Σε περισσότερες από 170 αίθουσες της Ελλάδας «ανοίγει» το blockbuster του καλοκαιριού, η τελευταία περιπέτεια της γνωστής εταιρείας, η οποία όμως, καθώς απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στο φανατικό κοινό της, μετατρέπεται σε κακόγουστο και ακατάληπτο αστείο για όλους τους υπόλοιπους.
Ο καταιγισμός των οπτικοακουστικών εφέ επισκιάζει κάθε άλλο στοιχείο αυτής της κενής περιεχομένου, κακοπαιγμένης ταινίας.
Βαθμολογία
5: εξαιρετική
4: πολύ καλή
3: καλή
2: ενδιαφέρουσα
1: μέτρια
0: απαράδεκτη
Deadpool & Wolverine
(ΗΠΑ, 2023)
Σκηνοθεσία: Σον Λίβι
Ηθοποιοί: Χιου Τζάκμαν, Ράιαν Ρέινολντς, Μάθιου Μακ Φέιντεν, Τζένιφερ Γουόρνερ κ.α.
Δεν χωρά καμιά αμφιβολία στο ότι όλες οι ταινίες που στηρίζονται στο περίφημο «Marvel Universe» – ελληνιστί το σύμπαν της Marvel Comics – κινούνται σε μια συγκεκριμένη συνθήκη: οι ιστορίες όλων αυτών των ταινιών είναι αποκύημα μιας αστείρευτης φαντασίας στην οποία όλα επιτρέπονται – οπότε ή την δέχεσαι και προχωράς, ή όχι και τα παρατάς. To να προσπαθήσει κανείς να αναζητήσει λογική στις ταινίες αυτές, δεν θα ήταν μόνο κάτι το ανώφελο αλλά και το ανόητο και τα εκατομμύρια των φαν των σούπερ ηρώων της Marvel τα οποία και σέβομαι, αποδεικνύουν ότι πολλοί την δέχονται. Γι’ αυτό και έχουν γυριστεί αμέτρητες πλέον ταινίες (X Men, τον Spider Man, Avengers, Iron Man, Thor, Hulk κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.)
Όμως η Marvel δεν δείχνει να σέβεται όλους τους υπόλοιπους θεατές, εκείνους που δεν είναι φαν του σύμπαντός της, αλλά πολύ πιθανόν να ενδιαφέρονταν να δουν μια τέτοια περιπέτεια, έστω από περιέργεια. Η πιο πρόσφατη ταινία του εν λόγω σύμπαντος, το «Deadpool & Wolverine» είναι ίσως το αποκορύφωμα. Πέρα από το ότι, όπως συμβαίνει πάντα και παντού, κάποια στιγμή επέρχεται ο κορεσμός – σημείο στο οποίο (κοινό μυστικό) φαίνεται ότι βρίσκεται η κινηματογραφική βιομηχανία Marvel τα τελευταία χρόνια – αυτή η ταινία μοιάζει γυρισμένη, ώστε να αφορά αποκλειστικά και μόνο όχι απλώς τους λάτρεις της Marvel, αλλά τους λάτρεις των trivia (!) της Marvel.
Έτσι λοιπόν η προσχηματική πλοκή θέλει τον πιο αδέξιο σούπερ ήρωα της Marvel, τον Deadpool (Ράιαν Ρέινολντς) να αναλαμβάνει να βρει έναν από τους πιο ηρωϊκούς, τον Λόγκαν ή Wolverine (στο μονίμως εκνευρισμένο ύφος του Χιου Τζάκμαν ενδεχομένως να αντανακλάται η απόφασή του να παίξει στην ταινία). Μαζί θα σώσουν τον κόσμο! Από τι τι ακριβώς ένας Θεός μόνο ξέρει αλλά ας το δεχτούμε για τη συνέχεια της συζήτησης. Ελα μου όμως που ο Wolverine έχει πεθάνει! Ομως όχι…!! Ο μπαγάσας μπορεί και να ζει. Τέλος πάντων, όντως ζει και μάλιστα ζουν και άλλοι Wolverine που όμως δεν είναι αυτός οπότε ότι καταλάβατε κατάλαβα. Για να μην τα πολυλογούμε ο χαζούλης ο Deadpool τον βρίσκει και πάνε μαζί να σώσουν τον κόσμο (η απειλή παραμένει θολή) κατευθυνόμενοι από έναν εγγλέζο χαρτογυακά (Μάθιου Μακ Φέιντεν) που φέρεται λες και το ‘χει απωθημένο να παίξει κακό ταινίας Τζέιμς Μποντ.
Αν έβαζαν βρέφος στην θέση των πέντε (!!) σεναριογράφων της ταινίας, ανάμεσά τους ο ίδιος ο Ρέινολντς αλλά και ο Λίβι, είμαι βέβαιος ότι το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο. Αυτός ο αφόρητος σεναριακός αχταρμάς μοιάζει να γράφτηκε από τους σεναριογράφους ενώ έκαναν skype από την τουαλέτα και επαναλαμβάνω, αδιαφορεί πλήρως, σχεδόν προσβλητικά για έναν θεατή που δεν έχει σχέση με όλον αυτόν το συρφετό μαρβελικών εσωτερικών ανεκδότων.
Διαθέτει μια πλοκή που αν δεν ξέρεις κάτι για αυτό το «σύμπαν» σου είναι κυριολεκτικά αδύνατον να καταλάβεις τι συμβαίνει. Για την ακρίβεια αισθάνεσαι βλάκας που βρίσκεσαι μέσα στην αίθουσα γιατί η ταινία γίνεται τόσο ανυπόφορα αυτοαναφορική που τελικά νιώθεις ότι ναι, ουδείς δεν σεβάστηκε το γεγονός ότι μια ταινία, ένα έργο Τέχνης, οφείλει να απευθύνεται όχι μόνο στο συγκεκριμένο φαν κλαμπ της (ακόμα και είναι εκατομμύρια οι ακόλουθοι) αλλά σε όλο το «ανώνυμο» κοινό.
Και είναι κρίμα γιατί προσωπικά είχα την περιέργεια, εγώ ο άσχετος από το σύμπαν της Marvel, να δω την ταινία. Αυτό που είδα ήταν μια πασαρέλα ασυναρτησίας που το μόνο στήριγμά της είναι το ευκολάκι των εντυπωσιακών εφέ, ψωμοτύρι πλέον στο Χόλιγουντ, όχι μόνο σε τέτοιου τύπου υπερπαραγωγές αλλά ακόμα και σε ταινίες… δωματίου. Τα εφέ δεν μπορούν να σου πουν τίποτα αν δεν στηρίζονται κάπου και το μόνο στήριγμα εδώ είναι η πλάκα του σκουπιδοτενεκέ.
Βαθμολογία: 0
Προβάλλεται σε παραπάνω από 170 αίθουσες της Ελλάδας
——————————————————-
Μητρικό ένστικτο (Mother’s Instinct)
Παραγωγή: ΗΠΑ, 2024
Σκηνοθεσία: Μπενουά Ντελόμ
Ηθοποιοί: Τζέσικα Τσαστέιν, Αν Χάθαγουεϊ, Τζος Φρανκ κ.α.
Τζέσικα Τσαστέιν, Αν Χάθαγουεϊ. Δύο βραβευμένες με Οσκαρ Αμερικανίδες ηθοποιοί, οι οποίες δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις και που συνήθως αποτελούν εγγύηση των (συνήθως δραματικών) ταινιών τους. Οπότε κοντά στου νου κι η γνώση. Μια ταινία «εποχής» (δεκαετία του 1960) με τον τίτλο «Μητρικό ένστικτο» και πρωταγωνίστριες τις παραπάνω δύο κυρίες σε ρόλους μητέρων, μοιάζει από την αρχή κερδισμένη υπόθεση.
Αλλά δεν είναι.
Ενώ στα «χαρτιά», σίγουρα όλα έδειχναν θαυμάσια, στην πράξη, η ταινία του Μπενουά Ντελόμ κουτσαίνει. Για να δούμε: ομολογουμένως το θέμα έχει αρκετό ενδιαφέρον διότι θέτει σε πρώτο πλάνο δύο μητέρες που ενώ τις γνωρίζουμε ως φίλες θα τις δούμε αργότερα σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ο γιος της μίας (Χάθαγουεϊ) σκοτώνεται σε τραγικό δυστύχημα μέσα στο σπίτι τους και ξαφνικά, η ηρωίδα της Τσαστέιν που έχει γιο στην ίδια ηλικία, θα γίνει «στόχος» της φίλης της που δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο της.
Αυτός λοιπόν ο παράξενος, δυσάρεστος και καθόλου απίθανος ψυχολογικός πόλεμος που θα ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο γυναίκες/ μητέρες, ενώ έχει όλες τις προδιαγραφές για κάτι πραγματικά αξέχαστο, δεν ξεφεύγει από τα επίπεδα του απλώς ευπρεπούς. Η μια σκηνή διαδέχεται την άλλη και παρ’ όλ’ αυτά νομίζεις ότι η ταινία δεν… προχωρεί. Γιατί η ταινία δεν έχει ρυθμό, δεν τρέχει παρά περπατάει – και μάλιστα χωλαίνοντας. Ενίοτε θυμίζει αμερικανική τηλεταινία ρουτίνας της δεκαετίας του 1970, εντελώς παλαιομοδίτικη και σε σημεία βαρετή.
Δεύτερον η αντιμετώπιση των δύο βασικών ηρωίδων από τις διάσημες ηθοποιούς που τις υποδύονται, σου δίνει την εντύπωση ότι στο μυαλό τους κυριαρχεί μία και μόνο σκέψη: «τώρα πάω για Οσκαρ!». Με άλλα λόγια «παίζουν» δεν «είναι», δουλεύουν τους ρόλους τους μηχανικά, σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, δεν νοιώθουν. Επομένως το μόνο που τελικά υπάρχει είναι το ίδιο το θέμα, θέμα δυνατό και αιώνιο, η μάνα, ο πόνος, η απώλεια, η γυναικεία ζήλεια όλα αυτά που «σηκώνουν» συζήτηση, για παράδειγμα στον κύκλο προβολών «Σινεμά και Ψυχανάλυση» που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής και με την υποστήριξη της Ακαδημίας Κλινικών Σπουδών της Αθήνας.
Βαθμολογία: 2
ΑΘΗΝΑ: ΔΕΞΑΜΕΝΗ – ΣΙΝΕ ΠΑΡΙ – ΦΙΛΟΘΕΗ – ΧΛΟΗ – ΛΙΛΑ – ΕΛΛΗΝΙΣ – ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ – ΑΕΛΛΩ – ΦΙΛΙΠ – ΑΜΥΝΤΑΣ – ΣΙΝΕ ΠΕΡΑΝ – ΑΛΟΜΑ – ΑΚΤΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ – ΚΟΡΑΛΛΙ ΣΑΡΩΝΙΔΑ – ΜΑΡΙΕΛ ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ – ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE – ΟΛΑ ΤΑ OPTIONS ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΛΕΞ – OPTIONS κ.α.
——————————————————-
Επίσης
Το ζήτημα της μητρότητας σε συνδυασμό με την απώλεια διαπερνά με πολύ διαφορετικό αν και κάπως παρατραβηγμένο σεναριακά τρόπο και την ταινία «Τίγρης» (Tigre, Ρουμανία, 2023), της οποίας η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια κωμόπολη της Τρανσυλβανίας. Παλμός της ταινίας είναι ο αγώνας μιας κτηνιάτρου (Καταλίνα Μόγκα) να έρθει ξανά σε ψυχική ισορροπία ενώ βιώνει τον θάνατο του νεογέννητου μωρού της. Η προσπάθειά της να σώσει μια πανέμορφη τίγρη που εξαιτίας της ιδίας έχει δραπετεύσει από τον ζωολογικό κήπο της πόλης και θεωρείται απειλή των πολιτών, μοιάζει με ανάγκη για λύτρωση, εξιλέωση και ελευθερία, όσο και αν ο συνδυασμός των δύο θεμάτων δεν είναι πάντα αρκετά πειστικός (να σημειωθεί ότι το σενάριο του φιλμ είναι βασισμένο σε πραγματικό περιστατικό δραπέτευσης τίγρεως από των ζωολογικό κήπο του Βουκουρεστίου). Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα αξιοπρόσεκτο ντεμπούτο του νέου σκηνοθέτη Αντρέι Τανάσε στην μεγάλου μήκους σκηνοθεσία και μάλιστα έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα πέρσι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Βαθμολογία: 2
ΑΘΗΝΑ: ΤΡΙΑΝΟΝ
——————————————————-
Επανεκδόσεις
Ο κανόνας του παιχνιδιού (La regle de jeu, Γαλλία, 1939)
Σινεφίλ γεγονός της εβδομάδας είναι η επαναπροβολή της αριστουργηματικής κοινωνικής σάτιρας του Ζαν Ρενουάρ στην οποία ένας ριψοκίνδυνος πιλότος, δυστυχής γιατί η αγαπημένη του είναι παντρεμένη με έναν ερωτύλο μαρκήσιο συλλέκτη μουσικών κουτιών, θα βρεθεί στον πύργο του μαρκήσιου όπου έχει συγκεντρωθεί ένα μικρό πλήθος μπουρζουάδων για κυνήγι. Κατά την διάρκεια της συγκέντρωσης, βγαίνουν στην επιφάνεια ανολοκλήρωτα πάθη, ανομολόγητοι έρωτες, μυστικά και ψέματα…
Ο Ρανουάρ μας έδωσε μια από τις ομορφότερες ταινίες στην Ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που είναι και η καλύτερή του. Αιχμαλωτίζει για πάντα στο χρόνο σε μια αυθεντική, απρόβλεπτη δημιουργία που δεν έχει χάσει καθόλου από την φρεσκάδας της. Ένα απολαυστικό μείγμα κωμωδίας, τραγωδίας, μελοδράματος, φάρσας, παρελθόντος αλλά και παρόντος καθώς γυρίστηκε λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου «προβλέποντας ακριβώς τον επερχόμενο τρόμο» όπως σημείωσε για την ταινία ο Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς. Αν δεν την έχετε δει και αγαπάτε το σινεμά, δεν πρέπει να την χάσετε. Αν την έχετε δει είναι βέβαιο ότι θα την αγαπήσετε ξανά. Παίζουν οι Μαρσέλ Νταλιό, Νόρα Γκρέγκορ, Ρολάν Τουτέν αλλά και ο ίδιος ο Ζ. Ρενουάρ.
Βαθμολογία: 4
ΑΘΗΝΑ: ΒΟΞ
——————————————————-
Όλα για τη μητέρα μου (Todo sobre mi madre, Ισπανία, 1999)
Στο αριστούργημα του Πέδρο Αλμοδόβαρ που επαναπροβάλλεται σε ανακαινισμένη κόπια, μια μητέρα (Σεσίλια Ροθ) αναζητά τα ίχνη του πατέρα του γιού της, ύστερα από τον θάνατο του τελευταίου σε τροχαίο. Η αναζήτηση όμως, επιφυλάσσει εκπλήξεις στην καλύτερη δημιουργία του Πέδρο Αλμοδόβαρ που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του προς το κλασικό αμερικανικό μελόδραμα των δεκαετιών 1940 και 1950, όπου οι γυναίκες και κατά προέκταση οι ηθοποιοί που τις ενσάρκωσαν, είχαν κυρίαρχο ρόλο. Ακόμα και στις ακραίες σατιρικές κωμωδίες του το είδος αυτό έχει παρουσία.
Πόσο μάλλον εδώ, όπου μέχρι και ο τίτλος, «Όλα για τη μητέρα μου», είναι μια σαφής παραπομπή στο «Όλα για την Εύα» (1950) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, αρχετυπικό μελόδραμα του Χόλιγουντ πάνω στη σχέση της ηθοποιού με το θέατρο και κατά προέκταση τη ζωή. H Μαρίσα Παρέδες υποδύεται μια ηθοποιό του θεάτρου στην ταινία που διόλου τυχαία είναι αφιερωμένη σε όλες τις μητέρες του κόσμου, αλλά και σε όλες τις ηθοποιούς που έπαιξαν ρόλους ηθοποιών. Συμπρωταγωνιστεί η Πενέλοπε Κρουζ και είναι πραγματικά θαυμάσια.
Βαθμολογία: 4
ΑΘΗΝΑ: ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΑΔΑΣ
——————————————————-
Ουγκέτσου Μονογκατάρι (Ugetsu monogatari, Ιαπωνία, 1954)
Το αφιέρωμα της NEW STAR στον κλασικό ιαπωνικό κινηματογράφο που διαρκέσει ως τον Οκτώβριο με την προβολή 17 συνολικά ταινιών συνεχίζεται με το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» – κατά λέξη «Η ιστορία της υγρής, θολής σελήνης» – που αναγνωρίζεται ως η επιτομή του έργου του σκηνοθέτη Κέντζι Μιζογκούτσι (1898-1956). Στη ταινία συμπυκνώνεται η αισθητική θέση του σκηνοθέτη απέναντι στον κινηματογράφο: είναι μεν μια «ιστορία φαντασμάτων» αλλά στην ουσία (όπως όλες οι δημιουργίες του Μιζογκούτσι) βουτηγμένη στην πιο αμείλικτη πραγματικότητα: μιλά για τα πάθη, τα όνειρα και τη μοίρα των ανθρώπων, μια «ομηρική» περιπέτεια για την πίστη και την αυταπάρνηση που υμνήθηκε από τα Cahiers du Cinema, με τους Ζαν Λικ Γκοντάρ και Ερίκ Ρομέρ να ανακαλύπτουν έναν σκηνοθέτη κλασικό της τέχνης του σινεμά, στην παράδοση των Καρλ Ντράγιερ, Ινγκμαρ Μπέργκμαν και Ντ. Γ. Γκρίφιθ (οι ταινίες του Μιζογκούτσι που επίσης εμπεριέχονται στο αφιέρωμα είναι ο «Επιστάτης Σάνσο» που έχει προβληθεί και οι «Σταυρωμένοι εραστές» που θα προβληθεί μελλοντικά). Παίζουν: Μασαγιούκι Μόρι, Ματσίκο Κίο.
Βαθμολογία: 4
ΑΘΗΝΑ: ΑΤΕΝΕ