμελίζει το παιδί της νομίζοντας ότι είναι λιοντάρι. Το σκοτωμένο παιδί της που η αφήγηση και η τελετουργία μεταδίδουν ως μεταφορά, αυτή το φέρνει ως κυριολεξία στη σκηνή.
Οι ιδιαιτερότητες είναι πολλές. Καταρχήν λείπει όλος ο θρήνος της και όλο το κομμάτι του Διονύσου που μιλάει για το μέλλον της. Αυτά τα σημεία οι μεταφραστές τα συμπληρώνουν κατά το δοκούν. Η έξοδος είναι ένα μέρος του κειμένου, που αν και φέρνει συμπυκνωμένα την πλοκή του μύθου είναι θραυσματικό, διαμελισμένο και αυτό, όπως το σώμα του Πενθέα και πολλές φορές σκέφτομαι «να αυτή ήταν η μοίρα της Αγαύης» – διαμέλισε τον Πενθέα και το κείμενο της κατέληξε να είναι «διαμελισμένο». Αυτό συνιστά μια πρώτη ιδιαιτερότητα.
Η άλλη ιδιαιτερότητα είναι ότι ο ρόλος της είναι ένας συνεχής διάλογος: με τον χορό, με τον Κάδμο, με τον Διόνυσο. Είναι μια συνεχής στιχομυθία και σε ορισμένα σημεία λυρική.
Και βεβαίως έχει το αδιαχείριστο του φόνου του παιδιού της, τον ξεριζωμό από τον τόπο της, από τον πατέρα της καθώς και το πολύσημο της τελευταίας της φράσης “..Βάκχες άλλες ας αναλάβουν”.
Είναι σαν να λέει «Διόνυσε είσαι, ναι, θεός, αλλά είσαι ένας πολύ σκληρός Θεός. Πιστεύω και αναγνωρίζω τη θεϊκή σου υπόσταση αλλά δεν μπορώ να τη χωρέσω Αυτοί που θα έρθουν ίσως τα καταφέρουν καλύτερα από εμένα».
Συνομιλώντας λοιπόν με ένα τέτοιο υλικό το μόνο που μπορώ είναι να δουλεύω και να προχωρώ αποδεχόμενη τις ανεπάρκειες μου.
Μπορούμε να την δούμε και να την κατανοήσουμε με σύγχρονη ματιά;
Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια είναι η δική της προσωπική βούληση καθώς η πράξη του φόνου γίνεται υπό την επήρεια της Βακχείας χωρίς η ίδια να το επιλέξει. Εκεί που έχω προς στιγμή καταλήξει είναι πως η δική της επιθυμία εμφανίζεται από τη στιγμή που αποφασίζει να αποκοπεί από τους θιάσους των μαινάδων και να κατέβει στην πόλη. Αποκόβεται από το σύνολο, το «μαζί» που κοινωνεί ο Διόνυσος και διεκδικεί για τον εαυτό της μια θέση ήρωα στην πόλη. Όμως αν ο διαμελισμός για τους ένθεους είναι θυσία, για την πόλη είναι φόνος.
«Η Αγαύη καταλήγει ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, δεν είναι μητέρα, δεν είναι κόρη, δεν έχει τόπο, δεν έχει πίστη. Νομίζω δεν υπάρχει πιο σύγχρονο ερώτημα από αυτό που η ίδια αρθρώνει στον πατέρα της: “Πού να πάω;”»
Αυτή η διπλή όψη των πραγμάτων και αυτός ο κατακερματισμός της ταυτότητας έχει να κάνει πολύ με το σήμερα.
Η ίδια καταλήγει ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, δεν είναι μητέρα, δεν είναι κόρη, δεν έχει τόπο, δεν έχει πίστη. Νομίζω δεν υπάρχει πιο σύγχρονο ερώτημα από αυτό που η ίδια αρθρώνει στον πατέρα της: “Πού να πάω;”
Η Αγαύη τιμωρείται βροντερά για την αμφισβήτησή της, η σαρωτική βία των Βακχών εύλογα γεννά παραλληλισμούς με τη βία στην εποχή μας. Η επικαιρότητα αυτής της τραγωδίας είναι μοναδική…
Η βία υπάρχει σε όλες τις τραγωδίες. Η συλλογική βία είναι αυτή που διαφοροποιεί τις «Βάκχες». Η πράξη του φόνου έρχεται ως φυσικό φαινόμενο. Είναι σαν ένα κύμα συλλογικού παλμού που μπορεί ένα πλήθος ανθρώπων να το μετατρέψει σε όχλο.
Ποιους άλλους παραλληλισμούς ανιχνεύουμε ανάμεσα στις «Βάκχες» και στην εποχή μας;
Θεωρώ ότι αυτό τα έργα διαχειρίζονται θέματα που έχουν να κάνουν με τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δυσκολεύομαι να βρίσκω αντιστοιχίες, γιατί νιώθω ότι απομακρύνομαι από την ουσία τους.
«Στις Βάκχες θα έβλεπα έναν παραλληλισμό με την οπαδική βία ή με τους ένθερμους διαλόγους που ανοίγονται στα σόσιαλ μίντια και δημιουργούν φανατικούς ακολούθους σε δευτερόλεπτα.»
Αν ήθελα όμως να επιμείνω θα έβλεπα έναν παραλληλισμό με την οπαδική βία ή με τους ένθερμους διαλόγους που ανοίγονται στα σόσιαλ μίντια και δημιουργούν φανατικούς ακολούθους σε δευτερόλεπτα. Με τον συντηρητισμό και τη δυσκολία αποδοχής του διαφορετικού επίσης. Με το θέμα της πίστης – είναι μια στιγμή ρευστή, γιατί πολλές βεβαιότητες τοπικές, εθνικές, παγκόσμιες, προσωπικές είναι κλονισμένες. Με το θέμα της γνώσης – οι φήμες, η πληροφόρηση και οι εντυπώσεις εντελώς ασυνείδητα και αυτόματα σε κάνουν να διαμορφώνεις γνώμη για πράγματα που δεν ξέρεις. Χρειάζεται προσπάθεια να αντισταθείς, για να αποκτήσεις τη δική σου γνώση και γνώμη για τα πράγματα.
Και με το θέμα της πλάνης. Κατά πόσο μπορώ να εφησυχάζομαι ότι όλα κυλούν ομαλά όταν δύο πόλεμοι συνεχίζονται δίπλα μου.
Οι «Βάκχες» κάνουν πρεμιέρα στην Επίδαυρο σε λίγες ημέρες. Αλλάζει η εμπειρία του αρχαίου αυτού θεάτρου μέσα στα χρόνια για εσάς;
Ο χώρος με επηρεάζει σε κάθε παράσταση που συμμετέχω. Πόσο μάλλον οι ανοιχτοί χώροι που απαιτούν καθαρότητα και τεχνική προετοιμασία.
Η Επίδαυρος όμως για εμένα είναι κυρίως ένας ζωντανός χώρος. Και ανυπομονώ να δω πώς θα είναι φέτος. Είναι σαν να πάω να ξανασυναντήσω έναν αγαπημένο φίλο. Λαχταρώ να τον δώ χωρίς να ξέρω πώς θα με δεχτεί και θα τον δεχτώ.
Η πρώτη φορά που βρέθηκα εκεί ήταν το 1999 παίζοντας στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη με τον Καρακατσάνη. Έλεγα την πρώτη φράση του χορού :«Ας γίνει ιερή σιγή ας απλωθεί παντού ιερή σιωπή» – υπήρχε πολύ μεγάλη αγωνία. Όταν ξεκίνησε η παράσταση αυτό που εισέπραξα από τον χώρο ήταν ζεστασιά.
Το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου πραγματοποίησε ένα αφιέρωμα στον Λευτέρη Βογιατζή και στην παράσταση «Αντιγόνη». Πώς νιώθετε κοιτώντας πίσω στην πορεία σας μέχρι σήμερα;
Η αίσθηση ήταν πολύ συγκινητική για όσους βρεθήκαμε στο αφιέρωμα για την «Αντιγόνη». Επανήλθαν ισχυρές μνήμες.
Η γενιά μου ήρθε σε επαφή με ανθρώπους όπως ο Λευτέρης, που το βασικό ζητούμενο του οράματος τους είχε να κάνει με τη λειτουργία του ηθοποιού. Αυτό απαιτούσε χρόνο, αφοσίωση και καθημερινή πολύμηνη ενασχόληση, πράγμα πολύ σημαντικό για τον ηθοποιό.
Ευτυχής συγκυρία αυτό που συνέβη με την «Ορέστεια» του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Χαίρομαι ολόψυχα που νέοι ηθοποιοί, είχαν την τύχη να ζήσουν αυτό που πριν από χρόνια για τις δικές μας γενιές είχε τον χώρο να υπάρξει, δηλαδή να αναμετρηθούν για καιρό με έναν σκηνικό τρόπο και να μετακινηθεί το σώμα και η αντίληψη τους. Για να γίνω πιο σαφής, το είδος θεάτρου που πρέσβευε ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν διαφορετικό από αυτό που πρεσβεύει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος. Κι όμως έχουν κάτι κοινό: την αντίληψη του τι σημαίνει «ερευνώ» στο θέατρο.
Η εξέλιξη λοιπόν αυτή μου δίνει κουράγιο, γιατί αποδεικνύει έμπρακτα στην πολιτεία ότι το θέατρο και ακόμα περισσότερο το αρχαίο δράμα χρειάζεται υποστήριξη θεσμική για να μπορέσει να προχωρήσει και να ανθίσει.
Τον χειμώνα θα είστε η Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείον ο πόθος» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Από την Αγαύη ως την Μπλανς, ποιο είναι το νήμα που συνδέει τις ηρωίδες που υποδύεστε στο θέατρο;
Οι ψευδαισθήσεις. Η Αγαύη είναι θύμα των ακούσιων ψευδαισθήσεων της. Η Μπλανς τις εκούσιες ψευδαισθήσεις της τις μεταμορφώνει σε όπλο επιβίωσης.
Το πλαίσιο της συνάντησης είναι που ορίζει τα πράγματα στο θέατρο. Αυτό που περιμένω είναι να συναντήσω τους ανθρώπους που θα είμαστε μαζί. Αυτή η συνάντηση θα μου αποκαλύψει ποιά θα είναι η Μπλανς.