Δεν θέλει και πολλή συζήτηση: Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ μεταβάλλει δραματικά τα δεδομένα της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ. Φέρνει στην επιφάνεια την πραγματική συνθήκη και στρέφει τη συζήτηση, από τις διανοητικές και βιολογικές δυνατότητες του Τζο Μπάιντεν, στο γεγονός ότι η ισχυρότερη χώρα του πλανήτη και η ηγέτιδα δύναμη του αποκαλούμενου ελεύθερου κόσμου, είναι βαθιά διχασμένη και, υπό όρους και προϋποθέσεις, στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου.
Ο Τραμπ γίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη ένας πόλος που αναγκαστικά προσελκύει μηνύματα συμπαράστασης από ολόκληρο τον πλανήτη. Από διαβολικός και δυνάμει δικτάτορας, γίνεται αφορμή για την αποδοκιμασία της πολιτικής βίας. Εκείνης που ο ίδιος κατηγορούνταν ότι υποδαυλίζει και υποκινεί, όμως τώρα γίνεται αποδέκτης και στόχος της.
Δεν μπορεί να προεξοφλήσει κανείς το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου, ούτε να εκτιμήσει με βεβαιότητα την επίδραση της σφαίρας που δεν σκότωσε τον υποψήφιο πρόεδρο. Είναι όμως μάλλον βέβαιο ότι αν τον είχε σκοτώσει, η συζήτηση θα ήταν πολύ διαφορετική. Ο διχασμός της Αμερικής θα είχε πιθανότατα εκδηλωθεί ήδη, βιαίως και ευρέως.
Δεν πρέπει να λησμονείται μία κρίσιμη λεπτομέρεια. Οι Αμερικανοί δεν ψηφίζουν Πρόεδρο έχοντας στο μυαλό τους τον Ζελένσκι, τον Ερντογάν ή την ελληνοτουρκική συζήτηση. Ψηφίζουν με βάση τις δικές τους αξιολογήσεις για ό,τι συμβαίνει στη χώρα τους και τι (δεν) θέλουν να συμβεί. Η απόπειρα δολοφονίας δημιουργεί ένα νέο φίλτρο για όλα αυτά. Και είναι κάπως δύσκολο να προσδιοριστεί πώς θα λειτουργήσει αυτό το φίλτρο.
Το ζήτημα είναι αν αυτό το νέο κρούσμα της ακραίας πολιτικής βίας, θα μπορούσε τελικά να επιδράσει εξισορροπητικά και να μετριάσει ακόμη και τις εξαλλότητες του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων ή αν θα εξαγριώσει ακόμη περισσότερο τον ίδιο και τους οπαδούς του.