Στις 26 Ιουλίου 1822, δόθηκε η θρυλική Μάχη των Δερβενακίων, σε δύο από τα τέσσερα μικρά ορεινά περάσματα (δερβενάκια) μεταξύ της Κορίνθου και της κοιλάδας του Άργους) ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες της Επανάστασης του 1821, καθώς έλαβε χώρα σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία.

Ύστερα από μια σειρά από επιτυχίες των Ελλήνων, ο Μαχμούτ Πασάς, γνωστότερς ως Δράμαλης έφθασε στην Πελοπόννησο με δύναμη 25.000 ανδρών με στόχο να καταπνίξει την επανάσταση και να δώσει οριστικό τέλος στον αγώνα των Ελλήνων για Ελευθερία

Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει το 1930 το έργο του Σπύρου Μελά «Ο Γέρος του Μόριά», στο οποίο παρατίθενται σημαντικά κομμάτια των απομνημονευμάτων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Στο Αγιονόρι Κορινθίας γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος για τον Δράμαλη.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 23.12.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη

Γράφει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 24ης Δεκεμβρίου 1930.

«Ο Κολοκοτρώνης (…) έκραξε όλους τους καπεταναίους Νικηταρά, Πλαπούτα, Χριστόπουλο, Αποστόλη Κολοκοτρώνη, Δημήτρη Δεληγιάννη, Παπανίκα, Γιατράκο, Σέκερη, Τσόκρη κι άλλους, κάμανε συμβούλιο, τους πρότεινε σχέδιο:

»Αυτός να μείνη στ’ Αγριλόβουνο και να φυλάξουν τα Δερβενάκια ο Πλαπούτας, ο Δεληγιάννης κι ο Αντώνης Κολοκοτρώνης. Ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης κι ο Παπαφλέσσας, να πιάσουν το Αγιονόρι. Τέλος ο Γιατράκος κι ο Τσόκρης, με τα σώματά τους, να πιάσουν το Χαρβάτι των Μυκηνών.

»Κι αν οι Τούρκοι μπαίνανε στα Δερβενάκια, οι Έλληνες του Χαρβατιού να τους αφήσουν, να περιμένουν να τους βαρέση πρώτος ο Κολοκοτρώνης, και τότε να χτυπήσουν κι αυτοί, να τους βάλουν μέσα σε δυό φωτιές.

»Κι αν οι Τούρκοι πάλι παίρνανε το δρόμο για τ’ Αγιονόρι, να τους αφήκουν πάλι να περάσουν και να πιάσουνε της πλάτες τους. Κι άμα τους χτύπαγαν Νικηταράς, Παπαφλέσσας κι Υψηλάντης, να πέσουν οι άλλοι από πίσω.

Ο ανδριάντας του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας, τόπο γεννήσεώς του.

»Οι Έλληνες του Χαρβατιού έπρεπε, όπως και νάταν, νάδιναν είδησι στον Κολοκοτρώνη πως πιάσανε το μέρος. και για κάθε άλλο τους κίνημα. Το σχέδιο αυτό του Κολοκοτρώνη, απλό, θάρριχνε κάθε φορά τους Τούρκους σε μια φάκα.Ρουθούνι, δε θενά γλυτώση, έλεγε ο αρχηγός.

»Κι ελπίδα είχε να σκλαβώση τους πασάδες. Μα δεν το βάλανε ακέραιο σε πράξι. Ο Γιατράκος με τους άλλους, ο στρατός από τους Μύλους και το Κεφαλάρι, δε μαζώχτηκε στο Χαρβάτι κι ούτε παράγγειλε στον αρχηγό πως δεν επήγε.

» Ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Δεληγιάννης κι ο Αντώνης Κολοκοτρώνης κράταγαν τα Δερβενάκια. Ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας κι οι άλλοι πιάσανε το Αγιονόρι. Κατά το νοτιά όμως η άκρη των στενών απόμεινε αφύλαχτη.

Η μάχη ξεκινά

»Ο Δράμαλης (…) διάλεξε το δρόμο από τ’ Αγιονόρι, ήταν κιόλας ο γληγορώτερος και δεν ήταν όλος στενό μα είχε και μεριές ανοιχτές. (…) Άμα βγήκε σε μια ψηλή λάκκα, πουνε από το έβγα του χωριού πέρα, κατάλαβε τους δερβισάδες και τους άλλους ιερωμένους του, να κάμουν δέησι στον Αλλάχ και τον προφήτη του, κι ύστερα φώναξε στο στρατό του:

“Χίλιοι κλέφτες είνε δεν είνε, πιάστε τους με τα χέρια σας, αντρειωμένα και περήφανα παιδιά του Οσμάν!”

»Οι Τούρκοι ρίχτηκαν στα στραβά. Η πρώτη φωτιά ήταν δυνατή. Εξήντα Έλληνες σκοτώθηκαν και διπλοί από τους εχθρούς. Κρατάνε κι από δω κι από κει γερά.

»Άξαφνα λάμψι μεγάλη, βρόντος δυνατός. Ο Νικηταράς, ντουφεκώντας ένα γκαμιλιέρη, που περνάει με τη γκαμήλα του, φορτωμένη μπαρούτι, αστοχάει αυτήν, βρίσκει όμως το φόρτωμα.

»Άνθρωπος και ζωντανό στον αέρα, μέσα σ’ ένα μεγάλο σύγνεφο καπνό. Οι Τούρκοι σαστίζουν, τ’ άλογά τους ξαφνιάζονται, παίρνουν το χαλινάρι και τ’ Αγιονόρι αρχίζει να μοιάζει με τον Αη- Σώστη.

»Όλοι ρίχνονται στη φυγή, με τους πασάδες στη μέση, χωρίς να ντουφεκάνε, παίρνουν τα ρέματα, να γλυτώσουν. Κι οι Έλληνες τους φθάνουν από παντού, τους σφάζουν, σε πολλές μεριές έρχονται και στα χέρια.

»Τρέχουν ακόμα κι η γυναίκες από τα κοντινά χωριά. Κυλάνε πέτρες από τα καταράχια, βράχια, να ζουπήσουν το κεφάλι των εχθρών. Έξη ώρες βαστάει το πανηγύρι.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 24.12.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Άτακτη φυγή

»Ο Αλή Τοπάλπασας για να γλυτώση ρίχνεται με τ’ άλογό του σε μια ρεματιά. Δε βλέπει, καθώς πάει στα τέσσερα, πως είναι κοφτό, βαθύ το χείλος και γκρεμίζεται. Ο Νικήτας Φλέσσας τον προφθάνει ζωντανό ακόμα και του παίρνει το κεφάλι.

»Δώδεκα ζωντανά, καταφορτωμένα, έσερνε πίσω του. Τάπιασαν τα παληκάρια του Φλέσσα. Ήταν κασόνια γεμάτα θησαυρό. (…) Ήταν, λέγανε, από το βιός του Αλή πασά, το μερίδιο του Δράμαλη από το πλιάτσικο πούχε γίνη στα Γιάννινα. (…)

»Το κεφάλι του Τοπάλπασα τώστειλαν στους Μύλους. Χίλια κουφάρια είχαν στρωθή στην Κλεισούρα. Το ιππικό των Τούρκων είχε τσακισθή, πολλοί σκλαβώθηκαν. Οκτακόσα άλογα της Αραπιάς, τριανταέξ γκαμήλες και χίλια διακόσα μουλάρια φορτωμένα, πήραν το δρόμο της Τριπολιτσάς.

Ο Δράμαλης

»Πεζός και χωρίς τουρμπάνι έφθασε ο Δράμαλης στην Κόρινθο, δοξάζοντας τον Αλλάχ που γλύτωσε. Ουτ’ αυτός, ουδέ ρουθούνι απ’ το στρατό του θα ξέφευγε, αν ο Γιατράκος, ο Τσόκρης και οι άλλοι πιάνανε το Χαρβάτι. (…)

»Αργά κατάλαβε ο αρχηγός πώς το μέρος είχε μείνη έρημο και το διάβα του Δράμαλη ανοιχτό από το Χιλιομόδι.

Αν είχαμε δικαστήρια, είπε στους καπεταναίους πούλειψαν από το χρέος τους, θα σας ντουφέκιζαν.
»Δικαιολογήθηκαν. Τα παλληκάρια τους είχαν ριχθή σ’ ό,τι άφηκε ο Δράμαλης στο Άργος κι έκαναν πλιάτσικο. Δεν μπόρεσαν να μαζέψουν το στρατό τους.

Αποτέλεσμα

»Μ’ όλο που το σχέδιο του Κολοκοτρώνη όμως μπήκε μισό σε πράξι αποδείχτηκε σωστό και μεγάλο. Ο κύριος σκοπός τούτου του πολέμου πέτυχε. Η επανάστασι κι η πατρίδα είχε γλυτώση από το μεγαλείτερο κίνδυνο. Η περήφανη στρατιά κουρελιασμένη, ταπεινωμένη, αδύνατη αποκλείστηκε στην Κόρινθο, να ρέψη τελειωτικά.

»Ο Δράμαλης πέθανε περισσότερο απ’ τον καημό του. Τα στερνά, πεινασμένα κι άρρωστα απομεινάρια του στρατού του, πούκαμαν να πάνε κατά την Πάτρα, κλείστηκαν, ανάμεσα θάλασσες και βουνών, κοντά στην Ακράτα, από τους Ζαΐμηδες, το Λόντο, τους Πετμεζαίους, το Χαραλάμπη, το Σολιώτη και το Θεοχαρόπουλο. Κι έξον από χίλιους βρήκαν σκληρό θάνατο από φωτιά κι άγρια πείνα.

Αρχιστράτηγος

»Η δόξα του Κολοκοτρώνη έφθασε στα μεσοούρανα. Ο λαός κοιμάται, ξημερώνεται με τ’ όνομά του στο στόμα. Οι καπεταναίοι μαζώχτηκαν στα Δερβενάκια, για να τον αναγνωρίσουν αρχιστράτηγο του Μωρηά.

(…)

»Τέλη Αυγούστου, ο Κολοκοτρώνης, αφού έβαλε σε τάξι το στρατό του, ανέβηκε στην Τριπολιτσά, να ξεκουραστή λιγάκι από της κακουχίες του πολέμου. Ο λαός έτρεξε ως τον Αχλαδόκαμπο να τον απαντήση.

»Άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά, τονέ φιλούσανε, γελούσαν, έκλαιγαν απ’ τη χαρά τους. Παραμίλαγαν ομάδι. Οι παπάδες βγήκανε με τα ιερά, με το βαγγέλιο και της εικόνες. Ολούθε τραγούδαγαν:

“Tου Λεωνίδα το σπαθί

Κολοκοτρώνης το φορεί

κι’ όποιος το δη λαβώνει”