Ο Κώστας Τασούλας δεν μοιάζει με τον μέσο βουλευτή. Ψύχραιμος, συγκροτημένος, χαράζει την πολιτική του πορεία, έξω από μόδες. Διαθέτει υψηλής ποιότητας χιούμορ, διαβάζει, αγαπάει την γνώση, την ιστορία και μιλάει εξαιρετικά ελληνικά.

Γεννήθηκε στα Γιάννενα, σπούδασε στη Νομική Αθηνών και θήτευσε, επί μια δεκαετία, δίπλα στον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, ως γραμματέας του. Η εμπλοκή του με την πολιτική έγινε σταδιακά -δήμαρχος Κηφισιάς, βουλευτής, υπουργός και σήμερα Πρόεδρος της Βουλής, έχοντας ψηφιστεί τρεις φορές απ’ το σώμα.

Η ενασχόλησή σας με την πολιτική, σας έχει απογοητεύσει;

Όχι, περιέργως καθόλου! Γιατί δεν μπήκα απότομα στην πολιτική, ώστε να εκπλαγώ ευχάριστα ή δυσάρεστα. Μπήκα πολύ νέος και συνεπώς ό,τι έγινε, έγινε πολύ σταδιακά. Κι όταν κάτι γίνεται πολύ σταδιακά, τότε ενσωματώνεται ευκολότερα. Η απομάγευση εμπόδισε την απογοήτευση!

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, εμείς ως οικογένεια βρεθήκαμε στην Κηφισιά το 1968, ενώ γεννήθηκα στα Γιάννινα το 1959. Μεγάλωσα όμως στο Ίδρυμα Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα στην Κάτω Κηφισιά, την φοιτητική εστία που είχε φτιάξει ο Ευάγγελος Αβέρωφ απ’ τη δεκαετία του΄50 για να φιλοξενεί ηπειρώτες φοιτητές. Εκεί, μεγαλώνοντας, ήρθα σ’ επαφή και με τον Αβέρωφ, που ερχόταν και μας μίλαγε. Η πρώτη μου επαφή με την πολιτική ήταν μέσα από ένα έργο ενός πολιτικού, απ’ το οποίο επωφελήθηκα και εγώ και χιλιάδες ηπειρώτες. Η δωρεά του Τοσίτσα οφείλεται στην πειθώ που του άσκησε ο Αβέρωφ ν’ αφήσει την περιουσία του υπέρ της αναμορφώσεως του Μετσόβου και της δημιουργίας μιας πρότυπης φοιτητικής εστίας για ηπειρώτες σπουδαστές στη Κηφισιά που λειτουργεί έως και σήμερα.

Άρα στα μάτια μου η πολιτική ήταν ταυτισμένη με το έργο και το όφελος των ανθρώπων, χειροπιαστά και τα δύο. Δεν ήταν ταυτισμένη, για να κάνω ένα άλμα χρονικό στο σήμερα, με την εικόνα, τον καυγά, τις σέλφι, την επικοινωνία. Για μένα πολιτικός ήταν κάποιος που άλλαζε εμπράκτως προς το καλύτερο τις ζωές των ανθρώπων. Άρα είχα μια αντίληψη, πολύ προσγειωμένη, χειροπιαστή για την πολιτική.

Κι αυτό επιβεβαιώνεται σήμερα;

Σήμερα, δηλαδή 55 χρόνια μετά, παρακολουθώ την περίπου μονοκρατορία της εικόνας. Και ίσως αυτή η μονοκρατορία της εικόνας σε σχέση με την πράξη να οφείλεται και στο ότι και ο πολιτικός την εκπέμπει αλλά και ο πολίτης την αποζητά -γιατί το πρόβλημα είναι αμοιβαίο. Δεν είναι ο πολίτης θύμα της εικόνας. Ο πολίτης είναι λάτρης και θήραμα της εικόνας και ο πολιτικός εκπέμπει την εικόνα που «μαγεύει» τον πολίτη!

«Νομίζω ότι ένα μεγάλο πρόβλημα στην παιδεία μας είναι ότι θεωρήσαμε την αυστηρότητα καταπίεση».

Όταν λοιπόν κάνω τη σύγκριση, νιώθω κάπως ντεμοντέ, νιώθω κάπως ότι αυτό δεν μ’ εκφράζει και ότι είμαι ένα είδος αποκομμένο. Παρά ταύτα, γι’ αυτό υπάρχει το πείσμα, η επιμονή, η αίσθηση ότι η πολιτική πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες της. Και δεν το θεωρώ ξεπερασμένο αλλά επιβεβλημένο.

Γιατί δεν είστε «της μόδας»;

Μάλλον μια περίεργη ακαταδεξιά στην «εικονική» αυτοπροβολή, που ίσως έχει να κάνει και με μια αδεξιότητα στον χειρισμό της τεχνολογίας. Ένας συνδυασμός αδεξιότητας και ακαταδεξιάς. Και επειδή πιστεύω βαθύτατα ότι δεν έχει νόημα τόσος ναρκισσισμός και εκπεμπόμενος και εισπραττόμενος, κάποια στιγμή, όχι λόγω της δικής μου νοοτροπίας, αλλά λόγω της ανάγκης, που είναι μεγάλο σχολείο, θα πειστεί ο πολίτης να στραφεί και πάλι στην αρχική έννοια της πολιτικής. Και ν’ αποζητά όχι την εικόνα αλλά την πράξη και να κρίνει με βάση την πράξη.

Πρόσφατα βγήκε στην Αγγλία ένα βιβλίο που μαθαίνω κάνει θραύση στις πωλήσεις, από έναν πρώην βουλευτή των Συντηρητικών, μάταιο αντίπαλο του Μπόρις Τζόνσον, για την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος, μάταιο γιατί ήταν σοβαρός, του Ρόρι Στιούαρτ. Τίτλος του «How not to be a politician» ή «Πώς να μην γίνετε πολιτικός». Εννοώντας πως να μη γίνετε πολιτικός υπό τις σημερινές συνθήκες, της πλήρους επικράτησης της εικόνας, της τεχνολογίας που σε θέλει ν’ αντιδράς ακαριαία. Και περιγράφει το μαρτύριο του ν’ αντιδράς ακαριαία και πόσο αυτό είναι κόντρα στην ανθρώπινη φύση, στη λογική, στο να παίρνεις σωστές αποφάσεις.

Σας βρίσκει σύμφωνο;

Εμένα μ’ έχει συνεπάρει ένα άλλο βιβλίο, που έγραψε έναν χρόνο πριν γεννηθώ, το 1958, ένας επιφανής βουλευτής του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία, ο Τέντι Κρόσμαν, με εντελώς αντίθετο τίτλο: «The charm of politics» («Η γοητεία της πολιτικής»). Όπου ο Κρόσμαν περιγράφει τη γοητεία της πολιτικής μέσα απ’ τη δημιουργικότητα και από κάποια λογική φιλοδοξία που μοιραία χαρακτηρίζει τους ανθρώπους. Όχι τη φιλοδοξία του ψώνιου, αλλά τη φιλοδοξία εκείνου που θέλει ν’ αναγνωρίζεται όταν λέει κάτι σωστό, κυρίως όταν πράττει κάτι σωστό.

Η πορεία σας στην πολιτική όμως, μάλλον δικαιώνει την ντεμοντέ νοοτροπία σας…

Προφανώς, αλλά αυτό το θεωρώ εξαίρεση. Εν προκειμένω, αυτή η αναγνώριση και τοποθέτηση, αποτελεί μια ύψιστη τιμή για κάποιον ο οποίος έχει τα δικά μου χαρακτηριστικά. Αλλά όταν λέω χαρακτηριστικά εκτός μόδας, δεν εννοώ αξιολύπητα χαρακτηριστικά. Εννοώ χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν περισσότερο σε μια εικόνα της πολιτικής, την οποία οι άνθρωποι που είναι κάτω των 45, δεν την έχουν ως βίωμα -μπορεί ως ανάγνωσμα.

«Η μεγαλύτερη αγωνία ενός πολιτικού είναι να τραβήξει την προσοχή».

Σήμερα υπάρχει μια τεράστια σύγχυση παγκοσμίως άρα και στην Ελλάδα, από μια ψευδο- συνωνυμία ανάμεσα σε δύο λεξούλες -θεωρούνται συνώνυμες, ενώ δεν είναι: Γνωστός και άξιος. Κι επειδή το γνωστός έχει διευκολυνθεί αφάνταστα με την τεχνολογία και τα απίστευτα αποθέματα ναρκισσισμού που αποδεικνύεται ότι έχουμε όλοι, μπορεί να επιτυγχάνεται ευκολότερα πια. Δηλαδή ο καθένας μ’ έναν σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό είναι σαν να’ ναι ιδιοκτήτης τηλεοπτικού σταθμού πλέον και να εκπέμπει την καθημερινότητα και τον εαυτό του. Όλος αυτός ο βομβαρδισμός, που σε κάνει γνωστό, καταλήγει στο να σε καταχωρούν κάποιοι στο κουτάκι του άξιου. Κι όταν έρθει η ώρα της ανταμοιβής, δηλαδή της ψήφου, να καταφεύγει συνήθως στον γνωστό και να τον ανταμείβει σαν άξιο. Το βλέπουμε στις εκλογές, στις Ευρωεκλογές, παντού. Κι ενώ το πληρώνουμε, δεν το διορθώνουμε.

Με φιλόλογο πατέρα, θέλατε όντως, να γίνετε ποδοσφαιριστής;

Εντάξει, όχι κι έτσι. Αλλά περάσαμε την περίοδο της εφηβείας στην Κηφισιά, στα γήπεδα της ΧΑΝ Κηφισιάς, με μεγάλη ποδοσφαιρική εμπλοκή. Δεν διανοήθηκα όμως στα σοβαρά να γίνω ποδοσφαιριστής. Αλλά το ότι είχα πατέρα φιλόλογο, ο οποίος είχε διατελέσει και νομάρχης για κάμποσα χρόνια, υπήρξε κάτι το οποίο με προσανατόλισε και προς το διάβασμα και προς τον δημόσιο βίο. Ήταν για μένα πολύ φυσιολογικό να ‘χω μια πλούσια βιβλιοθήκη, στην οποία θα μπορούσα να καταφεύγω. Είχα ένα καλό φροντιστήριο μέσα στο σπίτι μου, τον πατέρα μου -υπήρξα τυχερός. Μ’ άρεσε αυτό που κάναμε μαζί, μ’ άρεσε το πατέρας-γιος, δάσκαλος-μαθητής. Ήταν πολύ καλός δάσκαλος, και αυστηρός, το τονίζω.

»Νομίζω ότι ένα μεγάλο πρόβλημα στην παιδεία μας είναι ότι θεωρήσαμε την αυστηρότητα καταπίεση. Και ισοπεδώθηκε αυτή η παράμετρος, γιατί δυσφημίστηκε. Άλλο η καταπίεση, γιατί υπήρχε σε πολλά στοιχεία της εκπαίδευσης, κι άλλο η αυστηρότητα. Αυτή η εξάλειψη της απόστασης δασκάλου-μαθητή, καθηγητή-μαθητή, νομίζω έχει δημιουργήσει πολλά μειονεκτήματα και το πληρώνουν μαθητές και μαθήτριες. Επίσης ένα άλλο πρόβλημα της παιδείας είναι ότι παραγνωρίσαμε, εσκεμμένα, στο βωμό της ευκολίας, άρα της δημοφιλίας, και τη βαρύτητα της σημασίας του λάθους. Θωρήσαμε ότι το να επισημαίνονται τα λάθη, με κάποια επίπτωση, ήταν κάτι που δημιουργούσε πρόβλημα στην ψυχολογία των παιδιών και περίπου είτε έκανες λάθος είτε όχι, ήσουν το ίδιο με τον άλλον. Αυτή η υπονόμευση της επίπτωσης του λάθους, όταν είναι τόσο έντονη στην παιδεία, μεταφέρεται και στη ζωή. Γι’ αυτό και στη ζωή, όταν κάνουμε λάθη, απ’ τα πιο απλά ως τα πιο σημαντικά, ο ευκολότερος τρόπος να τ’ αντιμετωπίσουμε είναι «έλα μωρέ, και τι έγινε;» Συνεπώς έχουμε παραδοθεί στην επιείκεια έναντι του λάθους, ενώ νομίζω ότι πρέπει ν’ αποκατασταθεί η βαρύτητα και η επίπτωση της σημασίας των λαθών στη ζωή μας.

Σαν να ‘χουν κάπως θολώσει τα όρια θετικού-αρνητικού…

Όλα αυτά δεν είναι ανεξήγητα ούτε ξαφνικά. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε και καταπίεση στην ελληνική κοινωνία και υπερβολή και γελοιοποίηση κάποιων αρχών και αξιών, ιδίως απ’ τη δικτατορία, όπως η θρησκεία, η οικογένεια, η πατρίδα. Κι επειδή αυτά τα μεταχειρίστηκαν μ’ έναν υπερβολικό και γραφικό τρόπο, ήταν εύκολο, μετά τη μεταπολίτευση, αυτοί που τα θεωρούσαν ξεπερασμένα, να τα κλονίσουν επειδή ακριβώς οι προηγούμενοι που υποτίθεται τα υποστήριζαν (με τόσο γραφικό και ενδεχομένως γελοίο τρόπο), τα είχαν ήδη υπονομεύσει στα μάτια των πολιτών. Οπότε ήταν εύκολη η αποκαθήλωση αυτών των παραδοσιακών αξιών, λόγω ακριβώς της κατάχρησης που έγινε στη δικτατορία.

Σήμερα το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» είναι σαν να ‘χει παραδοθεί στα άκρα…

Ο παραμερισμός αυτών των παραδοσιακών αξιών ζητούσε την «εκδίκησή» του. Και το θέμα είναι, ή αυτά θα επανήρχοντο στη ζωή μας μ’ έναν τρόπο μελετημένο, συγκροτημένο και διαβασμένο ή θα επανήρχοντο μ’ έναν τρόπο κάπως πιο κραυγαλέο, πιο επιφανειακό. Κι όχι από εκείνους που γνωρίζουν σε βάθος τον ελληνισμό, αλλά από εκείνους που τον εμπορεύονται, τους πραγματευτάδες της ελληνικότητας και της θρησκείας. Τώρα αυτές τις αξίες τις διακινούν οι πραγματευτάδες τους και όχι εκείνοι που τις έχουν μελετήσει κι έχουν μυηθεί σ’ αυτές.

Πόσο αγγίζουν όλα αυτά τους νέους;

Κάθε εποχή έχει τα δικά της ιδεώδη. Μη νομίζουμε ότι μόνο στρεφόμενοι προς τα πίσω μπορούμε να πάμε μπροστά. Βεβαίως υπάρχουν οι ρίζες, οι παραδόσεις, αλλά είμαστε και σε μια νέα εποχή, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς -πρέπει να προσαρμοστούμε. Πρέπει να συμβεί αυτό που υπαγορεύει ο Καβάφης στο ποίημά του «Στα 200 π.Χ.», «η ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών». Προσαρμογές μεν στοχαστικές δε. Η στοχαστικότητα έχει να κάνει με το παρελθόν, η προσαρμογή με το μέλλον. Η νεολαία νομίζω είναι αρκετά ώριμη και είναι σε θέση να πατάει, χωρίς να κλονίζεται, και στις δύο βάρκες. Βεβαίως, η νεολαία δέχεται και τόνους κολακείας και αντί να’ ναι αντικείμενο διδαχής και παραδείγματος, γίνεται πρωτίστως αντικείμενο κολακείας απ’ τους μεγαλύτερους και απ’ τους πολιτευόμενους. Και υπάρχει ο κίνδυνος από τόσους τόνους κολακείας να νομίσουν οι νέοι ότι η νεότητα είναι προσόν ενώ είναι φάση, ηλικιακή, φευγαλέα όπως όλες. Νομίζω πως σιγά-σιγά οι νέοι καταλαβαίνουν και ξεχωρίζουν αυτούς που τους μιλάνε διδακτικά, με την καλή έννοια, κι αυτούς που τους κολακεύουν, κατά τρόπο απόλυτο.

Πρόεδρος της Βουλής: Δύσκολη δουλειά;

Κοιτάξτε, ο Πρόεδρος της Βουλής είναι εκείνος που πρέπει να διευκολύνει την κατά το δυνατόν απρόσκοπτη λειτουργία της Βουλής. Και το να συντονίζεις μια Βουλή δέκα κομμάτων είναι κάτι πρωτόγνωρο μεταπολεμικά. Και αυτό δημιουργεί προβλήματα από χωροταξικά μέχρι λειτουργικά και συνεννοήσεως. Ένα νομοσχέδιο που θα τελείωνε σε δύο ώρες τώρα θα τελειώσει σε 6-7… Άρα υπάρχει μια κόπωση του συστήματος, η οποία όμως είναι απολύτως εξηγήσιμη.

«Η καλύτερη συνταγή επιτυχίας στην Ελλάδα είναι να καταγγέλλεις. Άμα καταγγέλλεις ανέρχεσαι πανεύκολα».

Η δουλειά του Προέδρου σε 10κομματική Βουλή είναι ακριβώς να ενσταλάξει στους συναδέλφους ότι πέρα απ’ την επιδίωξη της πολιτικής προβολής τους, που είναι θεμιτή, υπάρχει κι η ανάγκη να κινούνται τα πράγματα. Δηλαδή η πλειοψηφία ν’ αποφασίζει χωρίς να καταπατά δικαιώματα της μειοψηφίας και η μειοψηφία να εκφράζεται χωρίς να κάνει κατάχρηση των δικαιωμάτων της ώστε να υπονομεύει. Άλλο διαφωνώ, άλλο υπονομεύω.

Πρόεδρος της Βουλής σημαίνει τήρηση μιας ισορροπίας που πρέπει καθημερινά να την επιδιώκεις και να την υπαγορεύεις. Νομίζω ότι λίγο-πολύ τα τελευταία πέντε χρόνια το ‘χουμε πετύχει.

Παρά τα προβλήματα που προκύπτουν από συγκεκριμένα πρόσωπα; Ενδεικτικά θ’ αναφέρω την Ζωή  Κωνσταντοπούλου.

Κάθε άνθρωπος έχει την προσωπικότητα, το στυλ και την τακτική του. Η μεγαλύτερη αγωνία ενός πολιτικού είναι να τραβήξει την προσοχή. Το πώς τραβάει την προσοχή έχει να κάνει βασικά με τον χαρακτήρα του –στην εποχή μας και με τον επικοινωνιολόγο του. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και κάποια όρια. Εγώ είμαι τα όρια. Και νομίζω πως παρά κάποιες διαφωνίες, αυτά τα όρια τα παραβιάζουμε όσο το δυνατόν λιγότερο.

Στη σύγχρονη μορφή δημοκρατίας, όπου έχεις να κάνεις με αιρετούς συναδέλφους ή αντιπάλους, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η επίλυση των ζητημάτων, αλλά η διαχείριση των χαρακτήρων.

Η τέχνη του να εμποδίζεις έχει αναπτυχθεί με πολύ πιο αποτελεσματικό και πολυσχιδή τρόπο απ’ την τέχνη του να δημιουργείς. Η τέχνη του να δημιουργείς δεν προσκρούει μόνο σ’ ένα σωρό τυπολατρικές δυσκολίες, που συχνά βαφτίζουμε διαφάνεια, αλλά και σε θέματα χαρακτήρων, φθόνου, εχθρότητας. Κι επειδή το θεσμικό οπλοστάσιο διευκολύνει κυρίως την παρεμπόδιση και όχι τη δημιουργικότητα, είμαστε συνεχώς μπροστά σε μια αλληλουχία παρεμποδίσεων και όχι σε μια αλληλουχία άμιλλας, ανταγωνισμού δημιουργικότητας.

Στην Ελλάδα συνήθως η πιο εύκολη σταδιοδρομία είναι να είσαι καταγγέλλων, μηνυτής ή συκοφάντης. Και αυτό που παθαίνει όποιος θέλει να είναι δημιουργικός είναι να’ ναι καταγγελλόμενος, μηνυόμενος ή συκοφαντούμενος. Και πρέπει να τ’ αντέξει για να συνεχίσει. Η καλύτερη συνταγή επιτυχίας στην Ελλάδα είναι να καταγγέλλεις. Άμα καταγγέλλεις ανέρχεσαι πανεύκολα.

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ επηρέασε τις επιλογές σας;

Ναι, υπήρξα ιδιαίτερος γραμματεύς του την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Μιας ζωής που ακόμη και στα γεράματά της υπήρξε πολυκύμαντη και δημιουργική. Ήταν ταυτισμένος με την δημιουργικότητα -κορμός της κοσμοθεωρίας του. Η απραξία τον διέλυε. Ανήκε στην μεταπολεμική γενιά των πολιτικών που είχαν το πάθος της δημιουργίας και το «κόμπλεξ» του καθήκοντος, όπως το χαρακτήριζε.

Είχαν και οράματα;

Θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν είχαν τόσο οράματα, όσο σχέδιο. Είμαι κάπως διστακτικός με τη λέξη “όραμα”. Και προτείνω στον κόσμο να’ ναι λίγο κουμπωμένος όταν ακούει από πολιτευόμενους τη λέξη όραμα. Προτιμώ έναν πολιτικό με σχέδιο και αποφασιστικότητα από έναν οραματιστή πολιτικό. Το όραμα είναι ταυτισμένο με το κυνήγι της δημοφιλίας και της συμπάθειας.

Υπάρχει ένα γλυκανάλατο λεξιλόγιο, όπως το αποκαλώ, και είναι το οπλοστάσιο εκείνου ο οποίος είναι κυνηγός δημοφιλίας και χρησιμοποιεί ένα σωρό γλυκανάλατες λέξεις και φράσεις για να προσεχθεί και εν πολλοίς τα καταφέρνει. Κάποιες απ’ αυτές είναι και το «όραμα», η «στρατηγική», η «βελτιστοποίηση», το «όλοι μαζί», το «εμείς στη θέση του εγώ» και η κορωνίδα των γλυκανάλατων το «στο κέντρο όλων, ο άνθρωπος»! Αν όλοι, εταιρείες και κόμματα, έχουν στο κέντρο τους τον άνθρωπο, τότε ο άνθρωπος γιατί βασανίζεται;.

Σας ανησύχησαν τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών;

Όσο έπρεπε! Γιατί κυρίως πρέπει να καταλάβουμε μερικά πράγματα. Οι ευρωεκλογές, με εξαίρεση το’ 84, ήταν πάντα εκλογές β’ διαλογής στα μάτια των Ελλήνων, πάντα. Και πάντα τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ήταν εντελώς διαφορετικά απ’ των εθνικών εκλογών. Θα σας πω δύο παραδείγματα: Το 1981 συνέπεσαν οι ευρωεκλογές με τις εθνικές, σπάνιο δηλαδή, την ίδια στιγμή ψηφίσαμε σε δύο κάλπες. Τότε πρωτοψήφισα. Το ΠΑΣΟΚ πήρε περίπου 49% στις εθνικές και μετά βίας 40% στις ευρωεκλογές -την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, οι ίδιοι άνθρωποι. Στις ευρωεκλογές του Μαΐου του’ 14 ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβαινε, απόδειξη ότι τον Ιανουάριο του’ 15 εξελέγη -τον Μάιο είχε πάρει 26% και μετά από 8 μήνες, 37%.

Πάμε τώρα στη συμμετοχή: Το 2004 ψήφισαν 7,5 εκατομμύρια πολίτες, τον Μάιο του’ 23, 6 εκ., τον Ιούνιο του’ 23, 5,3 εκ. και στις πρόσφατες ευρωεκλογές 4 εκ. -και ήταν η 5η φορά μέσα σ’ έναν χρόνο που ψηφίζαμε. Πρέπει ν’ αποδραματοποιήσουμε λίγο τα πράγματα. Όχι ότι δεν υπάρχει μήνυμα στις ευρωεκλογές, στην αποχή και στη μείωση των κομμάτων και της Νέας Δημοκρατίας. Προφανώς και υπάρχει. Και προφανώς σηκώνει διόρθωση.

«Η χρεοκοπία απέκοψε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού απ΄τις πολιτικές διεργασίες -και ακόμα δεν έχει αποκατασταθεί αυτό».

Επιπλέον η σημερινή περίοδος είναι και κληρονόμος της χρεοκοπίας. Και η χρεοκοπία απέκοψε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού απ’ τις πολιτικές διεργασίες -και ακόμα δεν έχει αποκατασταθεί αυτό.

Δηλαδή;

Η χρεοκοπία του 2010, δεν γκρέμισε μόνο ένα ψαθυρό μοντέλο ανάπτυξης, παρέσυρε στο γκρέμισμά της και το πελατειακό κράτος. Είναι η πρώτη φορά που μια χρεοκοπία παίρνει στον τάφο, στη μεγάλη του έκταση, και το πελατειακό κράτος, το οποίο είχε επιβιώσει όλων των προηγούμενων χρεοκοπιών. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και κάπως κυνικοί, το πελατειακό κράτος ήταν το μόνο σύστημα που υπήρχε στην Ελλάδα τα τελευταία 200 χρόνια. Αυτό δεν θα διορθωθεί ιδεολογικά. Θα διορθωθεί όταν νιώσουν οι πολίτες ότι το κράτος είναι πιο κοντά τους. Όταν η ευρωπαϊκή κανονικότητα επικρατήσει. Δηλαδή όταν πάνε στο νοσοκομείο και τους φερθούν καλύτερα απ’ ό,τι σήμερα, ή όταν νιώσουν περισσότερο ασφαλείς στις γειτονιές τους. Αυτή τη στιγμή νομίζω πως βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση στην Ελλάδα και στη θέση του πελατειακού κράτους οικοδομήθηκε μια νοσταλγία προς αυτό. Αυτή η νοσταλγία έφερε στο προσκήνιο καινούργια κόμματα ή φούντωσε παλιά, που εξέφρασαν αυτή τη νοσταλγία. Έλα όμως που δεν μπορεί να ανασυσταθεί το πελατειακό κράτος στην έκταση που υπήρχε. Στη θέση του οφείλουμε να οικοδομήσουμε το κανονικό κράτος. Και για να μπορέσει ο πολίτης να συμφιλιωθεί με τη νέα αυτή εξέλιξη και να μη νοσταλγεί το πελατειακό σύστημα που μπορεί ατομικά να τον συνέφερε, αλλά που καταβαράθρωσε το κράτος ως σύνολο, πρέπει να νιώσει όχι ότι η κανονικότητα είναι απλώς σωστή, αλλά ότι, τελικά, τον συμφέρει!

Η αναφορά του ονόματός σας στην κουβέντα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, σας δημιουργεί αμηχανία;

Όχι γιατί είμαι αρκετά έμπειρος, ώστε ν’ αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι ένα παιχνίδι που στην πραγματικότητα δεν μ’ αφορά. Αφορά κάτι άλλο αυτή τη στιγμή. Εγώ έχω τη γνώμη ότι όλη αυτή η συζήτηση είναι και πρόωρη και άδικη και άκομψη, ως προς τον θεσμό και ως προς την επικαιρότητα. Η Προεδρική θητεία λήγει τον Μάρτιο. Κάποια στιγμή το Φεβρουάριο θα τεθεί το θέμα θεσμικά και οι συζητήσεις που θ’ αξίζουν τον κόπο, θα γίνουν μέσα στον Ιανουάριο του’ 25, άντε και τον Δεκέμβριο του’ 24. Τώρα, επαναλαμβάνω, είναι και πρόωρο και άδικο και άκομψο.

Κεντρική φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας