Η νέα αποκάλυψη στο σίριαλ των παρακολουθήσεων και η επιβεβαίωση της ύπαρξης ενός κοινού επιχειρησιακού κέντρου παράνομων και νομότυπων επισυνδέσεων, φανερώνει ότι η υπόθεση έχει βάθος και, πιθανώς, πολιτικά απόνερα και παρενέργειες.
Φαίνεται ότι θα είναι δύσκολο πλέον το σκάνδαλο αυτό να παραδοθεί στη λήθη, όσο και αν είναι προς το παρόν άγνωστο πώς θα επιδράσει.
Παραμένει όμως μία από τις σκοτεινότερες θεσμικές κηλίδες στα πενήντα χρόνια της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας και εγείρει μία σειρά ερωτήματα, τα οποία δεν αφορούν μόνον τους ενορχηστρωτές της υπόθεσης.
Πώς δικαιολογείται φερ’ ειπείν το γεγονός ότι οι επιβεβαιωμένοι στόχοι των παράνομων παρακολουθήσεων (με την εξαίρεση του αρχηγού του ΠαΣοΚ), δεν προβαίνουν σε νομικές ενέργειες εναντίον των υπευθύνων και δεν αναζητούν προστασία από την παράνομη χρήση των συνομιλιών τους;
Και πώς οι παρακολουθούμενοι από την ΕΥΠ, εφόσον πλέον γνωρίζουν ότι ήταν στόχοι, δεν ζητούν όλες τις πληροφορίες, έστω και με την τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών, ώστε να είναι σε θέση απομακρύνουν τις σκιές από πάνω τους;
Η έρευνα για τη σοβαρή αυτή υπόθεση δεν μπορεί να εξελιχθεί ούτε αποσπασματικά, ούτε επιφανειακά.
Διαπιστώνεται ότι 28 πρόσωπα ήταν κοινοί στόχοι παράνομων και τυπικά νόμιμων παρακολουθήσεων, μεταξύ αυτών υπουργοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί, κ.ά.
Ο Πρωθυπουργός σε κρίσιμο χρόνο είχε δηλώσει ότι η παρακολούθηση του προέδρου του ΠαΣοΚ ήταν λάθος. Ισχύει το ίδιο και για όλους τους υπολοίπους; Η ευθύνη για την αποκάλυψη της αλήθειας βαρύνει και τους ίδιους.