Οι ημέρες αυτές κάθε Ιουλίου, είναι ημέρες που μας δίνεται η αφορμή να μνημονεύουμε λίγο περισσότερο, έναν σπουδαίο δημιουργό που καμία αφορμή δεν χρειάζεται για να μνημονεύεται, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη.
Ήταν 15 Ιουλίου του 1943 όταν γεννήθηκε, και 25 Ιουλίου του 1983 όταν ως ένας πάντα ανήσυχος και δημιουργικός καλλιτέχνης, κλείνοντας τα 40 του χρόνια διοργάνωσε ένα πάρτι – συναυλία στη Βουλιαγμένη, που άφησε εποχή και έμεινε στα χρονικά της ελληνικής μουσικής σκηνής.
Ο αποκαλούμενος από φίλους και θαυμαστές «Λούκι Λούκ» αιώνια πιστός στις αμερικανικές μελωδίες αλλά και στις μελωδίες (βαλς, τανγκό, καντάδες) των παιδικών του χρόνων, δεν σταμάτησε ποτέ να ενώνει κόσμους με τις συνθέσεις και τις συναυλίες του και να αντιστέκεται στο εκάστοτε «φτηνό».
«Σε μια εποχή γενικής ξεφτίλας (και στο χώρο του τραγουδιού), ήθελα να θυμίσω σε κάποιους τι τραγουδούσαμε κάποτε.
»Αισθάνομαι ότι με τέτοιες δουλειές, ένας κόσμος παίρνει ένα είδος εκδίκησης γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του».
Αυτό δήλωνε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στη συνέντευξη στα «ΝΕΑ» και τον Παύλο Αγιαννίδη, στις 17 Αυγούστου 1993, όταν παρουσίαζε τις σπουδαίες ηχογραφήσεις του με τίτλο «Αχ πατρίδα μου γλυκειά»
«Τα τραγούδια του “Aχ πατρίδα μου γλυκειά” ήταν αυτά που έλεγα πάντα – και θέλω να τα υπερασπιστώ αυτά τα τραγούδια. Είναι ο απολογισμός 50 χρόνων ζωής.
»Ένα είδος “Αμακόρντ” για μένα και τους ανθρώπους της γενιάς μου(σ.σ. Η φράση a m’arcôrd από την ταινία του Φεντερίκο Φελίνι Amarcord, σημαίνει θυμάμαι) – με την έννοια ότι ξαναθυμόμαστε. Ο Ντίλαν λέει, άλλωστε, πως τα καλύτερα τραγούδια τα ‘χουν γράψει οι άλλοι»
Το Μάιο του 2010, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης μίλησε στο περιοδικό «BHMAMEN» για τον ίδια και για τα πράγματα που αγαπούσε.
Οι γονείς μου με έμαθαν να ακολουθώ το δρόμο της καρδιάς μου
«Αν και ήμασταν μια οικογένεια μεσοαστική για τα δεδομένα της εποχής, άφησαν εμένα και τον αδελφό μου να κάνουμε αυτό που θέλαμε και εμπιστεύτηκαν τόσο το δικό τους ένστικτο όσο και το δικό μας. Κάτι που έκανα και εγώ αργότερα με τις δικές μου κόρες.
Όταν τελείωσα το σχολείο, ήμουν ένας τυπικός νέος της Κυψέλης της εποχής: ήξερα πολύ καλό μπιλιάρδο και ροκ-εν-ρολ
»Τότε ήταν μόδα οι νέοι να μπαρκάρουν στα καράβια – κυρίως για την περιπέτεια. Οι γονείς μου με προέτρεψαν να δώσω εξετάσεις για να μπω στην Αρχιτεκτονική. Προσπάθησα δύο φορές, δεν πέρασα, έφυγα στα καράβια, αλλά τελικά τα παράτησα και την τρίτη φορά τα κατάφερα.
Την αγάπησα πολύ την αρχιτεκτονική
»Αν και δεν δούλεψα ως αρχιτέκτονας, αυτές οι σπουδές μού άνοιξαν ορίζοντες και μου μετέδωσαν ένα είδος σκέψης που επηρέασε και τον τρόπο με τον οποίο έκανα μουσική.
Είμαι ένα κράμα επιρροών των πραγμάτων που αγάπησα
»Πολλοί άνθρωποι με έχουν διαμορφώσει: ο Νεγρεπόντης, ο Γκάτσος, ο Μπιθικώτσης… Αισθάνομαι ότι τους χρωστάω πολλά, γιατί η επιρροή τους υπήρξε καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τη ζωή. Χρωστάω επίσης πολλά σε ανθρώπους που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά οι οποίοι με επηρέασαν με το έργο τους. Το πώς οι άνθρωποι που θα μας επηρεάσουν έρχονται στη ζωή μας είναι κάτι μαγικό, «αστρικό», που δεν μπορεί να ερμηνευτεί.
Διάβασα πρόσφατα κάτι που είπε ο Παναγιώτης Τέτσης, ότι όταν βγαίνει έξω δεν έχει πού να «ακουμπήσει» το βλέμμα του
»Μπορεί να περάσουν ημέρες και να μη βγω από το σπίτι. Έχω διαμορφώσει έναν χώρο στο Μεταξουργείο, όπου η αισθητική του δεν με πληγώνει: εδώ ζω και δουλεύω. Επίσης, δεν υπάρχουν πια στέκια. Παλιά δεν δίναμε ραντεβού, υπήρχε ένα μέρος που ξέραμε ότι, όποτε και αν πηγαίναμε, πάντα θα βρίσκαμε φίλους. Όπως λέω και σε ένα τραγούδι μου, το «Αθήνα ’78», «αλλάζουμε όλοι όπως αλλάζει κι η πόλη, όπως άλλαξαν στις μέρες μας πολλά».
Παρ’ όλο το χάλι της Αθήνας, εγώ την αγαπώ
»Κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, άνοιξη, μυρίζουν ακόμη οι νεραντζιές. Και υπάρχουν ακόμη κομμάτια της πόλης που έχουν μείνει όπως τα γνώρισα τη δεκαετία του ’50.
Ξεκινάω με το «όλοι είναι καλοί»
»Είμαι πάντα θετικά διακείμενος απέναντι στους ανθρώπους, και συνήθως δικαιώνομαι.
Στη ζωή μου είχα πάντα πολύ καλή σχέση με τα κορίτσια
»Το ίδιο ίσχυσε με τη γυναίκα μου και τις κόρες μου. Τα κοινά σημεία που έχουμε με τη γυναίκα μου, την Άννα, ήταν πολλά και πολύ δυνατά, και αυτά είναι που μας κράτησαν μαζί. Είμαστε μαζί σχεδόν 40 χρόνια – σπάνιο στον χώρο μας να μην έχουμε χωρίσει. Είναι κάτι που θαυμάζουν σε εμάς. Η σχέση μας φυσικά δοκιμάστηκε, όπως όλες. Κανείς όμως δεν «πούλησε» τον άλλον.
Αγαπώ πολύ το σινεμά και ειδικά τα φιλμ νουάρ
»Υπάρχει ένας δίσκος μου, η Media Luz, που είναι το soundtrack το οποίο έγραψα για μια ταινία που δεν υπήρξε ποτέ και τη φαντάστηκα. Το τι είναι φιλμ νουάρ είναι δύσκολο να οριστεί. Κάπου διάβασα έναν πολύ ωραίο ορισμό, πως είναι «ατόφια κομμάτια μιας ενδιαφέρουσας ζωής».
Το πάρτι στη Βουλιαγμένη πήρε διαστάσεις που κανείς μας δεν είχε φανταστεί
»Θυμάμαι, ήταν απόγευμα και πήγα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο χώρο. Οι δρόμοι είχαν κλείσει από τον κόσμο που προσπαθούσε να φτάσει. Όταν είδα την τεράστια «σκούρα» μάζα από ανθρώπους, τρόμαξα. Είπα στον εαυτό μου: «Εγώ το προκάλεσα αυτό; Ας τελειώσει η βραδιά χωρίς ατυχήματα και δεν θα το ξανακάνω ποτέ». Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Θυμάμαι έντονα την εικόνα της πλαζ, αφού τελείωσε η συναυλία, γεμάτη μπίρες και αναψυκτικά, και τους τελευταίους που, αραχτοί, κοιτούσαν το ξημέρωμα, περιμένοντας το πρώτο λεωφορείο.
Η σχέση στίχου και μουσικής δεν είναι «ένα κι ένα κάνουν δύο»
»Ο ιδανικός συνδυασμός που φτιάχνει ένα πολύ καλό τραγούδι συμβαίνει σπάνια. Τότε γίνεται ένα εκρηκτικό μείγμα, που τα συστατικά του παραμένουν άγνωστα σε εμάς, μια και στη μουσική, συνταγή δεν υπάρχει.
Είχα τον διάολο μέσα μου
»Μπήκε μέσα μου στην εφηβεία. Και τον κρατάω ως και σήμερα.
Ονειρεύομαι έναν κόσμο που δε θα χρειάζεται καθόλου την τέχνη
»Όσοι ασχολούνται με την τέχνη είναι συνήθως άνθρωποι πληγωμένοι, που θέλουν να καλύψουν μια έλλειψη. Αλλά η τέχνη δεν είναι και δεν πρέπει να είναι δεκανίκι. Τα ωραιότερα πράγματα σε αυτή τη ζωή είναι τα πιο απλά: ένα ποτήρι κρύο νερό, ένας σύντροφος, ένα ηλιοβασίλεμα».
«Όχι ο καθένας μόνος του»
Των συναντήσεων που τόσο αγαπούσε να έχει ο «Λούκι Λουκ» με τους γνωστούς και δεκάδες χιλιάδες «άγνωστους» φίλους του.
Στη συνέντευξή του στο στην Άννα Βλαβιανού και «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 26 Ιουλίου 1998 μίλησε για τη σχέση του με το κοινό.
«Αυτό που κάθε φορά ψάχνω είναι η επικοινωνία με τον κόσμο δεν μ’ ενδιαφέρει το ‘καθήστε να μ’ ακούσετε’. To κίνητρο για μένα είναι η επαφή με τον κόσμο.
»Αισθάνομαι ένας από τη σκηνή. Ένας από την ομάδα που κάνει κάτι – ό,τι μπορεί- για το γλέντι όλων. Για να περάσουμε καλά. Μ’ αρέσουν οι παρέες. Όχι ο καθένας μόνος του».
O Λουκιανός Κηλαηδόνης έφυγε από τη ζωή στις 7 Φεβρουαρίου 2017.