Όταν το 1981 ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν δέχθηκε πυρά από από έναν ψυχικά διαταραγμένο 30χρονο άνδρα ονόματι Τζον Χίνκλεϊ, ο οποίος επιζητούσε την προσοχή της νεαρής τότε Τζόντι Φόστερ, ολόκληρες οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής συσπειρώθηκαν πίσω από τον λαβωμένο ηγέτη τους. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, όμως, η απόπειρα δολοφονίας κατά του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ – ένα κατεξοχήν δείγμα του στυγερού διχασμού που διαποτίζει την αμερικανική πολιτική ζωή εδώ και καιρό – φαίνεται ότι είναι πιο πιθανό να οδηγήσει την Αμερική σε ακόμα μεγαλύτερη διχοτόμηση παρά να την ενώσει.

Λίγα λεπτά αφότου έσβησε ο ήχος από τους πυροβολισμούς, η ατμόσφαιρα γέμισε με καχυποψία και αλληλοκατηγορίες. Υψώθηκαν οι δάκτυλοι. Γεννήθηκαν θεωρίες συνωμοσίας. Kαι μια χώρα βουτηγμένη στην αντιπαλότητα διασπάστηκε ακόμη περισσότερο.

Για κάθε αφυπνησμένο παρατηρητή της πρόσφατης ιστορίας, κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. H διαίρεση, η σύγκρουση και ο θυμός φαίνεται να καθορίζουν την αμερικανική κουλτούρα τη στιγμή που μιλάμε – πράγμα που έχει οδηγήσει πολλούς να αναρωτιούνται πού μπορεί να οδηγηθεί ένα διχασμένο έθνος.

Ο καταξιωμένος βρετανός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός Άλεξ Γκάρλαντ επιχείρησε πολύ πρόσφατα να φανταστεί μιαν απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα στην τελευταία του ταινία, η οποία, όπως ήταν φυσικό και επόμενο, προκάλεσε συζητήσεις και προβληματισμούς.  Ο Γκάρλαντ δεν είναι ούτε ο μόνος ούτε καν ο πρώτος δημιουργός που καταπιάνεται με το ζήτημα. Πριν από εκείνον ήταν κι άλλοι. Απλώς εκείνος κατάφερε να αποτυπώσει με ανατριχιαστικό τρόπο τους κινδύνους της ακραίας κομματοκρατίας και τις φοβερές καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν όταν οι Αμερικανοί πολίτες στρέφονται κατά εαυτών.

Εμφύλιος Πόλεμος

Στιγμιότυπο από την ταινία «Εμφύλιος Πόλεμος»./ Φωτ.: A24

Μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές στη νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ με τίτλο «Εμφύλιος Πόλεμος» (Civil War) έχει τη μορφή ερώτησης.  Ενας στρατιώτης συναντά μια ομάδα έντρομων δημοσιογράφων και, με τον δείκτη στη σκανδάλη, τους ρωτά: «Τι είδους Αμερικάνοι είστε;». Σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται ο λόγος για τον οποίο ο ευφυής κινηματογραφικός δημιουργός επέλεξε αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή να κάνει μια ταινία, η οποία να εξερευνά τις απαρχές ενός εμφυλίου πολέμου στις Ηνωμένες Πολιτείες στο εγγύς μέλλον.

Αντικατοπτρίζοντας τους σύγχρονους φόβους ότι η χώρα θα ξεσπάσει σε εμφύλιο πόλεμο λόγω της έντονης πολιτικής πόλωσης σε μια τεταμένη προεκλογική χρονιά, η ιστορία διαδραματίζεται στη σημερινή Αμερική. Μια ομάδα αποσχιστικών πολιτειών, γνωστή ως Δυτικές Δυνάμεις, με πρωτεργάτες το Τέξας και την Καλιφόρνια, μάχεται έναν αυταρχικό πρόεδρο που υπηρετεί την τρίτη θητεία του, έχει διαλύσει το FBI και επιτίθεται σωματικά στους πολιτικούς του εχθρούς. Η ταινία φροντίζει να προσποιείται ότι δεν αποτελεί μια αλληγορία για τον Τραμπ, αλλά ξεκινά με τον αυταρχικό πρόεδρο να εκφωνεί έναν καθαρά τραμπικό λόγο την παραμονή μιας μάχης.

Αν η πόλωση είναι το δηλητήριο που προκαλεί αυτή την κατάσταση, ο Γκάρλαντ βλέπει το έργο ενός ελεύθερου, ανεξάρτητου Τύπου ως αντίδοτο, οραματιζόμενος την τέταρτη εξουσία ως προπύργιο κατά του εξτρεμισμού και του αυταρχισμού. Πρωταγωνιστές είναι μια φωτορεπόρτερ πολεμική ανταποκρίτρια, την οποία υποδύεται η Κίρστεν Ντανστ, μια φιλόδοξη φωτορεπόρτερ, την οποία υποδύεται η Κάιλι Σπένι, και δύο ακόμη δημοσιογράφοι, τους οποίους υποδύονται οι Βάγκνερ Μόουρα και Στίβεν ΜακΚίνλεϊ Χέντερσον. Καθώς ταξιδεύουν στην Ουάσινγκτον για να πάρουν συνέντευξη από τον πρόεδρο, η ταινία αποκαλύπτει τη ρημαγμένη από τον πόλεμο Αμερική μέσα από τους φακούς των φωτογραφικών τους μηχανών.

Joker

Στιγμιότυπο από την ταινία «Τζόκερ» του 2019./ Φωτ.: Warner Bros.

Αν υπάρχει μια πολιτισμική αναφορά που να καθρεφτίζει απόλυτα τις συνθήκες που οδηγούν μια κοινωνία στην απόλυτη πόλωση, αυτή είναι μέρος του σύμπαντος της DC και ακούει στο όνομα Γκόθαμ Σίτι. Όταν πριν πέντε χρόνια και λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορονοϊού κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους η νέα ταινία του Τοντ Φίλιπς «Τζόκερ», η Αμερική βρήκε έναν ακόμα λόγο για να χωριστεί σε στρατόπεδα. Η ταινία προκάλεσαι, αφενός, έντονες αντιδράσεις και, αφετέρου, γέννησε προσδοκίες, ανάλογα με το πού στεκόταν καθείς ιδεολογικά. 

Τους μήνες που προηγήθηκαν της προβολής της, η ταινία αποτέλεσε αντικείμενο έντονου προβληματισμού και συζητήσεων. Εκφράστηκαν ανησυχίες για το ενδεχόμενο η ταινία να υποκινήσει πόλωση και βία, λόγω των τελευταίων σκηνών της, κατά τις οποίες ο ασταθής Άρθουρ Φλεκ μεταμορφώνεται στον Τζόκερ και, τελικά, σε ένα ακούσιο σύμβολο των καταπιεσμένων. Τελικά, το μόνο που προκλήθηκε ήταν συγχρονισμένες υποκλίσεις εκ μέρους της Ακαδημίας απέναντι στο υποκριτικό ταλέντο του Χοακίν Φίνιξ, ο οποίος απέσπασε και το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου στην τελετή εκείνης της χρονιάς.

Σίγουρα, δεν μιλάμε για μια ευθεία αλληγορία του τι ακριβώς συμβαίνει αυτήν ακριβώς στην Αμερική. Η ταινία είχε στόχο να μιλήσει κυρίως για την ψυχική υγεία και την ταξική ανισότητα. Όμως, σχεδόν κατά λάθος, κατάφερε να πει πολύ περισσότερα για την κοινωνική πόλωση και τον φανατισμό, που ήδη από καιρό ζυμώνεται στις ΗΠΑ.

Μπομπ Ρόμπερτς

Στιγμιότυπο από την ταινία «Μπομπ Ρόμπερτς» του Τιμ Ρόμπινς./ Φωτ.: Paramount

Το 1992, ο Τιμ Ρόμπινς φαίνεται πως είχε ένα προαίσθημα. Αυτό το προαίσθημα φαίνεται πως το έκανε σενάριο ταινίας, την οποία έπειτα σκηνοθέτησε και, παράλληλα, υποδύθηκε και τον κεντρικό χαρακτήρα. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς γίνεται μια ταινία ετών 42 να φέρει τόσες ομοιότητες με την παρούσα πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ.

Ο Μπομπ Ρόμπερτς, ο χαρακτήρας του τίτλου, είναι ένας συντηρητικός εκατομμυριούχος που κατεβαίνει στις εκλογές για γερουσιαστής, τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα σαν άλλος «Lonesome Rhodes» από την ταινία «A Face in the Crowd» σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν. Απλώς, ο Μπομπ Ρόμπερτς φορά πάντα το καλοσιδερωμένο του κοστούμι και οι στίχοι των τραγουδιών του υμνούντον άκρατο ατομικισμό και την φιλελεύθερη αγορά. Παρ’ όλα αυτά, η ψευδο-λαϊκιστική εκστρατεία του γνωρίζει μεγάλη επιτυχία ενώ μια σκηνοθετημένη απόπειρα δολοφονίας του ανεβάζει στα ύψη τα ποσοστά του, καθώς ο εν ενεργεία αντίπαλός του, τον οποίο υποδύεται ο Γκορ Βιντάλ, καταποντίζεται εξαιτίας ενός σκανδάλου.

Μετά την προβολή της ταινίας στους κινηματογράφους τον Σεπτέμβριο του ’92, με τρομακτική διορατικότητα, ο αείμνηστος κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ έγραψε: «ο λαϊκισμός δεν έχει πλέον να κάνει με την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, αλλά με τη διαίρεση της».

Split: A Divided America

Το επίσημο πόστερ του αποκαλυπτικού ντοκιμαντέρ του Νέλλυ Νικς «Split: A Divided America».

Το ντοκιμαντέρ του Κέλλυ Νικς από το 2008 γίνεται με κάθε εκλογική αναμέτρηση όλο και πιο επίκαιρο. Ο υποψήφιος για Emmy αμερικανός συγγραφέας και ανεξάρτητος σκηνοθέτης ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους, σε μια προσπάθεια να ερευνήσει την κατάσταση της σύγχρονης αμερικανικής δημοκρατίας, διέσχισε ολόκληρη τη χώρα θέτοντας σε απλούς ανθρώπους και πολιτικούς ηγέτες την ίδια σειρά ερωτήσεων για τη χώρα και τις αξίες της. Και, βέβαια, έλαβε πολύ διαφορετικές απαντήσεις.

Αντισταθμίζοντας ειλικρινείς συζητήσεις με πολίτες από τη μια ακτή στην άλλη και σχόλια από μερικά από τα πιο οξυδερκή μυαλά που αναλύουν την κυβερνητική πολιτική και την κοινωνία σήμερα, το «Split: A Divided America» είναι από τα πρώτα ντοκιμαντέρ που διέβλεψε και βάλθηκε να διερευνήσει τόσο ενδελεχώς ένα ζήτημα, που σήμερα έχει φτάσει να απειλεί την αμερικανική δημοκρατία. Ήταν επίσης το πρώτο του Νικς και έχει βραβευτεί σε αρκετά κινηματογραφικά φεστιβάλ.

Εναν χρόνο αργότερα ακολούθησε το «Split: A Deeper Divide». Ο Νικς εμβάθυνε την έρευνά του, επιδιώκοντας να ανακαλύψει γιατί η Αμερική είναι είναι πιο πολωμένη από ποτέ. Η καθηλωτική του έρευνα για την ακραία κομματοκρατία περιελάμβανε συνεντεύξεις με μερικά από τα πιο διορατικά και αναγνωρίσιμα ονόματα της πολιτικής της προηγούμενης δεκαετίας. Συνδιαστικά, τα δύο αυτά ντοκιμαντέρ αποκαλύπτουν τα κομματικά στεγανά που έχουν εισχωρήσει πολύ βαθιά στον ιστό της αμερικανικής κοινωνίας και φανερώνουν τον καταστροφικό αντίκτυπο που συνεχίζουν να έχουν μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ.

Best of Enemies

Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ «Best of Enemies» του 2015.

Το καλοκαίρι του 1968, οι τηλεοπτικές ειδήσεις άλλαξαν για πάντα. Εκείνη τη χρονιά, ένοπλοι δολοφόνησαν τόσο τον Ρόμπερτ Κένεντι όσο και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ. Το συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο εκτυλίχτηκε σε διαμαρτυρίες και επεισόδια βίας. Στο εξωτερικό, ο πόλεμος του Βιετνάμ μαίνονταν και οι δρόμοι των ΗΠΑ κατακλύζονταν από κινήματα που διεκδικούσαν κοινωνική δικαιοσύνη. Με φόντο αυτό το τεταμένο πολιτικό κλίμα, το «Best of Enemies» καταγράφει τις θρυλικές τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ δύο ιστορικών ιδεολογικών αντιπάλων.

Τα τηλεοπτικά ντιμπέιτ μεταξύ του Ουίλιαμ Φ. Μπάκλεϊ και του Γκορ Βιντάλ κατά το καταιγιστικό έτος 1968 αποτέλεσαν σημείο καμπής από πολλές απόψεις. Αρκετές από αυτές αντικατοπτρίζονται σε αυτό το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ, που από το 2015 έχει καθηλώσει τόσο παλιούς φίλους της πολιτικής, που έχουν ακόμα αναμνήσεις από εκείνη τη εποχή, όσο και νεότερους πουδεν είχαν δει ποτέ πριν αυτούς τους τιτάνες της άρθρωσης και της ευγλωττίας σε δράση.

Και οι δύο πίστευαν ότι οι πολιτικές ιδεολογίες του άλλου ήταν επικίνδυνες για την Αμερική. Οι μεταξύ τους ανταλλαγές απόψεων κατέληγαν σε προσωπικές επιθέσεις τις περισσότερες φορές. Αυτοί οι ζωντανοί και μη σκηνοθετημένοι καβγάδες γοήτευσαν τους τηλεθεατές και η τηλεοπτική βιομηχανία πρόσεξε ότι πουλούσαν. Το «Best of Enemies» παραμένει, λοιπόν, πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς αποκαλύπτει τη στιγμή που οι πολιτικές φιλοδοξίες της τηλεόρασης μετατοπίστηκαν από την αφήγηση στο θέαμα, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης και οι Αμερικανοί μιλούσαν για την πολιτική.