Συγκλόνισε και καθήλωσε με τη μαρτυρία της στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι η Βαρβάρα Βουκάκη Φύτρου, η γυναίκα που έχασε και πενθεί για ολόκληρη την οικογένειά της , τον σύζυγο της Γρηγόρη, την Εβίτα της και τον Ανδρέα της.
Στη δική της συνείδηση όλο αυτό που έγινε και κυρίως όλα όσα δεν έγιναν εκείνες τις κρίσιμες ώρες της πύρινης λαίλαπας δεν είναι ένα απλό πλημμέλημα.
«Είναι ένα τραγικό κακούργημα, μια δολοφονία», όπως χαρακτηριστικά είπε χωρίς να κρύβει τα δάκρυα της ψυχής της και απευθυνόμενη στους δικαστές ζήτησε αυτή τη φορά να ακούσουν όλους τους μάρτυρες και να εκδώσουν την απόφασή τους για να υπάρχει παραδειγματισμός και τιμωρία και να αλλάξει κάτι ώστε να μην επαναληφθούν τέτοιες τραγωδίες.
Το ακροατήριο άκουγε σιωπηλό καταθέτοντας τον απόλυτο σεβασμό του στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας που έχασε τα πάντα το βράδυ της 23 Ιουλίου 2018 και από τότε, όπως όλοι οι συγγενείς των θυμάτων, παλεύουν για να δικαιωθεί η μνήμη όσων χάθηκαν άδικα με τρόπο μαρτυρικό επειδή τίποτα δεν λειτούργησε όπως έπρεπε και οι πολίτες αφέθηκαν μόνοι τους και αβοήθητοι.
«Τις ευθύνες τις ξέρουν αυτοί που τις έχουν, μένει μόνο μέσα από τις διαδικασίες να αναγνωρίσουν και να αποδοθούν. Είναι ένα τραγικό κακούργημα, μια δολοφονία. Έτσι νιώθω και έτσι είναι. Ζητώ να σταματήσει το κακό σε αυτή τη χώρα. Αυτοί που αναλαμβάνουν υπεύθυνες θέσεις να τις τιμούν. Δεν ξέρω ποιος έδωσε εντολές, ο πρωθυπουργός, κάποιος υπουργός, κάποιος άλλος; Θέλω να γίνει κάτι καλύτερο για το μέλλον και μόνο μέσω της παραδειγματικής τιμωρίας, μιας μεγάλης αλλαγής, θα μπορούσε να γίνει αυτό» κατέθεσε η κυρία Βουκάκη Φυτρου. .
Η μαρτυρία της γυναίκας που είδε με τα μάτια της «την κόλαση του Δάντη» όπως την αποκάλεσε, ήταν γεμάτη συγκίνηση για το ακροατήριο, ενώ δεν έμεινε ασχολίαστος στο τέλος της διαδικασίας ένα μικρός διάλογος που είχε με την πρόεδρο του δικαστηρίου:
Μάρτυρας: Συγνώμη αν μακρηγορώ, αλλά αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου…
Πρόεδρος: Το καταλαβαίνω, πολλοί θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους, αλλά λίγο πιο σύντομα…
Η αναφορά αυτή έκανε πολλούς στο ακροατήριο να κοιταχτούν στα μάτια σιωπηρά, χωρίς άλλο σχόλιο από τον οφειλόμενο σεβασμό στο θεσμό της δικαιοσύνης.
«Φώναζα τα ονόματα της Εβίτας, του Ανδρέα και του Γρηγόρη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να μας απαντήσει. Σαν να ήμασταν φαντάσματα, σε ένα νεκρικό τοπίο. Μαύρα όλα και μύριζε καμμένη σάρκα. Μέσα στα αυτοκίνητα κάποιοι όγκοι. Είδα ανθρώπους καμένους και ανθρώπους ξαπλωμένους και εγώ ήλπιζα να μην δω και τους δικούς μου έτσι.»
«Σε ένα μικρό στενό ήταν παρατημένο το αυτοκίνητο του συζύγου μου, άρχισα να φωνάζω πιο δυνατά, χωρίς να απαντάει κανείς. Δεν μπόρεσα να τους βρω… άλλωστε ποιος να μου απαντήσει; Δεν ζούσε κανένας…» περιέγραψε και πρόσθεσε πως ο σύζυγος της υποχρεώθηκε από περιπολικό να επιστρέψει στο Μάτι με το αμάξι, ενώ πήγαινε στη Ραφήνα, πράγμα που τους οδήγησε κατευθείαν στη φωτιά.
«Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των φορέων, κάποιος… κάτι… δεν ενημερώσατε τους ανθρώπους μας να φύγουν, κινήθηκαν κατά βούληση. Ο Γρηγόρης μου έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω η αστυνομία» είπε.
«Η υπάλληλος στο λιμεναρχείο με ενημέρωσε για μια φωτογραφία από ένα κορίτσι που έμοιαζε με την Εβίτα, αλλά δεν ήξερε αν θα άντεχα να τη δω. Είδα το κοριτσάκι και ήταν η Εβίτα μου. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όπως είχε στείλει ένα βίντεο το μεσημέρι που τραγουδούσε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε ζωή, δεν ήταν καμένη, ήταν με τα ρούχα και τα βραχιολάκια της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας περιγράψω τι ένιωσα, ήθελα να χαθεί και η δική μου ζωή.
Έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο, ήταν από τους τελευταίους στο οικόπεδο Φράγκου. Ο Γρηγόρης βρέθηκε καμένος, λίγο πιο πίσω ο Ανδρέας. Και η Εβίτα στην τελευταία προσπάθεια, έφυγε προς τα βράχια. Υπήρχαν άνθρωποι που την είδαν, σε μια τελευταία προσπάθεια πήδηξε και έπεσε στα βράχια, στην παραλία. Και ένας από αυτούς έτρεξε να δει, να δώσει μια βοήθεια και είδε το παιδί μου και κάλεσε την πυροσβεστική, αλλά δεν ήρθε κανείς.
Και η Εβιτούλα μου ζούσε και της κρατούσε το χέρι, μέχρι που ξεψύχησε εκεί. Θα μπορούσα να είχα έστω ένα παιδί αν υπήρχε ενημέρωση, αν ένας λιμενικός, ένας πυροσβέστης… δεν ξέρω. Θα είχα το παιδί μου όπως κι αν ήταν, ζωντανό».
Η μάρτυρας αναφέρθηκε και στο δεύτερο Γολγοθά που πέρασε η ίδια και όλοι οι συγγενείς που χρειάστηκε να δώσουν δείγμα DNA για να γίνει η αναγνώριση των νεκρών. Η ίδια περιγράφοντας όσα έζησε στο νεκροτομείο στο Γουδή είπε χαρακτηριστικά πως δεν τιμήθηκαν όπως έπρεπε οι νεκροί.
Νωρίτερα εξετάστηκαν έξι ακόμα μάρτυρες καταθέτοντας όλα όσα έζησαν και που σημάδεψαν για πάντα τις ζωές τους.
Η κατάθεση της Βασιλικής Κατσαργύρη, η οποία έψαχνε τον -τελικά απανθρακωμένο- σύζυγο της στο Νέο Βουτζά: «Ρώτησα έναν πυροσβέστη, “έχουμε θύματα στο Βουτζά;” και απάντησε “θα μάθετε από τα μέσα”. Δεν μας ενημέρωσαν ούτε ότι υπάρχει δυνατός άνεμος, τώρα τουλάχιστον χρησιμοποιούν το 112. Ούτε εναέρια μέσα, ούτε ενημέρωση, ούτε ειδοποίηση. Μόνο αν θέλετε μένετε ή φεύγετε…».
Για ευθύνες του τότε Δημάρχου Ραφήνας, Ευαγγ. Μπουρνούς, ο οποίος μέσω των ΜΜΕ καθησύχαζε τους κατοίκους, τονίζοντας πως δεν κινδύνευαν από τις φλόγες.
«Υπήρχε σχέδιο δημοσίων σχέσεων για να πέσει το φταίξιμο στους κατοίκους. Ακούσαμε για παράνομη δόμηση, αλλά οι περισσότεροι πέθαναν σε κομμάτι εντός σχεδίου πόλεως. Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη για αυτή την απομάκρυνση. Προσπάθησαν να ρίξουν ευθύνη ότι έφταιγε ο καιρός, ήταν άστατος αλλά όχι απρόβλεπτος.
Ήταν προφανές ότι η φωτιά θα έμπαινε στην περιοχή. Αυτό που έγινε ήταν μια μη οργανωμένη απομάκρυνση, 3.000 κόσμος σώθηκε γιατί έτρεξαν να ξεφύγουν. Δεν ζητήσαμε μια οργανωμένη απομάκρυνση, αλλά για αυτή τη μη οργανωμένη απομάκρυνση να μας ενημερώσουν νωρίτερα που βρίσκεται η φωτιά» είπε ο Θεοφ. Χατζησταματίου, ο γιος του οποίου σε ηλικία 5,5 ετών είναι από τους νεότερους εγκαυματίες.
Η Γεωργία Μοσχού, κάτοικος του Νέου Βουτζά, έχασε τη μητέρα της και την αδελφή της σχεδόν έξω από το σπίτι τους.
«Η απουσία των εναέριων μέσων… δεν υπήρξε ούτε για δείγμα βοήθεια. Ακούω τους προηγούμενους μάρτυρες που είναι τόσο ήπιοι και τρελαίνομαι. Αυτά που περάσαμε… η αδιαφορία… είχα σκοπό να φύγω αλλά δεν είχαμε ρεύμα και άρπαξε φωτιά το σπίτι. Μέχρι 11 παρά δεν υπήρξε τίποτα, κανείς… η αδελφή και η ανίψια μου βγήκαν να φύγουν και κάηκαν έξω από το σπίτι. Η αδελφή μου άντεξε 11 ημέρες και η ανίψια μου 51 ημέρες…» κατέθεσε προσθέτοντας: «ζητούσαμε να σβήσουν τη φωτιά που σιγόκαιγε και οι πυροσβέστες έλεγαν πως δεν είχαν εντολή. Δεν είχαν εντολή για τίποτα! Λες και είχαν έρθει για βόλτα!».