Κι όμως μέσα από τα διεισδυτικά μάτια, κάτω από την χαρακτηριστική σατέν φράντζα στο μέτωπο, προσωποποιημένος ο θεσμός της Προέδρου της Δημοκρατίας αναδεικνύει το πρόσωπο: την κυρία Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Την περασμένη Παρασκευή, στο αρχαιολογικό Μουσείο της Μυκόνου είχα την χαρά να της σφίξω το χέρι για δεύτερη φορά. Είχα διακρίνει προηγουμένως την ομιλία της από τους προλαλήσαντες.
Η δική της αναφορά στον Αλμπέρ Καμύ για την Δήλο, όσο και η ανάγνωση μιας παραγράφου περί θεών και αδύναμων ανθρώπων από ένα βιβλίο της συμπατριώτισσάς μου Μέλπως Αξιώτη, με έκαναν να σκεφτώ ότι η Κατερίνα είναι δικός μας άνθρωπος. Κι ότι πέραν του αν είναι περισσότερο η λιγότερο «αριστερή», αν έχει καλώς ή κακώς «γιορτάσει» μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα -εν γνώσει μάλιστα των «συνεπειών» ως προς την «αποδοχή» της αύριο-μεθαύριο από τους δεξιούς (ελπίζω, όχι από τον Μητσοτάκη) κι αν, επιπλέον, έχει «πειράξει» κάπως το πρωτόκολλο της φρενίτιδας των επίσημων μετακινήσεών της, η ευγενική, διαβασμένη, Πρόεδρος είναι η ίδια η ετυμολογία του προσώπου της: «προς – όψη» (από το ουσιαστικο «ώψ»). Είναι δηλαδή η ίδια το «πρόσωπο με πρόσωπο» που δηλώνει την ουσία της Δημοκρατίας.
Είναι ζήτημα χαρακτήρα, θαρρώ, να είναι κανείς διαρκώς πρόσωπο-σπαθί. Ο βίος και η πολιτεία του να μην είναι δικαιολογία συλλογής αξιωμάτων. Να λειτουργεί στραμμένος συνεχώς προς κάτι το υψηλό.
Ταγμένος σε αυτό, υπερασπιστής του, διεκδικητής του μεγάλου σχήματος της λογικής.
Και είναι θέμα καλού γούστου -άρα και ζήτημα ηθικής- να μας «αρέσει» αυτή η Πρόεδρος.
Κι αν είναι μαζί της «να ανέβουμε λίγο ψηλότερα», ε, λοιπόν αυτό το «ψη» (ψηλότερα) του Σεφέρη, εμείς επιμένουμε να το γράφουμε με «ήτα» αφήνοντας το «γιώτα » για την «ψιλή κυριότητα» της ζωής μας που την παραχωρήσαμε εκόντες στους καπάτσους. Διότι εμείς έχουμε την επικαρπία αυτής της ζωής και αυτοί τα αποκαΐδια της.
Η δόξα, γράφει ο Σιοράν, κερδίζει από τις ελλείψεις μας.
Είμαι βέβαιος ότι και για τον χαρακτήρα της Κατερίνας Σακελλαροπούλου η φιλοδοξία δεν είναι παρά ένα ελεγχόμενο μειονέκτημα -όπως άλλωστε και για τον Σιοράν που απέφευγε να βγαίνει από την κάμαρά του ή, και για μένα, που μπαινοβγαίνω γκρινιάζοντας .
Η Κατερίνα αλώνιζε πάντα τα νησάκια μας. Και πώς συνέβη -βλέποντάς την προχθές να εξέρχεται από το σύγχρονο ταχύπλοο της Δήλου- με ένα déjà vu, είδα πάλι εκείνη την μικρή Εισηγήτρια στο ΣτΕ, με το σακίδιο στην πλάτη, στην δεκαετία του ογδόντα, μούσκεμα από το μελτέμι, να βγαίνει ενθουσιασμένη στον παλιό μόλο από το καΐκι του Γιάννη του ‘Ανακτα, τότε που βλέπαμε ακόμη τα μάρμαρα και τον ήλιο, πριν κατέβουμε γενικώς χαμηλότερα, παρά το δεδικασμένο της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη.