Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» ανοίγει τον φάκελο εγκλημάτων που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία και άφησαν το σημάδι τους στην πρόσφατη εγκληματολογική ιστορία της χώρας, είτε λόγω των στοιχείων των εγκλημάτων που διαπράχθησαν είτε λόγω της ταυτότητας δραστών και θυμάτων.
Είναι Τετάρτη πρωί της 28ης Απριλίου 1993. Μια 54χρονη γυναίκα βρίσκεται δακρυσμένη στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας.
«Ο Θεός το άδικο δεν το θέλει»
«Εγώ δεν έκανα τίποτα, δεν έκανα τίποτα», λέει και ξαναλέει κλαίγοντας «Ο Θεός το άδικο δεν το θέλει. Εγώ αρνούμαι την κατηγορία».
Είναι η Μαρία Σαμπανιώτη και είναι το κεντρικό πρόσωπο ενός θρίλερ που εξελίχθηκε το απόγευμα του Σαββάτου 18 Ιανουαρίου 1992 στο Περιστέρι.
Το Σάββατο εκείνο θα έπρεπε να ήταν σαν όλα τα άλλα για τις οικογένειες Σαμπανιώτη, Κληματσά και Μουστοπούλου. Οι τρεις οικογένειες είχαν μεταξύ τους καλές σχέσεις και η Σαμπανιώτη έχοντας παραλάβει λίγες ημέρες πριν, από τον πατέρα της από την Καστοριά, 80 κιλά αλεύρι, έφτιαξε αρκετή ζύμη για τηγανόψωμα και όπως συνήθιζε να κάνει συχνά προσέφερε ζύμη και στις δύο οικογένειες.
Το άκουσμα και μόνο της λέξης «τηγανόψωμα» αρκεί για να φέρει στη μνήμη πολλών μία από τις πιο σοκαριστικές εγκληματολογικές υποθέσεις της δεκαετίας του ’90.
Το μεσημέρι του της 18ης Ιανουαρίου, οι δύο οικογένειες έφαγαν, η κάθε μία ξεχωριστά, το κέρασμα της Σαμπανιώτη. Λίγο αργότερα όλα θα έπαιρναν μια δραματική πορεία.
Στην εντατική
Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 20ης Ιανουαρίου 1992:
«Γύρω στις 4 το απόγευμα η 46χρονη Ειρηνή Κλιματσά και ο 24χρονος γιος της Αντώνης, άρχισαν να παραλύουν μέχρι που έπεσαν σε κώμα. Μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πειραιώς, όπου οι γιατροί τούς οδήγησαν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
»Όπως είπαν οι γιατροί σε συγγενείς τους, λίγη ώρα πριν είχαν μεταφερθεί και άλλοι πέντε ασθενείς από το Περιστέρι: ο 60χρονος Θεόδωρος Μουστόπουλος, η 56χρονη γυναίκα του Ελένη, ο 33χρονος γιος τους Κώστας και δύο φιλοξενούμενοί τους, ο 30χρονος Σουλτάν Παγκιόφ Μουράτ και ο 30χρονος Ιωάννης Μουράτ, με τα ίδια ακριβώς συμπτώματα.
Κοινά στοιχεία
»Η κατάσταση των ασθενών ήταν πολύ κρίσιμη και οι γιατροί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να τους κρατήσουν στη ζωή. (…) Τα κοινά σημεία όλων των ασθενών, εκτός από το ότι είχαν τα ίδια συμπτώματα, ήταν ότι κατοικούσαν στην ίδια περιοχή: στην οδό Κλεάνθους 4 η οικογένεια Κλιματσά και στην οδό Υψηλάντου 48 η οικογένεια Μουστοπούλου, στο Περιστέρι.
»Κατά την προανάκριση οι αστυνομικοί (…) διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς είχαν φάει ψωμί από ζύμη που τους είχε στείλει μια άλλη γειτόνισσα, η Μαρία Σαμπανιώτη. Το κλειδί της υπόθεσης της δηλητηρίασης βρίσκεται στη ζύμη.
(…)
»Ένας από τους γιατρούς του Γενικού Κρατικού Πειραιώς είπε: “Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα από γεωργικό φάρμακο”
Tα ενδεχόμενα
»Από την Αστυνομία εξετάζονται τα εξής ενδεχόμενα: Το αλεύρι να περιείχε ποσότητα από κάποιο γεωργικό φάρμακο, όπως παραθείο ή στρυχνίνη, που βρίσκεται στο ποντικοφάρμακο.
»Δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο να υπήρχε κάποιο φάρμακο στα άλλα συστατικά της ζύμης».
Ισχυρισμοί και μαρτυρίες
»Ο άνδρας της [Σαμπανιώτη] είπε: “Η γυναίκαι μου ζύμωσε και έδωσε και στις γειτόνισσες. Δεν μπορώ να ξέρω τι έγινε”.
»Ο πατέρας της Σαμπανιώτη, Κώστας Τοκαλίδης, είπε ότι έστειλε ένα σακί με αλεύρι στην κόρη του, πριν από ένα μήνα, με το ΚΤΕΛ. Ακόμα είπε χαρακτηριστικά ότι το χρησιμοποιεί το αλεύρι αυτό και η οικογένειά του στην Καστοριά, “και δεν έχουν πάθει τίποτα”.
»Ο σύζυγος της Ειρήνης Κλιματσά που έπαθε κι αυτή όπως και ο γιος της δηλητηρίαση μας λέει: “Είχαμε φάει για μεσημέρι και ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε. Γύρω στις 4.00 ήρθε ένας επισκέπτης. Ο γιος μου αισθάνθηκε αδιαθεσία. Μετά από λίγο τα ίδια συμπτώματα παρουσίασε και η γυναίκα μου”.
Η Σαμπανιώτη είχε καταθέσει νωρίτερα στην Αστυνομία πως δεν γνώριζε τίποτα και επέστρεψε στο σπίτι της, λίγο πριν τα μεσάνυχτα όμως της 22ας Ιανουαρίου. Η αστυνομία της χτύπησε την πόρτα.
«Χημική ουσία που υπάγεται στην ίδια κατηγορία ενώσεων με το παραθείο βρέθηκε στη ζύμη που προκάλεσε δηλητηρίαση σε 7 άτομα το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, στο Περιστέρι. (…)
»Άνδρες του τμήματος λίγο πριν τα μεσάνυχτα συνέλαβαν την Μαρία Σαμπανιώτη που είχε δώσει τη ζύμη για τηγανόψωμα στους γείτονές της.
»(…) Τόσο στο ψωμί που έφαγαν τα 7 άτομα, όσο και στη ζύμη που είχε κατασχεθεί στο σπίτι της Σαμπανιώτη, “ανευρέθη ουσία η οποία έχεις τις παραμέτρους ορθο-θείου και φωσφωρικών εστέρων. Στην κατηγορία αυτή – επισημαίνεται στην έκθεση – υπάγεται μεγάλος αριθμός ενώσεων, μεταξύ των οποίων το παραθείο, μελαθείο κ.λπ”.
» (…) Και οι επτά (σ.σ. γείτονες) νοσηλεύονται σε διάφορα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου και έως χθες η κατάστασή τους παρέμενε κρίσιμη.
Οι κατηγορίες
Τελικά στη Σαμπανιώτη απαγγέλθηκε η κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή καθώς «η ζύμη που χρησιμοποιήθηκε για τα τηγανόψωμα περιείχε παραθείο μελαθείο και άλλες βλαπτικές ουσίες”
Η Σαμπανιώτη που κρίθηκε προφυλακιστέα δήλωσε «Αυτός που έριξε το παραθείο στο αλεύρι ήθελε να δηλητηριάσει την οικογένειά μου. Εγώ δεν είχα σκοπό να κάνω κακό σε κανέναν».
Θύματα
Η υπόθεση πήρε τραγικότερη τροπή όταν ανακοινώθηκε πως ένα από τα επτά άτομα που νοσηλεύονταν σε σοβαρή κατάσταση, απεβίωσε.
«Έχασε τη μάχη με το θάνατο, ο 60χρονος Θεόδωρος Μουστόπουλος, ένας από τους επτά κατοίκους Περιστερίου (…) Σε κρίσιμη κατάσταση εξακολουθεί να παραμένει η Ειρήνη Κλιματσά και ο 27χρονος γιος της Αντώνης».
Δυστυχώς, ούτε η 46χρονη Κλιματσά, ούτε ο 27χρονος γιος της θα τα καταφέρουν. Έχασαν και εκείνοι τη μάχη με τον θάνατο, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1992 αντίστοιχα.
Η δίκη
Η πρώτη φορά που κάθησε στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου η Σαμπανιώτη ήταν στις αρχές Απριλίου του 1993, η κατηγορία λόγω των τριών θανάτων είχε αναβαθμιστεί σε «τρεις ανθρωποκτονίες από πρόθεση και απόπειρα ανθρωποκτονίες εις βάρος τεσσάρων ατόμων».
Εκεί αρνήθηκε τις κατηγορίες δηλώνοντας:
“Δεν είμαι φόνισσα. Επτά χρόνια τους έδινα ζύμη για τηγανόψωμα. Όπως τη ζύμωνα πάντα τη ζύμωσα και τότε»
Και άκουσε τους επιζώντες και συγγενείς των θυμάτων να την αποκαλούν «φαρμακούλα» κατηγορώντας την ότι «δώρησε το θάνατο με το δηλητήριο που ύπουλα και σατανικά είχε θέσει στη ζύμη.
Ύστερα από διακοπή, που ζήτησε η υπεράσπιση και έγινε δεκτή από το δικαστήριο, η δίκη συνεχίστηκε στις 28 Απριλίου του 1992.
Το κίνητρο
Σύμφωνα με όλους τους μάρτυρες κατηγορίας «η αιτία του κακού (…) ήταν το γεγονός ότι οι οικογένειες Κληματσά και Μουστοπούλου ήταν αντίθετες στο γάμο της κόρης της κατηγορουμένης με τον Κων. Μουστόπουλο, γιο του ζεύγους Μουστόπουλου.
Η απολογία
»Εκείνη την ημέρα, έφτιαξα τη ζύμη, όπως κάθε φορά τα τελευταία χρόνια. Τη μοίρασα στις φίλες μου, γιατί είχα να κάνω πολλές δουλειές και δεν προλάβαινα να τη χρησιμοποιήσουν όλη. Λυπάμαι γι’ αυτούς που έφυγαν αλλά δεν ευθύνομαι εγώ.
»Λίγη ώρα νωρίτερα, καταθέτονας οι δύο κόρες της Μαρίας Σαμπανιώτη, Χριστίνα και Ελισάβετ, έπεσαν σε αντιφάσεις, γεγονός που δεν έμεινε απαρατήρητο από την πλευρά της πολιτικής αγωγής.
»Η μεγαλύτερη κόρη της Χριστίνα κατέθεσε στο δικαστήριο ότι, όταν ξύπνησε γύρω στις 9.30 π.μ., η μητέρα της έφτιαχνε τη ζύμη, παρουσία της φίλης της κ. Αγ. Κοασίδου.
»Αντίθετα, η μικρότερη αδελφή της κατέθεσε με τη σειρά της ότι η Μ. Σαμπανιώτη παρασκεύασε τη ζύμη γύρω στις 11,00 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1992.
»Ωστόσο, η κ. Αγάπη Κοασίδου είχε πει ότι την ημέρα που φέρεται ότι παρασκευάστηκαν τα δηλητηριασμένα τηγανόψωμα, η ίδια βρισκόταν στο σπίτι της κόρης της στην Κόρινθο».
Ο εισαγγελέας
Ο εισαγγελέας Σταύρος Μαντακιοζίδης ζήτησε την ενοχή της κατηγορούμενης.
«Η Μαρία Σαμπανιώτη θυμίζει τη Φραγκογιαννού από το διήγημα “Η φόνισσα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
» “Όπως τότε, έτσι και σήμερα, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας εξωτερίκευε όλο το μίσος που έκρυβε στην ψυχή της”, είπε ο εισαγγελέας, ο οποίος μίλησε για έγκλημα πάθους. Το κίνητρο; Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν η άρνηση των οικογενειών Ειρήνης Κληματσά και Ελένης Μουστοπούλου να δεχθούν για νύφες τους τις δύο κόρες της Μαρίας Σαμπανιώτη.
»“Το όχι αυτό η κατηγορούμενη δεν το συγχώρησε ποτέ – πρόσθεσε ο κ. Μαντακιοζίδης – και στις 18 Ιανουαρίου 1992 το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η Παρασκευή της περιβόητης ζύμης”.
»Σκιαγραφώντας τον ψυχικό κόσμο της κατηγορουμένης ο εισαγγελέας επισήμανε ότι “πρόκειται για μια ισχυρή προσωπικότητα, που οικοδόμησε την οικογένειά της πάνω σε μητριαρχικές αρχές. Δεν δίστασε να ενοχοποιήσει άλλους δικούς της ανθρώπους, ακόμη και την ίδια της την κόρη”.
»Και ο εισαγγελέας κατέληξε: “Είναι φαινομενικά αθώα, αλλά αν αφεθεί ελεύθερη μπορεί να αποτελέσει μεγαλύτερο κίνδυνο και από τον ίδιο τον Β. Ρωχάμη (σ.σ. διαβόητος κακοποιός της εποχής εκείνης). Από εκείνον ξέρεις να φυλαχθείς. Από τη Μ. Σαμπανιώτη όμως, όχι. Να την κηρύξετε λοιπόν ένοχη, γιατί εξολόθρευσε δύο οικογένειες”».
H απόφαση
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν τόσο βαριά όσο βαρύ ήταν και το έγκλημα που διέπραξε:
«Είναι ίσως η μοναδική γυναίκα κατηγορούμενη που στα νεώτερα εγκληματολογικά χρονικά έχει καταδικαστεί τρεις φορές σε ισόβια και σε 25 χρόνια κάθειρξη. (…) Οι δικαστές του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας την έκριναν ένοχη κατά πλειοψηφία (6-1) για τρεις ανθρωποκτονίες και τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονιών.
»(…) Έκριναν μάλιστα, ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια και δεν αναγνώρισαν κανένα ελαφρυντικό, ούτε ακόμη του πρότερου έντιμου βίου.
“Να μου κάνετε τον ορό της αλήθειας, να δείτε ότι εγώ δεν σας λέω ψέματα”, φώναζε κλαίγοτας.
Τέσσερα, περίπου, χρόνια αργότερα, το εφετείο δεν μείωσε την πρωτόδικη ποινή, η Σαμπανιώτη κατέθεσε αίτηση αναίρεσης και πέτυχε επανάληψη της δίκης σε δεύτερο βαθμό τον Οκτώβριο του 2000, όμως και πάλι, το δικαστήριο δεν μείωσε ούτε ημέρα από την ποινή.
Τελικά, πάντως, το 2011, ύστερα από 19 χρόνια φυλάκισης κάνοντας χρήση των ευνοϊκών όρων του νόμου(σ.σ. είχε ξεπεράσει το 65ο έτος της ηλικίας της και είχε καταγράψει και πολλές ώρες εργασίας στις φυλακές) η Σαμπανιώτη αποφυλακίστηκε.