Την πρωτόδικη ποινή της κάθειρξης των 13 ετών επικύρωσε το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας στον 40χρονο προπονητή ιστιοπλοΐας που κρίθηκε ένοχος για κατάχρηση της ανήλικης αθλήτριας Αμαλίας Π. σε ασέλγεια το διάστημα 2010 έως το 2013. Ταυτόχρονα κηρύχθηκε αθώος για τον βιασμό ομόφωνα και για ακόμα μια πράξη βιασμού κατά πλειοψηφία, με την πρόεδρο του δικαστηρίου να έχει την άποψη ότι έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος.

Με την απόφαση του Εφετείου έπεσε η αυλαία της πρώτης δίκης για το ελληνικό #metoo. Οι δικαστές μετά από ενδελεχή διαδικασία δεν αναγνώρισαν στον κατηγορούμενο κανένα ελαφρυντικό, όπως και πρωτόδικα, παρά την αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα της έδρας.

Η ετυμηγορία του δικαστηρίου που απαγγέλθηκε χωρίς την παρουσία της αθλήτριας προκάλεσε -όπως ήταν αναμενόμενο- εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα στις δύο πλευρές.

Η πρόεδρος του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας Σοφία Λιγνού ανακοίνωσε από έδρας και ένα σύντομο σκεπτικό για τη μη αναγνώριση ελαφρυντικών επισημαίνοντας ότι «πρόκειται για μακροχρόνια περίπτωση γενετήσιων πράξεων με ανήλικο. Ο κατηγορούμενος δεν μετάνιωσε. Έλεγε ότι μετάνιωσε, αλλά μετά έβαζε ένα «αλλά», δηλαδή δικαιολόγησε τον εαυτό του».

Το σκεπτικό για την αθώωση του 40χρονου

Νωρίτερα, η δικαστική λειτουργός απευθυνόμενη και στις δύο πλευρές ανέπτυξε και το σκεπτικό της απόφασης για την ενοχή και την απαλλαγή του κατηγορούμενου που οδηγήθηκαν τακτικοί δικαστές και ένορκοι αποτιμώντας το σύνολο του αποδεικτικού υλικού.

«Ο βιασμός μάς απασχόλησε ιδιαίτερα. Οι πράξεις αυτές δεν γίνονται ποτέ όταν είναι άλλοι μπροστά, είναι πράξεις που γίνονται κρυφά, ο δράστης είναι μόνος του με το θύμα. Πώς θα βγάλουμε λοιπόν εμείς ότι έγινε πράξη χωρίς άλλο μάρτυρα; Έχουμε τον λόγο του ενός εναντίον του άλλου. Δεν έχουμε ιατροδικαστικές εκθέσεις ή ψυχολογικές εκτιμήσεις, αλλά μόνο αυτό που λένε ο ένας και ο άλλος» ανέφερε η πρόεδρος.

Συνέχισε δε λέγοντας: «Έχουμε έναν κατηγορούμενο που από την πρώτη στιγμή σχεδόν λέει τα ίδια πράγματα και την παθούσα, που κατά τις καταθέσεις της, μπερδεύεται ως προς το χρόνο ή τον τόπο. Πιστεύουμε ότι κανείς δεν λέει την πλήρη αλήθεια. Κάθε αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορούμενου στο δίκαιο μας και όταν γίνεται μια δίκη ο κατηγορούμενος είναι στη «γωνία». Πρέπει να το κάνουμε αυτό σε κάθε δίκη γιατί δεν ξέρουμε ποτέ θα βρεθούμε εμείς στην ίδια θέση. Και πρέπει αν το διαφυλάττουμε αυτό, πρέπει να είμαστε απολύτως βέβαιοι για να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο».

Μετά το τέλος της δίκης ο κατηγορούμενος επέστρεψε πίσω στη φυλακή.