H Eleanor Lines είναι μία πολύπλευρη καλλιτέχνις. Ολοκλήρωσε το πτυχίο της (ΒΑ) στο Τμήμα Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Brighton στον τομέα της Χαρακτικής το 2008 και το μεταπτυχιακό της στο ίδιο αντικείμενο στο Royal College of Art το 2011.

Η Κυψέλη έγινε ο «καμβάς» της και οι βαριές σιδερένιες πόρτες των πολυκατοικιών απέκτησαν νέα πνοή μέσα από την καλλιτεχνική ματιά της.

Με τη φωτογραφική της μηχανή ή το κινητό της σε ετοιμότητα, η Lines περιπλανήθηκε απ’ άκρη σ΄ άκρη –από τα πιο μικρά στενά δρομάκια έως τις πιο κεντρικές λεωφόρους της Κυψέλης και των περιχώρων– και σχολαστικά φωτογράφισε και κατηγοριοποίησε τις πιο ενδιαφέρουσες σιδερόπορτες.

Μια εις βάθος μελέτη της εκπληκτικά γοητευτικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας των μέσων του 20ου αιώνα, η οποία έγινε βιβλίο. Οι «Πόρτες της Κυψέλης» αποτελούνται από 100 εικονογραφήσεις που αποτυπώνουν την ποικιλία σχεδίων σιδερένιων θυρών που βρίσκονται στην περιοχή της Κυψέλης, μια περιοχή που για την εποχή υπήρξε γεωγραφικά και πολιτιστικά στο επίκεντρο.

Οι σελίδες του βιβλίου παρουσιάζουν την ποικιλία και δημιουργικότητα των μοτίβων με τα οποία εργάστηκαν οι σιδηροτεχνίτες της εποχής. Είναι δίχως άλλο μια ωδή της Lines στην αγαπημένη της γειτονιά, «ένα προσωπικό ερωτικό γράμμα στην υιοθετημένη πόλη της», όπως η ίδια δηλώνει στο ΒΗΜΑ.

Χρησιμοποίησε τις φωτογραφίες που τράβηξε ως βάση για να ξεκαθαρίσει και να διορθώσει την κάθε πόρτα και να σχεδιάσει εκ νέου τα σχεδιαστικά μοτίβα, συμπληρώνοντας κομμάτια που λείπουν, όπως πόμολα και σκουριασμένα μέλη, και έτσι να επαναφέρει μέσω του επανασχεδιασμού την αρχική τους αίγλη.

Στο τέλος χρωμάτισε τα σχέδια με ένα χαρακτηριστικό μπλε που θυμίζει το μπλε Majorelle του Μαρόκου και το Yves Klein blue, με σκοπό να εντείνει τον οπτικό αντίκτυπο των πολυάριθμων σχεδίων.

Μία διαφορετική περιήγηση στους δρόμους της Κυψέλης. Ένα ταξίδι μνήμης και μία προσπάθεια διατήρησης ενός κομματιού της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής που χάνεται στον βωμό του «εξευγενισμού» των πόλεων.

Πώς αποφάσισες να μετακομίσεις στην Ελλάδα;

Ολοκλήρωσα ένα δίμηνο πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών με τη Snehta στα τέλη του 2016 στην Κυψέλη και απόλαυσα πραγματικά την εμπειρία να ζω και να δημιουργώ στην Αθήνα. Η Ελλάδα βρισκόταν εν μέσω κρίσης και πολλοί καλλιτέχνες συνέρρεαν στην πρωτεύουσα στήνοντας χώρους, εκμεταλλευόμενοι και τα χαμηλά ενοίκια.

Η πόλη είχε μια ενδιαφέρουσα ενέργεια και ήθελα να ζήσω μια διαφορετική ζωή από αυτή που ήδη γνώριζα στο Λονδίνο. Ξαναγύρισα για να μείνω για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, έκανα νέους φίλους και τελικά εγκαταστάθηκα.

Βρήκα έναν παλιό εμπορικό χώρο στην Κυψέλη, στην οδό Σποράδων, τον οποίο μετέτρεψα σε στούντιο μεταξοτυπίας. Από εδώ οργανώνω μαθήματα και προγράμματα φιλοξενίας καλλιτεχνών.

Αγαπάς ιδιαίτερα τη δουλειά του Charles Rennie Macintosh. Αληθεύει ότι μία από τις πρώτες εικόνες που συνάντησες στην Αθήνα ήταν μία πόρτα που σου θύμισε εκείνον;

Όταν ήμουν δεκαπέντε ετών, έκανα ένα ολόκληρο project με έμπνευση από τον Charles Rennie Macintosh. Περιελάμβανε την κατασκευή της δικής μου μακέτας μιας πόρτας από πεπιεσμένο χαρτί (papier mache), την οποία έβαψα με μαύρο σπρέι για να μοιάζει με βαμμένο σφυρήλατο σίδερο.

Έμενα στη γωνία Αγίας Ζώνης και Φωκίωνος Νέγρη κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής μου διαμονής και δίπλα στο διαμέρισμά μου υπήρχε μια πανέμορφη πόρτα του 1930 (η οποία είναι το εξώφυλλο του βιβλίου μου).

Μου θύμισε πραγματικά το έργο του σκωτσέζου σχεδιαστή Charles Rennie Mackintosh.

Οι παλιές σιδερένιες πόρτες της Κυψέλης ήταν για εσένα μια απρόσμενη αποκάλυψη;

Ναι, σίγουρα ήταν. Ποτέ δεν είχα συνδέσει την Αθήνα με αυτή την ιστορία του Art Deco, του Bauhaus και του μοντέρνου σχεδιασμού του 20ού αιώνα. Ίσως ακούγεται αφελές να το λέω, αλλά μεγαλώνοντας στο Λονδίνο η εικόνα μου για την Αθήνα ήταν πάντα τα αρχαία αρχιτεκτονικά ευρήματα.

Κυψέλη

Ήξερα ότι είχε υποστεί έντονη αστική ανάπτυξη, η οποία απεικονίζεται τόσο συχνά στις αεροφωτογραφίες της πόλης, με την εκτεταμένη «θάλασσα» από λευκές στέγες, αλλά δεν την είχα δει από την οπτική γωνία του δρόμου. Οπότε αυτές οι πόρτες ήταν μια πραγματικά υπέροχη έκπληξη για μένα.

«Ως κάτοικος της Κυψέλης, οι πόρτες μού δίνουν μια μεγάλη αίσθηση οικειότητας και επίσης με βοηθούν να προσανατολίζομαι καθώς περπατάω».

Η διακοσμητική και μοντερνιστική σχεδιαστική κληρονομιά της Αθήνας δεν συζητείται διεθνώς με τον ίδιο τρόπο όπως για πόλεις όπως το Παρίσι, οι Βρυξέλλες ή η Πράγα.

Ορισμένες από αυτές τις πόρτες βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και έμοιαζαν παραμελημένες με το σκουριασμένο σιδερένιο σώμα τους. Η Κυψέλη έχει μια αίσθηση ξεθωριασμένης μεγαλοπρέπειας και αυτό ήταν που την έκανε ακόμα πιο ενδιαφέρουσα για μένα.

Από τις φωτογραφίες στα στενά και στους δρόμους της Κυψέλης κατέληξες να μετατρέπεις τις πόρτες σε γραμμικό σχέδιο. Πώς πήρες αυτή την απόφαση;

Η καλλιτεχνική μου δραστηριότητα έχει μια αφηρημένη γεωμετρική εστίαση εδώ και πολλά χρόνια, αντλώντας έμπνευση από αρχιτεκτονικά στοιχεία και δομές. Είχα ήδη μετατρέψει τμήματα των πορτών σε απλοποιημένα σχήματα από το 2016.

Το καλοκαίρι του 2022 δοκίμασα για πρώτη φορά να σχεδιάσω μια ολόκληρη πόρτα σε αυτό το στυλ. Έμεινα πολύ ικανοποιημένη από το αισθητικό αποτέλεσμα της πρώτης μου προσπάθειας και έτσι άρχισα να σχεδιάζω πολλές ακόμη πόρτες με αυτόν τον τρόπο.

Μπορούσα να επιδιορθώσω τα τμήματα που έλειπαν, να αντικαταστήσω τα χερούλια που έλειπαν και να αφαιρέσω τα γκράφιτι. Μου άρεσε επίσης ο τρόπος με τον οποίο γίνονταν επίπεδες και έμοιαζαν περισσότερο με σχέδια αρχιτεκτονικών σχεδιάσεων. Μετά από δύο χρόνια είχα μια συλλογή με εκατό πόρτες και αποφάσισα να σταματήσω.

Εξήγησέ μας τι σημαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο. Ποια ήταν η διαδικασία «συναρμολόγησης»;

Ήταν αρκετά απαιτητικό από τεχνικής άποψης. Ξεκινούσα πάντα με μια φωτογραφία που είχα τραβήξει η ίδια. Συχνά αυτές οι φωτογραφίες απαιτούσαν επεξεργασία. Στη συνέχεια, αυτές θα χρησίμευαν ως πρότυπο στο Adobe Illustrator.

Από εδώ τις κατασκεύαζα κομμάτι-κομμάτι, μεγεθύνοντας πολύ προσεκτικά, δουλεύοντας τη σύνδεση των κομματιών μεταξύ τους, αντιγράφοντας στοιχεία, φροντίζοντας να διασφαλίσω ότι τα σχήματα θα μπορούσαν να συνδυαστούν μεταξύ τους, πράγμα που δεν συνέβαινε πάντα, οπότε έπρεπε να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Ορισμένες ήταν πολύ πιο χρονοβόρες και πολύπλοκες από άλλες.

Όσο προχωρούσα γινόμουν όλο και καλύτερη, αλλά έπρεπε να μάθω όλα τα είδη των τεχνικών του Adobe Illustrator. Το project έγινε ένα είδος διαλογισμού. Απόλαυσα πραγματικά τη διαδικασία, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι θα ταίριαζε σε όλους.

Και μετά οι πόρτες έγιναν βιβλίο.

Ήθελα αυτές οι εικoνογραφήσεις να συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο, να υπάρχουν μαζί ως οικογένεια, ως ευρετήριο, ως βιβλίο αναφοράς. Ζήτησα από τον Νίκο Βατόπουλο, να γράψει έναν πρόλογο για το βιβλίο, ώστε να εξηγήσει την αρχιτεκτονική ιστορία της περιοχής και να δώσει ένα συγκείμενο στις εικονογραφήσεις.

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα κείμενο που έγραψα εγώ και το οποίο προσφέρει μια πιο προσωπική αφήγηση. Ήρθα σε επαφή με τις εκδόσεις Hyper Hypo που έχουν ένα βιβλιοπωλείο τέχνης και design στο κέντρο της Αθήνας.

Κυψέλη Κυψέλη

Κυψέλη

Ένας φίλος μου είχε πει ότι είχαν αρχίσει να εκδίδουν βιβλία και ότι θα τους άρεσε πολύ αυτό το project, όπως και αποδείχθηκε. Όταν ολοκλήρωσα όλες τις εικονογραφήσεις μου, συνεργαστήκαμε για τη διάταξη και τον σχεδιασμό του βιβλίου.

Πολύς χρόνος και σκέψη πήγε σε κάθε λεπτομέρεια: στην τυπογραφία, στις σελίδες με ένθετα, στις βαμμένες μπλε άκρες και σε πολλές άλλες πτυχές. Το βιβλίο είναι αλφαβητικά ταξινομημένο ανά όνομα οδού και συνοδεύεται από ευρετήριο και έναν αναδιπλούμενο χάρτη με όλες τις πόρτες σχεδιασμένες πάνω του.

Υπάρχει ακόμη και ένας QR κωδικός που οδηγεί σε όλες τις πόρτες που είναι σημειωμένες στο google maps, ώστε ο κόσμος να μπορεί να έρθει στην Κυψέλη και να τις βρει.

H τελική επιλογή επικεντρώθηκε σε σχέδια μίας συγκεκριμένης δεκαετίας;

Η τελική επιλογή είναι ως επί το πλείστον από το 1930 έως το 1960.

Δεν με ενδιέφερε τόσο πολύ να συμπεριλάβω τις ξύλινες πόρτες της νεοκλασικής και εκλεκτικής περιόδου. Ξεπέρασα επίσης τα όρια της Κυψέλης για να συμπεριλάβω και κάποιες πόρτες νότια της Πατησίων, καθώς υπάρχουν και εκεί μερικά πραγματικά διαμάντια.

Οι «Πόρτες της Κυψέλης» είναι ένα προσωπικό ερωτικό γράμμα στην «υιοθετημένη» σου πόλη;

Νομίζω ότι αυτή είναι μια πολύ καλή περιγραφή του έργου. Περιπλανιέμαι στους δρόμους της Κυψέλης από τότε που επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη γειτονιά το 2015. Ως κάτοικος της γειτονιάς, οι πόρτες μού δίνουν μια μεγάλη αίσθηση οικειότητας και επίσης με βοηθούν να προσανατολίζομαι καθώς περπατάω.

Κυψέλη

Κυψέλη

Κυψέλη

Δίνουν έναν μοναδικό χαρακτήρα και ταυτότητα στις πολυκατοικίες. Τις στολίζουν σαν ένα κόσμημα. Δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό το έργο με την ίδια αρτιότητα αν δεν ζούσα εδώ σε αυτή τη γειτονιά. Αναπτύχθηκε πολύ οργανικά, με την πάροδο του χρόνου, δημιουργώντας ένα αρχείο φωτογραφιών με βάση τις βόλτες μου στην περιοχή.

«Ελπίζω η Αθήνα να διατηρήσει τη χαρακτηριστική της ταυτότητα».

Συχνά έλεγα στον εαυτό μου, όταν και αν φύγω από την Ελλάδα, πρέπει να φτιάξω αυτό το βιβλίο ως αποχαιρετιστήριο δώρο στην Κυψέλη. Αλλά προς το παρόν θα μείνω. Δεν ήταν αρκετό να έχω όλες αυτές τις φωτογραφίες στο τηλέφωνό μου και στο Ιnstagram. Ήθελα να υπάρχουν και σε μια απτή μορφή.

Υπάρχει μία πόρτα από αυτές που έχεις αποτυπώσει που θα ήθελες να είναι η πόρτα του σπιτιού σου;

Αυτή είναι πραγματικά μια δύσκολη ερώτηση. Έχω πολλές αγαπημένες πόρτες. Λατρεύω την πόρτα στο 44 της οδού Επτανήσου απέναντι από το Max Perry. Είναι μια πολύ μεγαλοπρεπής διπλή πόρτα που σχεδιάστηκε τη δεκαετία του 1950. Νομίζω ότι θα μου άρεσε να τη διασχίζω τον δρόμο καθημερινά και να τη βλέπω.

Στόχος του βιβλίου είναι η διαφύλαξη ενός κομματιού της αρχιτεκτονικης της Αθήνας των μέσων του 20ου αιώνα;

Αυτό το βιβλίο έχει πολλούς σκοπούς. Πρωτίστως ναι, ήταν να διατηρηθεί ένα κομμάτι της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής από τα μέσα του 20ού αιώνα. Η πόλη αλλάζει. Ορισμένες από αυτές τις πόρτες εξαφανίζονται, καθώς αντικαθίστανται από σύγχρονες πόρτες ασφαλείας, οπότε είναι σημαντικό να τις αρχειοθετήσουμε.

Θα μπορούσα να το είχα κάνει αυτό με φωτογραφίες, αλλά αποφάσισα να κάνω ένα βήμα παραπέρα.

Ήθελα να φωτίσω και να απομονώσω τα σχέδια διαχωρίζοντάς τα από τους οπτικούς περισπασμούς, αφαιρώντας τα γκράφιτί τους, αντικαθιστώντας τα τμήματα και τις λαβές που λείπουν.

Από αυτή την άποψη, το βιβλίο λειτουργεί ως ένας κατάλογος που περιλαμβάνει μια ποικιλία μοτίβων που επαναλαμβάνονται συχνά σε όλη την πόλη.

Στην εισαγωγή βιβλίου ο Νίκος Βατόπουλος, γράφει: «Όπως κάθε πόλη (σ.σ. έτσι και η Αθήνα) έχει την ιδιοσυγκρασία της και τη συγκινησιακή θερμοκρασία της. Ποια είναι για εσένα; Πώς θα την περιέγραφες;

Η Αθήνα είναι μια πολύ ζωντανή και χαώδης πόλη, η οποία μπορεί να είναι γοητευτική αλλά και ενοχλητική μερικές φορές. Δεν είναι ούτε ομοιογενής, ούτε αποστειρωμένη με τον τρόπο που έχουν γίνει πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, τουλάχιστον όχι ακόμα, αν και φοβάμαι ότι θα γίνει.

Ελπίζω να διατηρήσει τη χαρακτηριστική της ταυτότητα. Νομίζω ότι αυτό είναι που μου άρεσε περισσότερο στο έργο, το να βρίσκω αυτές τις πόρτες μέσα στο οπτικό χάος, να τις επισκευάζω και να τους δίνω μια νέα πνοή.