Η αναμενόμενη ανακοίνωση της υποψηφιότητας της Άννας Διαμαντοπούλου κλείνει κατά πάσα βεβαιότητα τον κατάλογο των υποψηφίων για την ηγεσία του ΠαΣοΚ και δίνει ένα διαφορετικό περιεχόμενο στην εσωτερική συζήτηση για την επόμενη ημέρα στο κόμμα.
Η παρουσία της πρώην υπουργού και επιτρόπου στην κούρσα διαδοχής, αναγκαστικά θα στρέψει την εσωκομματική διαδικασία περισσότερο στο πολιτικό περιεχόμενο και θα την απομακρύνει από το πεδίο των αφελών και ρηχών προσωπικών αντιπαραθέσεων.
Καλώς ή κακώς, η ανάδειξη ηγεσίας στο ΠαΣοΚ είναι η σημαντικότερη πολιτική εκκρεμότητα του επόμενου διαστήματος. Και για το ίδιο το κόμμα, είναι μάλλον η κρισιμότερη στιγμή της 50χρονης Ιστορίας του, αφού με όσα έχουν συμβεί την τελευταία δεκαετία, το θέμα της ηγεσίας έχει περισσότερο από ποτέ υπαρξιακό χαρακτήρα.
Τα μαθηματικά είναι προφανή και αμείλικτα. Το ΠαΣοΚ είτε θα επαναπατρίσει μία μερίδα κεντρώων ψηφοφόρων, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια έχουν στραφεί με περισσότερο ή λιγότερο βαριά καρδιά στην ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, είτε θα τους αποχαιρετίσει για πάντα και θα αναμένει την οριστική του απαξίωση.
Τα διλήμματα σε αυτή τη διαδικασία δεν θα είναι πολύ εύκολο να κρυφτούν ή να καμουφλαριστούν. Και στον πυρήνα τους βρίσκεται η διαπίστωση ότι το κόμμα οφείλει να αναλάβει τον ρόλο που αυτή τη στιγμή του αναλογεί: Να καταστεί ένας πόλος εξισορρόπησης του πολιτικού συστήματος, κάτι που δεν μπορεί κανείς να αναμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή κάποιον άλλο αντιπολιτευτικό φορέα.
Υπό αυτήν την έννοια, το διάστημα των επομένων εβδομάδων είναι υπό όρους και προϋποθέσεις και με έναν διαφορετικό τρόπο η «ώρα ΠαΣοΚ». Θα φανεί σύντομα ποιος ή ποια θα είναι συνεπής και ικανότερος ή ικανότερη να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της πολιτικής συγκυρίας.