Ακριβώς πριν από 50 χρόνια, στις 15 Ιουλίου 1974, η Χούντα των Αθηνών, με επικεφαλής τον Δημήτριο Ιωαννίδη, που από τον Νοέμβριο του 1973 έχει ανατρέψει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, πραγματοποιεί πραξικόπημα στην Κύπρο.
Σκοπός του πραξικοπήματος είναι η ανατροπή του νόμιμου προέδρου της χώρας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και η εγκαθίδρυση δικτατορικής κυπριακής κυβέρνησης, που θα τελεί υπό τις εντολές και υποδείξεις της ελληνικής χούντας.
Οι πραξικοπηματίες, με την υποστήριξη των δυνάμεων της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) και της ένοπλης εθνικιστικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β’, κινήθηκαν εναντίον του προεδρικού μεγάρου στη Λευκωσία, στις 8:15 το πρωί της 15ης Ιουλίου.
Ο Μακάριος κατόρθωσε να διαφύγει, η εξουσία όμως της Κύπρου βρίσκεται πλέον στα χέρια των πραξικοπηματιών, οι οποίοι, στη θέση του προέδρου, τοποθετούν ως πολιτική τους μαριονέτα, τον δημοσιογράφο και μέλος της ΕΟΚΑ Β’, Νίκο Σαμψών.
Το πραξικόπημα αυτό είχε για τον κυπριακό ελληνισμό, καταστροφικές συνέπειες. Η δικτατορία Ιωαννίδη είχε μόλις δώσει στην Τουρκία, εγγυήτρια δύναμη τότε της Κύπρου μαζί με την Αγγλία και την Ελλάδα, τη χρυσή αφορμή, να εισβάλει στην Κύπρο, δήθεν για να σώσει, τον κυπριακό λαό.
Πράγματι, πέντε ημέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1974, τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις πραγματοποιούν με πλωτά και εναέρια μέσα, παράνομη εισβολή, στο βόρειο τμήμα του νησιού. Αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις (Ιούλιο και Αύγουστο του 1974) ήταν να βρίσκεται, ως σήμερα, το 36% του κυπριακού εδάφους υπό παράνομη τουρκική κατοχή.
Ο Ιωαννίδης βρίζει τον Κίσινγκερ
Τον Ιούλιο του 1999, ο Αλέξης Παπαχελάς και «ΤΟ ΒΗΜΑ», δημοσιεύουν περιεχόμενο της επικοινωνίας που είχε ο δικτάτορας Ιωαννίδης με τις ΗΠΑ αμέσως μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο.
«Ο Κίσινγκερ έστειλε στις 15 Ιουλίου κατεπείγον τηλεγράφημα στον αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Χένρι Τάσκα με το οποίο του ζητούσε να συναντηθεί με τον Ιωαννίδη. Μεταξύ άλλων οι οδηγίες προς τον πρέσβη ήταν να εξηγήσει στον δικτάτορα ότι “οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εγκρίνουν οιαδήποτε ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης μπορεί να αλλάξει την πολιτική και συνταγματική δομή του νησιού”.
»Παρά το γεγονός ότι οι συνεργάτες του Κίσινγκερ τον είχαν συμβουλεύσει να ταχθεί υπέρ της επιστροφής του Μακαρίου στην εξουσία, οι οδηγίες προς τον Τάσκα δεν είχαν καμία αναφορά στον Αρχιεπίσκοπο.
»Το μήνυμα προς τον Ιωαννίδη κατέληγε με την εξής παρατήρηση:
“Προτρέπουμε όλες τις πλευρές να επιδείξουν κάθε δυνατή αυτοσυγκράτηση και να αποφύγουν ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, να επιδεινώσουν τις σχέσεις μεταξύ δύο συμμάχων και να δώσουν την ευκαιρία σε δυνάμεις έξω από την περιοχή (σ.σ.: εννοεί προφανώς τη Μόσχα) να εκμεταλλευθούν την κατάσταση εις βάρος των δυτικών συμφερόντων”.
»Το τηλεγράφημα με τις οδηγίες προς τον Τάσκα εστάλη στις 15 Ιουλίου και την επομένη αξιωματούχος του σταθμού της CIA στην Αθήνα (σ.σ.: πρόκειται είτε για τον ελληνοαμερικανό πράκτορα κ. Αβρακώτο ή για τον υποσταθμάρχη κ. Εστες) συναντήθηκε στο Πεντάγωνο με τον Ιωαννίδη.
»Ο εκπρόσωπος της CIA άρχισε να διαβάζει το μήνυμα λέξη προς λέξη, όπως του επέβαλλαν οι οδηγίες του Κίσινγκερ. Ο δικτάτορας τον διέκοψε στην ανάγνωση της δεύτερης παραγράφου και του είπε ότι “πρέπει να είναι το ίδιο μήνυμα που έδωσε ο πρέσβης Τάσκα στον υπουργό Εξωτερικών κ. Κυπραίο”, ενώ εξήγησε ότι “χάνετε τον χρόνο σας γιατί θα λάβω το μήνυμα ούτως ή άλλως”.
»Ο πράκτορας της CIA απάντησε πως “η δουλειά του ήταν να διαβάσει όλο το μήνυμα και να του το επιδώσει, πράγμα που σκόπευε να κάνει”. Κατόπιν αυτού ο αμερικανός αξιωματούχος τελείωσε την ανάγνωση. Ο Ιωαννίδης όμως εξερράγη.
»Σύμφωνα με την περιγραφή του συνομιλητή του, “πήδηξε πάνω,… κλώτσησε ένα τραπέζι, έσπασε ένα άδειο ποτήρι και εκστόμισε μια βαριά βρισιά”. Στη συνέχεια εξέφρασε την απορία του γιατί “ο Κίσινγκερ τη μία ημέρα δηλώνει δημόσια ότι δεν θα αναμειχθεί στις ελληνικές υποθέσεις και λίγες εβδομάδες μετά απειλεί με επέμβαση εφόσον η ελληνική κυβέρνηση δεν τηρήσει ορισμένες αρχές”. Ο δικτάτορας θεωρούσε ακόμη ότι η ανατροπή του Μακαρίου ήταν εσωτερική ελληνική υπόθεση…
»Ο Ιωαννίδης συνέχισε υποστηρίζοντας πως “κάποια μέρα η αμερικανική κυβέρνηση θα καταλάβει ότι στις 15 Ιουλίου 1974 η Κύπρος σώθηκε, γιατί θα έπεφτε στα χέρια των κομμουνιστών”.
»Μετά την πρώτη έκρηξη, ο δικτάτορας ηρέμησε και πλησίασε τον αμερικανό “αγγελιοφόρο”, στον οποίο τόνισε ότι “καταλαβαίνει τη διπλωματική γλώσσα και θα απαντούσε με αυτήν γιατί είχε και ο ίδιος σοβαρή διπλωματική αποστολή”.
»Ο Ιωαννίδης δήλωσε ότι “είναι αδιάφορο κατά πόσον οι ελληνοκύπριοι εθνικιστές κινήθηκαν με ή χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Ελλάδος”. Το μίσος που έτρεφε για τον Μακάριο εκδηλώθηκε στη συζήτηση που ακολούθησε, κατά την οποία χαρακτήρισε τον Αρχιεπίσκοπο “ομοφυλόφιλο”, “διεστραμμένο”, “βασανιστή” κ.ά.
»Ο Ιωαννίδης επιχείρησε να πείσει τον άνθρωπο της αμερικανικής υπηρεσίας ότι αναγκάστηκε να προχωρήσει στο πραξικόπημα μόνο μετά από πίεση των ελληνοκυπρίων εθνικιστών. Ο εκπρόσωπος της CIA του είπε πως δυσκολεύεται να τον πιστέψει γιατί 48 ώρες πριν από το πραξικόπημα ο Ιωαννίδης τον διαβεβαίωνε ότι δεν θα ανέτρεπε τον Μακάριο.
»Για άλλη μία φορά ο δικτάτορας εξερράγη, “άρχισε να κουνάει τα χέρια του, έριξε κάτω ένα τραπέζι, έσπασε ένα δεύτερο ποτήρι και μεταξύ βωμολοχιών δήλωσε ότι δεν σχεδίασε ούτε κανόνισε το πραξικόπημα”. Ο Ιωαννίδης υποστήριξε ότι “ελληνοκύπριοι εθνικιστές” αποφάσισαν στις 13 Ιουλίου να προχωρήσουν στο πραξικόπημα όταν έμαθαν πως η Αθήνα θα δεχόταν τους όρους του Μακαρίου και θα απέσυρε μέρος των ελλήνων αξιωματικών από το νησί.
»Σε αυτό το σημείο ο δικτάτορας έδειξε πόσο φοβόταν τον Μακάριο ως αντίπαλο καθώς τόνισε ότι “αν ο Μακάριος κατάφερνε να διώξει τους Ελληνες από την Κύπρο, τι θα τον σταματούσε από το να πιστέψει ότι μπορεί να διώξει και τη χούντα από την Ελλάδα;”.
»Ο Ιωαννίδης ισχυρίστηκε ότι “δεν ενημέρωσε τη στρατιωτική ηγεσία για την απόφασή του ούτε και κανέναν έλληνα αξιωματούχο. Περιορίστηκε στην ενημέρωση λίγων, επίλεκτων αξιωματικών στις 13 και 14 Ιουλίου” προκειμένου να μην προκληθούν αντιδράσεις.
Ο δικτάτορας παραδέχθηκε στον άνθρωπο της CIA ότι “πήρε αποφάσεις σε μια στιγμή χωρίς πολλή σκέψη”.
»Οταν ερωτήθηκε ποιες ήταν οι δικές του πληροφορίες για την τύχη του Αρχιεπισκόπου, ο Ιωαννίδης επιβεβαίωσε το γεγονός ότι “ήταν ζωντανό” αλλά πρόσθεσε: “Ποιος ενδιαφέρεται όμως; Δεν έχει πλέον καμία δύναμη και κανείς ο οποίος πιστεύει στην αρχή της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις μιας κυρίαρχης χώρας δεν πρόκειται να τον βοηθήσει. Ούτε και οι Ρώσοι, εκτός αν τους το ζητήσουν οι Τούρκοι, αν και αυτοί δεν νοιάζονται καθόλου”.
»Η βεβαιότητα με την οποία αναφερόταν στις διαθέσεις και σκέψεις της Αγκυρας ο Ιωαννίδης προκάλεσε το ενδιαφέρον του ανθρώπου της CIA, ο οποίος υποψιάστηκε ότι ο δικτάτορας είχε κάποιο κανάλι επικοινωνίας με την τουρκική κυβέρνηση ή τον στρατό.
»Ο αμερικανός επισκέπτης ρώτησε ευθέως τον συνομιλητή του “κατά πόσον έχει απευθείας επαφές με τους Τούρκους”. Ο Ιωαννίδης απάντησε αρνητικά, αλλά συμπλήρωσε: “Δεν έχουμε ενοχλήσει τους Τούρκους, δεν έχουμε αποφασίσει την Ενωση. Οι Τούρκοι συμφωνούν ότι το βασικό αγκάθι (ο Μακάριος) εξουδετερώθηκε”. Πρόσθεσε για μία ακόμη φορά «δεν έχω επαφή με τους Τούρκους» και τόνισε ότι “κάποια στιγμή στο μέλλον η Ελλάδα και η Τουρκία θα μπορούσαν να καθήσουν, να συζητήσουν και να λύσουν τις διαφορές τους”. Ανέπτυξε μάλιστα τα γεωπολιτικά του… σχέδια, που συμπεριελάμβαναν την πιθανότητα ελληνοτουρκικής συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου, αν και “η Ελλάδα δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου γιατί αυτό θα σήμαινε τουρκικό έλεγχο των νησιών”.
»Σε κάποιο σημείο αστειεύθηκε μάλιστα ότι “σε ένα ή δέκα χρόνια η Τουρκία μπορεί να θέλει να πουλήσει το κομμάτι της στην Κύπρο για μεγαλύτερα δικαιώματα στο πετρέλαιο του Αιγαίου”.
»Ο δικτάτορας προχώρησε σε ένα άνοιγμα προς την Ουάσιγκτον υπογραμμίζοντας: “Εχω και εγώ Θεό. Δεν είμαι αντιαμερικανός. Ο καθένας θέλει να είναι δεμένος από κάπου, στη δική μου περίπτωση από τις ΗΠΑ”. Παραδέχθηκε ότι “η απόφασή του της 13ης Ιουλίου ήταν ενδεχομένως βλακώδης” γιατί το να αφήσει την Ουάσιγκτον να ασχοληθεί με το ζήτημα επέτρεψε στην “αγάπη προς την πατρίδα, την ηθική υποχρέωση προς τους ελληνοκύπριους εθνικιστές και το φιλότιμο να ανατρέψει τη λογική”.
»Ο Ιωαννίδης επέδειξε τις αντικομμουνιστικές διαθέσεις του στον πράκτορα της CIA διακηρύσσοντας την απόφασή του να κρατήσει “ανοικτή τη Γυάρο για όσο διάστημα χρειασθεί”. Οσο για τον Νίκο Σαμψών που είχε αναλάβει πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το πραξικόπημα, εξήγησε: “Δεν τον χωνεύω προσωπικά και κατά τη γνώμη μου είναι τρελός. Ο Δημητρίου που ανέλαβε το υπουργείο Αμυνας είναι πολύ φιλοαμερικανός, όπως θα διαπιστώσει πολύ σύντομα η αμερικανική πρεσβεία στη Λευκωσία”.
»Ο δικτάτορας συνόδευσε τον αμερικανό επισκέπτη στην πόρτα, του έσφιξε το χέρι και του είπε “να θυμάστε ότι και εμείς πιστεύουμε σε μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και κυρίαρχη Κύπρο. Και εμείς πιστεύουμε στη μη ανάμειξη, όπως οι Τούρκοι και ειδικά ο Κίσινγκερ. Και εμείς πιστεύουμε ότι οι Κύπριοι πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι να επιλύσουν τα προβλήματά τους”.
Η CIA για τον δικτάτορα
»Το βιογραφικό σημείωμα που είχε ετοιμάσει η CIA για τον κ. Κίσινγκερ ανέφερε ότι “ο Ιωαννίδης έχει δηλώσει ότι είναι σταθερά φιλοαμερικανός. Θα κρατήσει την ίδια στάση έως ότου δυσαρεστηθεί με την υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης προς το καθεστώς του. Στο παρελθόν υποστήριξε την ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο του Βιετνάμ και θεωρείται ότι θέλει να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα ζημιώσει τους δεσμούς της χώρας του με τις ΗΠΑ. Είναι όμως αρκετά εθνικιστής και δεν θα έκανε κάτι που θα έβλαπτε τη χώρα του μόνο για να ικανοποιήσει τις ΗΠΑ.
… Ο στρατηγός έχει εκδηλώσει την προθυμία του να βρει εξοπλισμούς από άλλες πηγές, εκτός από τις παραδοσιακές πηγές του ΝΑΤΟ (αν και όχι από κομμουνιστικές χώρες), εφόσον αυτές δεν μπορούν να παράσχουν το υλικό και τα όπλα που οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις θεωρούν απαραίτητα για την άμυνα της χώρας”.