Το «κατηγορώ» των συγγενών των θυμάτων που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους αναίτια, με τρόπο μαρτυρικό, χωρίς κανένας αρμόδιος τις κρίσιμες ώρες να σταθεί δίπλα τους και να τους βοηθήσει άρχισε να διατυπώνεται από σήμερα στην αίθουσα που συνεδριάζει το Τριμελές Εφετείο της Αθήνας για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι με τους 104 νεκρούς.
Οι δικαστές μετά από πολυήμερη διαδικασία είπαν «όχι» στις ενστάσεις των κατηγορουμένων κατά της έφεσης που ασκήθηκε στην πρωτόδικη απόφαση φέρνοντας ξανά στο εδώλιο το σύνολο των κατηγορουμένων, οι οποίοι και θα δικαστούν από μηδενική βάση σε δεύτερο βαθμό, εκτός από τον ηλικιωμένο από την αυλή του οποίου φέρεται να ξεκίνησε η φωτιά για τον οποίο δεν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα για νομικούς λόγους.
Μέσα στα επόμενα λεπτά ο πρώτος από τους συνολικά 110 που παρίστανται προς υποστήριξη της κατηγορίας, ένας Πολωνός που έχασε ό,τι πολυτιμότερο είχε την οικογένειά του, τη σύζυγο και το γιο τους, με δάκρυα στα μάτια περιέγραψε πως η ελπίδα που είχε όταν τους έβαλε στη βάρκα έγινε εφιάλτης καθώς δεν τους ξαναείδε ποτέ από τότε μιλώντας για την ανυπαρξία του κράτους.
«Την στιγμή που είδα την γυναίκα και τον γιο μου για τελευταία φορά, μέσα στην βάρκα, ήμουν σίγουρος πως θα τους δω στην Ραφήνα. Πως θα είναι ασφαλείς.. Έμειναν πολλές ώρες στην θάλασσα.. Έμαθα πως η βάρκα ανατράπηκε.. Πως κολυμπούσαν ώρες να σωθούν. Την επόμενη είδα τις σωρούς τους στο Λιμάνι της Ραφήνας», είπε ο μάρτυρας ο οποίος το καλοκαίρι του 2018 είχε έρθει για διακοπές με τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Όπως ανέφερε με δάκρυα στα μάτια ο μάρτυρας, εκείνο το απόγευμα που κύκλωσε το ξενοδοχείο η φωτιά, δεν βρέθηκε κανένας αρμόδιος ούτε από την Πυροσβεστική, ούτε από την Αστυνομία, ούτε από τον Δήμο να τους βοηθήσει και οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου δεν ήξεραν να τους κατευθύνουν. Και πρόσθεσε πως ο ίδιος επέλεξε να μην μπει στη βάρκα γιατί φοβήθηκε μήπως από το βάρος ανατραπεί …
«Τη στιγμή που τους έβλεπα για τελευταία φορά δεν υπήρχαν πολλοί καπνοί στη θάλασσα. Ήμουν σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά… Ήμουν ευτυχισμένος που εκείνοι ήταν ασφαλείς. Φύγετε εσείς, εγώ θα τα καταφέρω…»ήταν τα τελευταία λόγια που είπε στη γυναίκα του.
Ο μάρτυρας που έμεινε πίσω έζησε ένα σκηνικό φρίκης και κόλασης από τη φωτιά.
«Έμεινα στην παραλία με άλλους ανθρώπους, ακούγονταν κραυγές, καίγονταν φοίνικες… Έπεφταν δέντρα επάνω μας… Βλέπαμε μεγάλη φωτιά εκρήξεις, καίγονταν πολλά αυτοκίνητα… Έβλεπα ανθρώπους που καίγονταν, με φωτιά πάνω τους, πολλοί στο δρόμο δεν ξέρω αν ζούσαν ή όχι…» κατέθεσε .
«Όλη την ώρα προσπαθούσα να βρω ανθρώπους από τις υπηρεσίες να βοηθήσουν δεν υπήρχε κανείς, ούτε πυροσβέστες, ούτε αστυνομία , ούτε αεροπλάνα. Μείναμε μόνοι μας», είπε σε μία αποστροφή της κατάθεσής τους αποτυπώνοντας με λίγες μόνο λέξεις την τόσο ηχηρή απουσία του κρατικού μηχανισμού.
Από τότε επιστρέφει κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα για το μνημόσυνο που γίνεται στο Μάτι εις μνήμη των θυμάτων της «γιατί είναι δεύτερη πατρίδα μου, αφού εδώ είδα για τελευταία φορά τους δικούς μου», είπε πως κανένας από το Κράτος όχι μόνο δεν βοήθησε μετά την απώλεια του, αλλά δεν του είπε καν συλλυπητήρια.
«Η ζωή μου σταμάτησε το βράδυ της φωτιάς» είπε κλαίγοντας συμπληρώνοντας πως πλέον δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς χάπια, πως δεν μπορεί να δουλέψει και περιμένει μόνο την απόφαση της Δικαιοσύνης. «Δεν έχω άλλο σκοπό στην ζωή μου».
Κλείνοντας ο μάρτυρας ανέφερε: «Περιμένω το δικαστήριο σας να κρίνει πως αυτό ήταν ένα κακούργημα και όχι μια αμέλεια» είπε κλαίγοντας και απευθυνόμενος στο δικαστήριο είπε: «Ελπίζω ότι θα εκδώσετε μια δίκαιη απόφαση γιατί η τραγωδία δεν περιλαμβάνει μόνο τα 104 θύματα αλλά είναι και όλοι οι υπόλοιποι με τα σοβαρά εγκαύματα, αλλά και οι οικογένειες που ζουν με εφιάλτες που δεν πρόκειται να ξεπεράσουν ποτέ…».
Στη συνέχεια κατέθεσε η μάρτυρας Βασιλική Κούκλα η οποία ενώ η φωτιά κατέβαινε προσπαθούσε να προσεγγίσει το σπίτι που έμεναν οι δύο ηλικιωμένοι, οι οποίοι έμειναν αβοήθητοι μέσα στην πύρινη λαίλαπα, παρά το γεγονός ότι και η ίδια επιχείρησε να επικοινωνήσει με την Πυροσβεστική.
«Οι γονείς μου περίμεναν την βοήθεια από την Πυροσβεστική που δεν πήγε ποτέ.. Τους ψάχναμε στην Ραφήνα. Γύρω στις εννέα το βράδυ έφθαναν τα καϊκια . Οι άνθρωποι που έβγαιναν ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Δεν τους βρήκαμε. Στις 11 το βράδυ ήρθε το πλοίο του Λιμενικού.. ούτε εκεί ήταν.
Στις πέντε τα ξημερώματα μας τηλεφώνησαν από την Αστυνομία και είπαν πως στο σπίτι δεν βρήκαν τίποτα. Στις εννέα το πρωί ο ξάδελφος μου ,μου είπε πως μας ψάχνει η Πυροσβεστική γιατί βρήκαν τους γονείς μου απανθρακωμένους στην κουζίνα και πως πρέπει να πάω να υπογράψω.
Όταν πήγα οι αστυνομικοί μου σύστησαν να μην μπω μέσα. Όλη μέρα είμαστε εκεί με τους γονείς απανθρακωμένους να περιμένουμε την Πυροσβεστική.. Λίγες μέρες μετά την κηδεία, τηλεφώνησαν από την Πυροσβεστική και είπαν πως έγινε κάποιο λάθος και μας έδωσαν την σωρό άλλου ανθρώπου για τον πατέρα μου.
Θέλανε να γίνει εκταφή μετά συνεννόησης, χωρίς επίσημη ενημέρωση και χωρίς να γίνει επίσημη ταφή. Εννοείται αρνηθήκαμε. Έγινε εκταφή με εισαγγελική εντολή.. Και το πριν και το κατά την διάρκεια και το μετά ήταν χωρίς κανέναν σεβασμό σε κανέναν μας. Δεν λειτούργησε τίποτα».