Μια δροσερή, θαλασσινή «Καλημέρα» μας απευθύνει σήμερα ο Αρκάς καθώς με το σκίτσο του μας μεταφέρει στη θάλασσα όπου όλοι θα θέλαμε να είμαστε αυτές τις ζεστές ημέρες.

Εκεί βρίσκεται και ο αγαπημένος του Θανασάκης. Βουτά στη θάλασσα και αναζητά λίγη δροσιά ώστε να ανταπεξέλθει στις συνθήκες καύσωνα που επικρατούν.

Ομως δεν είναι μόνος. Μαζί του και ένα μέλος της θαλάσσιας κοινότητας. Μία μέδουσα, η ύπαρξη της οποίας δε φαίνεται να τον βρίσκει σύμφωνο. Ετσι, της εκφράζει τη δυσαρέσκειά του και της ζητά να φύγει απ’ εκεί με την απολυτότητα, την απαίτηση και την αίσθηση της ιδιοκτησίας του ανηλίκου που είναι και εκπροσωπεί.

– Τόθη θάλαθα έχει, ρε παιδιάκι μου, γιατί ήρθεθ εδώ που είμαι εγώ; Να θηκωθείθ να φύγειθ, εδώ είναι δικό μου μέροθ!
– Θανασάκη, σε ποιον μιλάς; ακούγεται από το βάθος η φωνή της μητέρας του
– Με μια μέδουθα! της απαντά
– Θεέ μου!…Βγες αμέσως έξω! του λέει η μητέρα του τρομοκρατημένο, φοβούμενη μήπως η μέδουσα τσιμπίσει τον Θανασάκη για να εισπράξει τη φοβερή του απάντηση που μας χάρισε πρωί -πρωί το γέλιο.
-Τι μαθ λεθ!… Να βγει αυτή!