Ο Μάκης Βορίδης έχει μια μακρά πορεία στην πολιτική, που ξεκίνησε απ’ τα σχολικά του χρόνια. Με απόψεις που συχνά ενοχλούν ή προκαλούν, ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και Υπουργός Επικρατείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη μοιάζει να αναθεωρεί πολλές απ’ τις θέσεις του. Ξέρει όμως ότι (και) σ’ αυτές χρωστάει αυτό που είναι σήμερα.

Η πολιτική σας ενδιέφερε από νωρίς;

Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι με την πολιτική πολύ μικρός, στην Β’ Γυμνασίου, με τη ΜΑΚΙ. Από τότε, νομίζω, δεν σταμάτησα ποτέ. Προφανώς ήταν κάτι που μ’ ενδιέφερε. Αν εξαιρέσει κανείς ότι στο σπίτι ο πατέρας μου μίλαγε πολιτικά, δεν ήμασταν μια πολιτική οικογένεια. Ακόμα κι η σχέση του θείου μου (σ.σ. Ευτύχιος Βορίδης) με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ήταν γιατρός του, δεν ήταν μια σχέση διαρκώς παρούσα. Ούτε είχαμε πολιτικούς στην οικογένεια, ούτε πολιτικά τραπέζια ή σχέσεις με πολιτικά γραφεία.

Το σχολείο σας επηρέασε;

Η διαφορά του σχολείου ήταν ότι σε μια χρονική στιγμή που άλλα σχολεία δεν είχαν θεσμούς μαθητικών κοινοτήτων και μαθητικού συνδικαλισμού, το Κολλέγιο είχε. Άρα αυτό έδινε μια βάση για ν’ ανακατευτείς με τα μαθητικά συμβούλια, να εκλεγείς -ποιος θα βγει πρόεδρος, ποιος θα είναι αρχισυντάκτης στο περιοδικό, κι όλα αυτά. Επιπλέον η εποχή που πηγαίναμε Γυμνάσιο, γύρω στο ΄78-΄79, ήταν πιο πολιτικοποιημένη. Απ’ την άλλη όμως δεν πήραν όλοι τον ίδιο δρόμο -σχετικά λίγοι ασχοληθήκαμε. Είναι πάντα ένα ερώτημα το γιατί επιλέγεις κάτι, αν το επιλέγεις, σε ποιο βαθμό και τι καθορίζει αυτή σου την απόφαση.

Σ’ εσάς τι έπαιξε ρόλο;

Νομίζω ότι ένα απ’ τα πράγματα που ενδεχομένως με βοήθησαν ήταν ότι από μικρός είχα μια ευκολία στον δημόσιο λόγο. Είχα, νομίζω, και την δυνατότητα να πείθω. Ενδεχομένως η ποινική δικηγορία εν συνεχεία, αλλά κι όλη αυτή η σχέση με  την δημόσια ομιλία, έχουν να κάνουν με την επιλογή της πολιτικής.

«Πρέπει να μπορείς να εξηγήσεις κάθε τι που υπερασπίζεσαι και γιατί».

Στην πολιτική σας σταδιοδρομία, σε επίπεδο σκέψεων, απόψεων, ουσίας, έχετε αναθεωρήσει πράγματα;

Νομίζω ότι αυτή είναι και η πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση που έχω ακούσει σχετικά με το θέμα της δικής μου ενασχόλησης με την πολιτική, εδώ και 45 χρόνια και με τον τρόπο που εγώ ασχολούμαι. Τι εννοώ; Για μένα η πολιτική πάντοτε ήτανε μια συνεχής διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην πολιτική θεωρία και στο πώς αυτό μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό πρόγραμμα ή πολιτική θέση. Πώς αυτό τελικά φτάνει να εφαρμόζεται μέσα στην ίδια την κοινωνία. Αυτή η διαρκής ανατροφοδότηση κι η διαρκής σκέψη απ’ τα πιο αφηρημένα και θεωρητικά σχήματα ως τα πιο πρακτικά και εφαρμοσμένα προβλήματα, τα οποία προσπαθείς να επιλύσεις, ν’ αντιμετωπίσεις, εφαρμόζοντας διάφορες πολιτικο-προγραμματικές θέσεις, προφανώς είναι μια διαρκής εξέλιξη. Κι όταν λέμε διαρκής, εννοούμε διαρκής. Επομένως έχεις αναθεωρήσει θέσεις; Νομίζω έχω αναθεωρήσει πάρα πολλές θέσεις μου και υπ’ αυτήν την έννοια στέκομαι και κριτικά, σχεδόν καθημερινά -μπορεί να μη φαίνεται. Γιατί; Γιατί διατυπώνω απόψεις και επιχειρηματολογώ γι’ αυτές. Πιστεύω πολύ στην ακεραιότητα των επιχειρημάτων.

Εγώ ξέρω πολύ καλά και τι έχω αναθεωρήσει και πώς καθημερινά αναθεωρώ. Και πώς, και σε απολύτως θεωρητικό επίπεδο, μπορώ να δω τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμουν πράγματα πριν από 30 χρόνια και πως τώρα. Τόσο σε επίπεδο αμιγώς πολιτικών προγραμματικών θέσεων, όσο  και σε επίπεδο θεωρητικών σχημάτων και πιο θεωρητικών κατασκευών.

Έχετε μετανιώσει για κάποια απ’ αυτά; Πιστεύετε ότι πληρώνετε πράγματα που θα μπορούσατε να είχατε αποφύγει ή τελικά όλα αυτά σας οδήγησαν σ’ αυτό που είστε σήμερα;

Το δεύτερο. Κοιτώντας πίσω, αν αφαιρέσω διάφορα πράγματα, μπορεί, με το μυαλό που έχω τώρα, να μην τα έκανα. Αλλά αναρωτιέμαι, αν δεν τα έκανα, θα ’χα το μυαλό που έχω τώρα; Σε τελευταία ανάλυση ο τρόπος με τον οποίο κανείς συγκροτεί τον εαυτό του είναι πάλι μια σχέση εμπειριών, στις οποίες τοποθετείται κριτικά, ανάλογα με τα θεωρητικά και διανοητικά εργαλεία που έχει για να κρίνει όμως τις εμπειρίες. Άμα τελικώς δεν έχεις τις εμπειρίες αυτές, προφανώς γίνεσαι ένας άλλος άνθρωπος. Το γεγονός ότι εγώ έχω περάσει ένα κομμάτι της ζωής μου στο οποίο τσακωνόμουν, ένα κομμάτι πιο ακραίο, αν μου πεις τώρα αν άξιζε τον κόπο ή αν θα ’λεγες στον γιο σου να κάνει τα ίδια, θα ’λεγα όχι να μην τα κάνει. Απ’ την άλλη, αν αφαιρέσεις αυτό το κομμάτι, είσαι ο ίδιος άνθρωπος; Η απάντηση είναι πιο σύνθετη.

Έχω μεγαλώσει κι έχω ανδρωθεί πολιτικά -υπό μία έννοια, κι έχω υποστεί και αντέξει, πάρα πολύ σκληρές επιθέσεις. Για να το κάνεις αυτό κάπως έχεις προετοιμάσει τον εαυτό σου και διανοητικά και ψυχικά. Γιατί αυτού του τύπου την σκληρή ή άδικη κριτική, τις επιθέσεις, πρέπει να μπορείς να τις υπομείνεις και να τις διαχειριστείς.

«Είκοσι χρόνια πριν, εάν έλεγες ότι πρέπει να επιβάλουμε περιορισμούς στη μετανάστευση, θα σου ‘λεγαν ότι είσαι φασίστας. Τώρα είναι mainstream όλων των φυσιολογικών κομμάτων στην Ευρώπη…»

Μια απόφαση του Αρείου Πάγου λέει ότι αυτός που είναι πολιτικός, οφείλει να ανέχεται οξείες και δυσμενείς εκφράσεις, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Άρα λοιπόν αυτό γίνεται ένα κομμάτι της συνείδησής σου. Ως πολιτικός είσαι εκτεθειμένος αλλά, κακά τα ψέματα,  έχεις και περισσότερες δυνατότητες -όπως της απάντησης, για παράδειγμα, που άλλος άνθρωπος δεν έχει. Άρα λοιπόν και σ’ αυτό το επίπεδο πρέπει κάπως να συνηθίσεις, να σκληραγωγηθείς, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να μπορείς και κάθε φορά ν’ απαντάς. Άρα είναι κι ένα ψυχικό και διανοητικό-διαλεκτικό κομμάτι. Πρέπει να μπορείς να εξηγήσεις κάθε τι που υπερασπίζεσαι και γιατί.

Ο κίνδυνος για την Νέα Δημοκρατία είναι κυρίως απ’ τα άκρα δεξιά;

Υπό μίαν έννοια θα πω τώρα αυτό που λέει κι ο Πρωθυπουργός για την αλαζονεία, αλλά με το δικό μου τρόπο, με το τι εννοώ εγώ αλαζονεία και που βρίσκεται ο κίνδυνος. Οι περισσότεροι εννοούν την αλαζονεία της συμπεριφοράς που είναι μια πράγματι αξιοκατάκριτη στάση, κυρίως σε ηθικό επίπεδο. Εγώ νομίζω ότι υπάρχει και ένας κίνδυνος αλαζονείας άλλου τύπου. Έρχεται ένας άνθρωπος και σου λέει το πρόβλημά του: Ότι, για παράδειγμα, στη γειτονιά του δεν μπορεί να κάνει βόλτα στο πάρκο με το παιδί του, γιατί υπάρχει ένας πληθυσμός Χ ο οποίος είναι εγκληματογόνος. Και σου λέει ότι κάτι πρέπει να κάνεις. Η αντίδραση που θεωρώ ότι πρέπει να’ χουμε είναι ν’ αναγνωρίζουμε το πρόβλημα, να καταλαβαίνουμε ότι αυτός δεν μας λέει κουταμάρες, αλλά μας περιγράφει τη ζωή του. Και να προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε. Εάν όμως αντί να το κάνουμε αυτό πάμε και του πούμε ότι δεν υπάρχει πράγματι το πρόβλημα που μας περιγράφει κι ότι σκέφτεται με τον λάθος τρόπο, τότε είναι που τον στέλνεις στην άκρα δεξιά. Γιατί αυτό είναι μια μορφή ηθικής και ιδεολογικής αλαζονείας. Ότι εσύ κάπως ξέρεις καλύτερα τα πράγματα, έχεις ένα καλύτερο σύστημα απ’ τον άλλο, ότι το μυαλό σου είναι καλύτερο, και ότι αυτός είναι ένας τύπος ο οποίος σε τελευταία ανάλυση οι αξίες του, οι πεποιθήσεις του, ο τρόπος που δουλεύει το μυαλό του κι όλο το αξιακό του σύστημα είναι υποδεέστερο και κατώτερο απ’ το δικό σου. Αυτού του τύπου η χειραγωγητική και αλαζονική συμπεριφορά είναι που τον κάνει να κόβει δεσμούς. Κι έτσι τον στέλνεις απέναντι.

«Ό,τι είναι στο κομμάτι του ιδιωτικού χώρου, το κράτος, κατά την γνώμη μου, πρέπει να ’ναι πολύ αυτοπεριοριζόμενο στην έκταση της ρύθμισής του. Και το κομμάτι του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ερωτικής ζωής είναι κατεξοχήν ένα τέτοιο».

Άρα λοιπόν, θεωρώ ότι αυτό το οποίο κάνανε πολλά κόμματα και το οποίο ευτυχώς δεν κάνει ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε η Νέα Δημοκρατία, είναι ν’ αντιμετωπίσουν πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έτσι. Εκεί είναι που έφυγαν. Κι εδώ υπάρχει κι ένα δεύτερο σωρευτικό, ότι η κριτική στην δεξιά, στην κεντροδεξιά ερχόταν μέχρι πρότινος απ’ τα αριστερά. Γιατί μπορούσε να πείσει ή έπειθε η αριστερά ότι έχει ένα εναλλακτικό σχέδιο που θα μπορούσε να είναι πιο αξιόπιστο και να φέρνει καλύτερο αποτέλεσμα. Αυτό δεν υπάρχει πια γενικώς, ούτε στην Ελλάδα, γιατί είχαμε πέντε χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και επομένως υπάρχει έντονη η εμπειρία αυτής της πενταετούς διακυβέρνησης. Μαζί και η κατάρρευση μιας ολόκληρης μυθολογίας. Και γιατί πολλές απ’ τις ιδέες ή τις πολιτικές θέσεις της αριστεράς δεν γίνονται πια αποδεκτές. Έχει υπάρξει μια θεαματική μετακίνηση του κόσμου. Είκοσι χρόνια πριν, εάν έλεγες ότι πρέπει να επιβάλουμε περιορισμούς στη μετανάστευση, θα σου ’λεγαν ότι είσαι φασίστας. Τώρα είναι mainstream όλων των φυσιολογικών κομμάτων στην Ευρώπη… Ένα κομμάτι της αριστεράς εξακολουθεί να λέει ανοίξτε τα σύνορα και ανοιχτές αγκαλιές για όλους αλλά αυτό δεν γίνεται αποδεκτό απ’ τον κόσμο.

Ο γάμος των ομοφυλοφίλων κόστισε στην Νέα Δημοκρατία. Παραμένετε απόλυτος στο θέμα αυτό;

Προφανώς συνεκτιμήθηκε στην εκλογική αποτίμηση ως ένα απ’ τα θέματα που βρέθηκαν σε αναντιστοιχία με την κοινωνική μας βάση. Είχαν το κόστος τους χωρίς αμφιβολία -αλλά συνέβη.

Εγώ εκείνο το οποίο είπα, γιατί δεν ήθελα να μπω σε μια αρκετά περίπλοκη ηθικοπολιτική συζήτηση, είναι στο κατά πόσον αυτό είναι ένα δικαίωμα. Έχει αποφανθεί το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι δεν είναι ένα δικαίωμα και επομένως η ρύθμιση επαφίεται στο εσωτερικό κάθε κράτους. Το σκεπτικό με το οποίο έχει αποφασίσει το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι ότι ο γάμος είναι ένας θεσμός που ταιριάζει στην έννοια της οικογένειας. Ότι εδώ δεν είναι μια επέκταση του σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά έχει να κάνει κυρίως με το ζήτημα της ανατροφής των τέκνων. Άρα λοιπόν αυτό είναι κάτι το οποίο προσιδιάζει και ταιριάζει σε σχέσεις, οι οποίες, τελικά, έχουν καταρχήν αναπαραγωγική δυνατότητα. Εγώ νομίζω ότι συντάχθηκα μ’ αυτό και δεν μπήκα σε πολλά άλλα. Και το δεύτερο που έλεγα και το οποίο νομίζω, εν πολλοίς, αποδεικνύεται είναι ότι αυτή η ρύθμιση αφορά σχετικά λίγους ανθρώπους -τελικά όλο αυτό καταλήγει σε 75 ζευγάρια. Διότι μάλλον η ζωή δείχνει ότι το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει δίκιο, δηλαδή ότι εν τέλει αυτός είναι ένας θεσμός ο οποίος ταιριάζει σ’ αυτούς που ενδιαφέρονται κυρίως να κάνουν οικογένεια.

«Ο Κασσελάκης δεν είναι το δημιούργημα της κρίσης της αριστεράς αλλά το αποτέλεσμα της κρίσης της αριστεράς».

Σε μια πιο φιλελεύθερη προσέγγιση του θέματος, εγώ θεωρώ ότι το κράτος οφείλει να ’ναι αρκετά περιορισμένο και προσεκτικό στο τι θέλει να ρυθμίσει και τι θέλει ν’ αφήσει αρρύθμιστο. Ό,τι είναι στο κομμάτι του ιδιωτικού χώρου, το κράτος, κατά την γνώμη μου, πρέπει να ’ναι πολύ αυτοπεριοριζόμενο στην έκταση της ρύθμισής του. Και το κομμάτι του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ερωτικής ζωής είναι κατεξοχήν ένα τέτοιο -βρισκόμαστε στον σκληρό πυρήνα της ιδιωτικότητας και άρα το κράτος πρέπει ν’ απέχει. Ας κάνει ό,τι θέλει ο καθένας. Το κράτος αποκτά ένα ενδιαφέρον ξανά σε ό,τι έχει να κάνει με την ανατροφή των τέκνων, γιατί εκεί βλέπει το μέλλον της κοινωνίας.

Πώς είδατε τις εκλογές στην Γαλλία;

Η δυναμική στην πραγματικότητα δεν άλλαξε ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο γύρο, ίδια ήταν. Δηλαδή η Λεπέν ήταν πρώτη σε επίπεδο λαϊκής ψήφου και στον πρώτο και στον δεύτερο.  Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον στις γαλλικές εκλογές, είναι μια βαθιά διαίρεση που φαίνεται να υπάρχει ανάμεσα στο Παρίσι και σε ορισμένες άλλες μεγάλες πόλεις και σ’ όλη την επαρχία. Η Γαλλία εξελίσσεται σε μια βαθύτατα διαιρεμένη χώρα. Το πώς θα γεφυρωθεί αυτό σε μεγάλο βαθμό αποτυπώθηκε. Εγώ κρατώ πάντως ότι οι δυνάμεις και των Σοσιαλιστών προτίμησαν να συνταχθούν με τον Μελανσόν, τους κομμουνιστές, τους οικολόγους παρά με τον Μακρόν. Κι αυτό επομένως διαμόρφωσε ένα μεγάλο μπλοκ του Λαϊκού Μετώπου το οποίο, ναι, δεν είναι πρώτο σε επίπεδο λαϊκής ψήφου αλλά πάντως είναι ισχυρό. Κι αυτό αν το βάλεις δίπλα στο γεγονός ότι η Λεπέν επίσης έχει πάρει πάρα πολλές ψήφους, ότι οι παραδοσιακοί γκωλικοί μένουν πολύ πίσω, έχεις και μια αποδυνάμωση της ισχύος του Μακρόν. Αυτός ο τακτικισμός του Μακρόν να δούμε που θα τον βγάλει.

Αν κάποιος θέλει να δει τα μακρο-χαρακτηριστικά αυτής της εκλογής, βλέπει μια τεράστια πολιτική δυσκολία πια στη Γαλλία και η Γαλλία είναι η πρώτη ή η δεύτερη ισχυρότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αυτό προφανώς επηρεάζει και την πορεία της Ένωσης από δω και πέρα.

ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, Κασσελάκης και υποψήφιοι αρχηγοί: Ο κόσμος είναι απογοητευμένος και ψάχνει την ελπίδα στο καινούργιο και άγνωστο;

Αυτό είναι αλλά ταυτόχρονα είναι και κάτι άλλο. Ο Κασσελάκης δεν είναι το δημιούργημα της κρίσης της αριστεράς αλλά το αποτέλεσμα της κρίσης της αριστεράς. Δεν έφερε ο Κασσελάκης την κρίση. Την κρίση την έφερε η πενταετής διακυβέρνηση και η αποτυχία τους που οδήγησε στα χαμηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και στην απομάκρυνση του κόσμου. Αυτή είναι που ουσιαστικά δημιούργησε δυσπιστία στους επιγόνους του σήμερα και την οποία αξιοποίησε-εκμεταλλεύτηκε ο Κασσελάκης για να εμφανιστεί ως κάτι καινούργιο και διαφορετικό. Αυτό όμως έχει ένα εγγενές πρόβλημα, το οποίο εξακολουθεί ν’ αποτυπώνεται. Γιατί στην αρχή, όταν ήρθε ο Κασσελάκης, λέγαμε να του δώσουμε χρόνο. Και του δώσαμε. Πήγε στις αυτοδιοικητικές εκλογές -καταστροφή, πήγε στις ευρωεκλογές -το χειρότερο αποτέλεσμα που έχει πάρει ποτέ ο ΣΥΡΙΖΑ… Ας του δώσουμε όσο χρόνο θέλει να πάει μέχρι τις βουλευτικές εκλογές. Αλλά η κρίση είναι παρατεινόμενη.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί δεν είναι ελκυστικές οι ιδέες. Το πρόβλημα δεν είναι το πρόσωπο. Ο δε Κασσελάκης προσπαθώντας ν’ αποστασιοποιηθεί απ’ αυτό, υποχρεωτικά συγκρούεται μ’ έναν ταυτοτικό πυρήνα. Οπότε γεννιέται ένα ερώτημα, αν ο Κασσελάκης θέλει να συγκρουστεί με τον ταυτοτικό πυρήνα, μετά γιατί είναι αριστερός; Αλλά αν δεν είναι αριστερός τότε γιατί έχει ανάγκη να πάρει αυτή την κληρονομιά; Και το πιο βασικό: Τι καινούργιο έχει να κομίσει; Εκεί είναι που τελικά θ’ αναμετρηθούμε όλοι.

«Προσωπικά είναι μια αναγνώριση ότι υπάρχουν άνθρωποι που μ’ έχουν 17 χρόνια βουλευτή και με πολύ μεγάλο αριθμό ψήφων».

Και το ΠΑΣΟΚ το ίδιο θέμα έχει, αλλά έχει κι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό. Πρώτον ότι υπήρξε κυβερνητικό κόμμα και δεύτερον ότι έχει συγκυβερνήσει με την Νέα Δημοκρατία. Εγώ λέω ότι αυτό ήταν απ’ τις θετικές του συνεισφορές στην προσπάθεια που έκανε η χώρα να μείνει εντός του ευρώ, ν’ ανασυγκροτηθεί μέσα στην πτώχευση της. Τώρα θέλει να δείχνει ότι έχει αποστασιοποιηθεί απ’ αυτό. Ναι, αλλά αυτό ήταν εντέλει το στοιχείο που έδινε μια προστιθέμενη αξία στην μετά-πτωχευτική εποχή για την χώρα. Διότι με δεδομένη την εμπειρία της πτώχευσης και με δεδομένη την κατάρρευση της αριστερής εξιστόρησης για το πως δήθεν μπορούμε να βγούμε απ’ το πρόβλημα, έρχονται τώρα να ξεδιπλωθούν σχέδια τα οποία πρέπει κανείς να βλέπει ότι έχουν ρεαλισμό. Είναι εντυπωσιακό το ότι η Νέα Δημοκρατία αναμετριέται με προγράμματα, πολιτικά, οικονομικά, δημοσιονομικά, τα οποία είναι επεκτατικά. Δηλαδή έρχεται κάποιος και λέει θα δώσω περισσότερα λεφτά, θ’ αυξήσω τους μισθούς, θα δώσω καλύτερα επιδόματα και ο κόσμος τα καταψηφίζει. Γιατί δεν τα πιστεύει ή σκέφτεται ότι θα μπλέξουμε και θα πάμε πάλι πίσω, ή ακόμα χειρότερα. Άρα στην πραγματικότητα αυτή η γνώση και η εμπειρία, η τραυματική εμπειρία, που αποκτήσαμε με τόσο επώδυνο τρόπο όλο το προηγούμενο διάστημα, τα κόμματα της αριστεράς μπορεί να θέλουν να την παραγράψουν αλλά δεν παραγράφεται. Είναι εμπειρία του κόσμου. Εκεί λοιπόν πάλι τι κάνουν στο ΠΑΣΟΚ; Λένε δεν είναι καλός ο Ανδρουλάκης γιατί δεν τα κατάφερε καλά, οπότε να διαλέξουμε άλλο πρόσωπο. Ναι, αλλά αυτό είναι το πρόβλημα;.

Και οι πολλοί υποψήφιοι, τι σημαίνει;

Δείχνει και την αδυναμία του «κεντρικού» συστήματος εξουσίας, αλλά αυτό είναι περισσότερο πολιτικό. Δηλαδή να το πω αλλιώς. Αν ο Ανδρουλάκης είχε πάρει 3 μονάδες παραπάνω, μπορεί να μην το ’χες αυτό. Αλλά η πραγματικότητα που περιγράφω δεν θ’ άλλαζε. Άρα πάλι είναι η λάθος ανάγνωση.

Ποιες είναι οι προσωπικές φιλοδοξίες σας; Τι υπάρχει παρακάτω;

Τώρα πολύ παρακάτω απ’ αυτό δεν έχει… Στο σημείο που είμαι περισσότερο μ’ ενδιαφέρει -κι ας ακουστεί τετριμμένο, να κάνω τη δουλειά μου και να βλέπω ότι η δουλειά μου πιάνει έναν τόπο και φέρνει κι ένα αποτέλεσμα και υπάρχουν μερικά πράγματα που τα βλέπω να γίνονται και με κάνουν χαρούμενο. Και όντως πιστεύω ότι υπάρχουν κομμάτια τα οποία αλλάζουν την Ελλάδα και την κάνουν μια καλύτερη χώρα.

Προσωπικά είναι μια αναγνώριση ότι υπάρχουν άνθρωποι που μ’ έχουν 17 χρόνια βουλευτή και με πολύ μεγάλο αριθμό ψήφων. Επίσης, είναι μια αναγνώριση, μια ικανοποίηση, ότι οι αρχηγοί μου, με κάποιον τρόπο, λένε ότι μια δουλειά μπορείς να την κάνεις. Τώρα ειδικά, στην Προεδρία της Κυβέρνησης που είναι κι ένας πιο γενικός ρόλος. Γιατί οι υπουργοί Επικρατείας ουσιαστικά επικουρούν τον πρωθυπουργό στη δουλειά του -κάπως θέλουμε να ’μαστε χρήσιμοι σ’ αυτό το οποίο προσπαθεί και ο ίδιος να κάνει μέσα απ’ τη διακυβέρνηση. Θεωρώ ότι είμαι αρκετά γειωμένος και προσπαθώ απλώς να κάνω τη δουλειά μου.

Ο βολονταρισμός, δηλαδή η εντύπωση ότι θα γίνει αυτό που θέλω, επίσης μέσα απ’ την τριβή στα χρόνια καταλαβαίνεις ότι δεν συμβαίνει. Κι ότι η πολιτική επειδή εμπλέκει εκατομμύρια ανθρώπους είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο και περίπλοκο πράγμα στο οποίο κάτι θα κάνεις εσύ, αλλά κάτι κι η τύχη, η ιστορία, οι συγκυρίες. Και επομένως είσαι, υπό μίαν έννοια, στο έλεος των γεγονότων. Παίζει ρόλο η απόφαση αλλά δεν ξέρω αν είναι ο μεγαλύτερος.