Τα αθλητικά γεγονότα δικαίως θεωρούνται η κορυφαία μορφή «reality show» και πολύ συχνά δίνουν αφορμές για πολιτικούς συμβολισμούς. Κάπως έτσι, έπειτα από την κατάκτηση του Euro από την Ισπανία, την περασμένη Κυριακή, δεν έλειψαν κι εδώ οι αντίστοιχες απόπειρες. Διατρέχοντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάπου πέτυχα ένα tweet που επεσήμαινε πως από το 2004 και εξής ο τίτλος πηγαίνει σε χώρες του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα), σε αυτές δηλαδή που το ίδιο διάστημα υπέστησαν την οικονομική και πολιτική πίεση των τεχνοκρατών των Βρυξελλών, τα περίφημα PIGS, για να μην ξεχνιόμαστε. Το ποδοσφαιρικό γήπεδο μοιάζει έτσι να αποτελεί τον χώρο εκδίκησης των υποτελών, ένα παράλληλο σύμπαν όπου η δύναμη αλλάζει κατεύθυνση.
Κάποιος κακεντρεχής θα μπορούσε να πει ότι αυτή η αλλαγή δύναμης βέβαια είναι συμβολική και δεν κατορθώνει παρά να απαλύνει εντέλει την οργή για την αρχική ασυμμετρία. Ξέρετε, το ποδόσφαιρο ως όπιο του λαού κ.λπ. Από την άλλη, πολλές φορές το συμβολικό πετυχαίνει να πάρει την εκδίκησή του, αρκεί να θυμηθούμε το περιβόητο «χέρι του Θεού», με το οποίο ο Μαραντόνα «εκδικήθηκε» τους Αγγλους για τα Φόκλαντ.
Για όποιον και όποια αρέσκεται σε τέτοιους συμβολισμούς η ημερολογιακή ολοκλήρωση του φετινού Euro προσφέρεται για (επιπλέον) γόνιμες σκέψεις. Την Κυριακή, φερ’ ειπείν, ήταν η επέτειος της πτώσης της Βαστίλης, μια κομβική στιγμή όχι μόνο για τη Γαλλική Επανάσταση αλλά και για τον τρόπο που σταδιακά δομήθηκε η ιδέα του έθνους στην Ευρώπη. Αν η συγκρότηση του γραφειοκρατικού υπόβαθρου των σημερινών κρατών κατάγεται από την αυτοκρατορική διάρθρωση της ευρωπαϊκής ηπείρου που ακολούθησε τον κατακερματισμό της φεουδαρχίας, η πίστη στην ιδέα του έθνους χρωστά πολλά στην επαναστατική ορμή του 1789, που έκανε πλέον τους πολίτες συνειδητά μέλη της πολιτικής κοινότητας.
Αυτή η πίστη βοήθησε στη συγκρότηση του ομογενοποιημένου έθνους-κράτους που γνωρίζουμε. Οι πρακτικές επιπτώσεις αυτής της ομογενοποίησης είναι πλέον γνωστές: οι τοπικές και μειονοτικές διαφορετικότητες ωθήθηκαν στην εξαφάνιση και καταπιέστηκαν στη σιωπή. Η εθνική ταυτότητα μισεί εξάλλου τις αποχρώσεις, γνωρίζει μόνο χρώματα με καθαρά περιγράμματα. Και πάνω σ’ αυτά τα καθαρά περιγράμματα φτιάχτηκαν τα λάβαρα και τα πανό των αθλητικών εθνικών αναμετρήσεων.
Ποτέ όμως αυτές οι διαδικασίες δεν είναι πλήρεις. Οι δύο φιναλίστ του τελικού το ξέρουν αυτό από πρώτο χέρι: Καταλανοί, Βάσκοι, Σκωτσέζοι, Ιρλανδοί αναπτύσσουν εθνικές ταυτίσεις που ξεπερνούν τις ομογενοποιητικές βλέψεις των άλλοτε αυτοκρατορικών Ισπανίας και Ηνωμένου Βασιλείου. Πέρα από αυτό, ωστόσο, πιο σημαντικό για τις μετατοπίσεις στον τρόπο που το έθνος αντιλαμβάνεται τις ομάδες του είναι η πολυπολιτισμική διάσταση που πλέουν έχουν. Μετανάστες, παιδιά των αποικιών, ταλέντα από περιθωριακές ομάδες «μπερδεύουν» τις συνθέσεις και δημιουργούν ένα ιδιότυπο κοκτέιλ που ενώ περιέχει τα πιο μοντέρνα συστατικά σερβίρεται στο κλασικό ποτήρι του εθνικού κράτους.
Ο ήρωας εξάλλου της Ισπανίας σ’ αυτό το τουρνουά, ο 17χρονος Λαμίν Γιαμάλ, είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της διαδικασίας. Ο πανηγυρισμός του στο γκολ του ημιτελικού εναντίον της Γαλλίας, ο σχηματισμός με τα δάχτυλα του αριθμού «304», έκανε όλο τον κόσμο να μάθει την ιστορία του. Ο αριθμός αποτελεί τα τελευταία τρία ψηφία του ταχυδρομικού κώδικα της γειτονιάς Ροκαφόντα, μιας από τις φτωχές και πολυπολιτισμικές περιοχές στην Καταλονία. Η στιγμή της επιτυχίας του Γιαμάλ δεν συνιστά εδώ ένα απλό ατομικό «success story», αλλά τη μετάβαση στην ορατότητα των περίπλοκων πολιτικών σχέσεων που συγκροτούν τη διαπλοκή αθλητισμού, πολιτικής και εθνικής ύπαρξης.