Ματθαίος Μονσελάς: O «μικρός Θεός» και η οδοντίατρος που ήθελε να πεθάνει

Εγκλήματα που συντάραξαν την ελληνική κοινή γνώμη από τo Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ». Αυτό το Σάββατο η υπόθεση του Ματθαίου Μονσελά, ο οποίος δολοφόνησε από οίκτο την Γιόλα Βαγενά.

Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» ανοίγει τον φάκελο εγκλημάτων που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία και άφησαν το σημάδι τους στην πρόσφατη εγκληματολογική ιστορία της χώρας, είτε λόγω των στοιχείων των εγκλημάτων που διαπράχθησαν είτε λόγω της ταυτότητας δραστών και θυμάτων.

Τρεις πυροβολισμοί

Το βράδυ της  Τρίτης 11 Ιανουαρίου 1994, ένα αυτοκίνητο σταματά ανάμεσα σε χωράφια της Βραυρώνας. Λίγο πιο μακριά υπάρχουν κάποια σπίτια. Μια γυναίκα βγαίνει από τη θέση του συνοδηγού και αμέσως μετά ένας άνδρας από τη θέση του οδηγού. Η γυναίκα προπορεύεται, λέει κάτι στον άντρα χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του και αμέσως μετά ακούγονται τρεις  πυροβολισμοί. Η γυναίκα πέφτει κάτω νεκρή. Ο άνδρας επιστρέφει στο αυτοκίνητο. Βάζει μπρος και φεύγει.

Η νεκρή γυναίκα είναι 40 ετών, οδοντίατρος, και ονομάζεται Γιόλα (Γεωργία) Βαγενά. Η Γιόλα ήταν για πολλά χρόνια παντρεμένη με τoν Τάκη. Οκτώ μήνες όμως πριν τον θάνατό της, είχαν έρθει στη ζωή της τα πάνω κάτω. Ο σύζυγος της, γιατρός, είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με μία νοσηλεύτρια.

Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 15ης Ιανουαρίου 1994:

«Η αντίστροφη μέτρηση για τη Γιόλα, που σημάδεψε τις τραγικές εξελίξεις άρχισε πριν από οκτώ μήνες, όπως μας είπαν οι στενοί συγγενείς του συζύγου της.

“H Γιόλα είχα πάντα παθολογική αδυναμία στον Τάκη. Στην αρχή φαινόταν σαν εκδήλωση αγάπης και έτσι την αντιμετώπιζε ο Τάκης. Εμείς όμως που είμαστε απέξω διακρίναμε κάποια στοιχεία υπερβολής

»Όταν η Γιόλα έμαθε για την εξωσυζυγική περιπέτεια του ανθρώπου που γι’ αυτήν ήταν όλος ο κόσμος της, τα πάντα γκρεμίστηκαν».

«Σε δύο ψυχιάτρους είχε απευθυνθεί στο χρονικό διάστημα που έμενε ακόμα μαζί με τον άνδρα της. Ένας από τους ψυχιάτρους, όπως μας είπαν συγγενείς του συζύγου της, της είχε συστήσει “σκληρή αγωγή” με φάρμακα, που ο άνδρας της, γιατρός κι αυτός, της είπε να μην τα παίρνει».

«ΤΑ ΝΕΑ», 14.1.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η γνωριμία με τον παρκαδόρο

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Γιόλα έρχεται πιο κοντά, σε επίπεδο φιλικό, με έναν άνθρωπο που ως τότε είχε μια τυπική καλημέρα. Ήταν ο Ματθαίος, υπάλληλος του γκαράζ που πάρκαρε το αυτοκίνητό της κοντά στο οδοντιατρείο της, στο κέντρο της Αθήνας.

Ο Ματθαίος είχε περιγράψει στα «ΝΕΑ» την σχέση του με την Γιόλα.

«Στο γκαράζ της Χαριλάου Τρικούπη, έφερνε το αυτοκίνητό της. Είχα χαλασμένα δόντια και είμαι απ’ αυτούς που δεν πάνε εύκολα στον οδοντογιατρό. Το είδε στην αρχή από επαγγελματικό ενδιαφέρον.

»Κι εγώ από την πλευρά μου το είδα σαν ευκαιρία να φτιάξω τα δόντια μου και να τα δίνω λίγα λίγα. Πηγαίνοντας λοιπόν στο ιατρείο μου και για να ξεπεράσω το πρόβλημά μου με τον χώρο, με τα κατσαβίδια, τις πένσες κ.λπ. συζητούσαμε.

»Έτσι κάποια στιγμή, θεώρησε σωστό να μου μιλήσει λίγο για τη ζωή της. Μ’ εμπιστεύθηκε κι αυτό το εξετίμησα, βέβαια. Ίσως γι’ αυτό και να παγιδεύθηκα σ’ αυτή την αναγκαιότητα να τη βοηθήσω».

Η τραγική βοήθεια

Τι βοήθεια ζητούσε η Γιόλα από τον Ματθαίο; Ζητούσε επίμονα και εναγωνίως κάποιος να της αφαιρέσει τη ζωή, γιατί, όπως έλεγε, δεν είχε το σθένος να αυτοκτονήσει. Αυτό ακριβώς λοιπόν συνέβη το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου 1994 στη Βραυρώνα. Ο παρκαδόρος Ματθαίος Μονσελάς είχε βοηθήσει τη Γιόλα Βαγενά να φύγει από τη ζωή πυροβολώντας την τρεις φορές στην πλάτη.

Η πίεση της Γιόλας

«Δεν βγαίναμε ποτέ έξω μαζί, εννοώ να πάμε να πιούμε έστω έναν καφέ…Κάποιο απόγευμα όμως, από τις πολλές φορές που περνούσα, μου μίλησε και μου παρουσίασε το όπλο.

»Πρέπει να ήταν πριν από ένα μήνα, ίσως και λιγότερο. Μου είπε: ‘Mάνθο, αγόρασα αυτό το όπλο για να σκοτωθώ…’. Τρελάθηκα, προσπάθησα να τη συνεφέρω. “Τι μ… είναι αυτές που κάνεις” και όλα τα σχετικά που λέμε για να μεταπείσουμε κάποιον.

»Της πήρα λοιπόν το όπλο κι ένα κουτάκι σφαίρες που είχε για να μην κάνει καμιά κουταμάρα. Μου είπε πως το είχε αγοράσει από τον δικηγόρο της. Αν είχα, όχι σκοπό, αλλά έστω υποψία να τη σκοτώσω, δεν θα πήγαινα αμέσως στον συνάδελφό μου, έναν Σύρο στο γκαράζ να του δείξω το όπλο και να του πω τι ήθελε να κάνει η Γιόλα.

“M’ έπαιρνε δεκάδες τηλέφωνα κάθε μέρα και με παρακαλούσε να περάσω από το ιατρείο. Τόσο που είχα πει στο αφεντικό μου, όποιος κι αν τηλεφωνεί, άντρας ή γυναίκα, γιατί έβαζε και άλλους και μ’ έπαιρναν, να μην με δίνει.

«ΤΑ ΝΕΑ», 14.1.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι συναντήσεις

»Ύστερα από κάμποσες μέρες αρχίσαμε να βγαίνουμε τα βραδιά. (…) Την πρώτη φορά που βγήκαμε μου είπε να πάρω το όπλο μαζί μου. Κι από εκεί ξεκίνησα και το έπαιρνα κάθε φορά μαζί, όταν βγαίναμε.

»Το κράταγα εγώ, γιατί ήθελα ν’ αποφύγω να κάνει καμιά κουταμάρα. Παράλληλα όμως, για να της δημιουργήσω τον τρόμο του πυροβολισμού. (…) Μια φορά πυροβόλησα σε ένα δέντρο στο Σχηματάρι για ν’ ακούσει τον πυροβολισμό, να τρομάξει και να εγκαταλείψει την ιδέα να πεθάνει… (…)

»Έκλαιγε για τη μητέρα της, επειδή θα τη στενοχωρούσε όταν θα πέθαινε, όταν θα τη σκότωνα ντε και καλά. Τον άντρα της τον έβριζε συνεχώς, όμως κι εκείνες τις στιγμές μου έλεγε πως αν βρισκόταν μπροστά της και την αγκάλιαζε, έστω ψεύτικα, ήταν έτοιμη να τον συγχωρέσει.  (…)

»[Οι δικοί της γνώριζαν]. Τους το είχε πει χιλιάδες φορές, γι’ αυτό και έλεγε χιλιάδες δικαιολογίες για να φεύγει από το σπίτι. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν, γι’ αυτό και την ήλεγχαν πού πηγαίνει.

»Kάποια φορά πρόσφατα είχε πάρει δεν ξέρω πόσα χαπάκια ‘υπνοσεντόν’ και είχε γίνει ρετάλι.

(…)

»Από μικρός πάντα μου άρεσε και βοηθούσα τους ανθρώπους. Κι επειδή είχα κάνει κι εγώ μια απόπειρα αυτοκτονίας, ίσως την καταλάβαινα…».

To μοιραίο βράδυ

»Ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο, οδηγούσε εκείνη, αλλά στην οδό Μεσογείων αλλάξαμε γιατί ήταν νευρική. Δεν είπαμε πολλά…Κάποια στιγμή φτάσαμε στην Βραυρώνα. Ούτε ξέρω πώς φτάσαμε. Θυμάμαι μόνον πως μπήκαμε σε κάποια χωράφια και κάπου σταματήσαμε…

»Το μέρος δεν ήταν απομονωμένο. Πιο κει είχε σπίτια. Μόλις σταμάτησα, η Γιόλα κατέβηκε. Οι συνθήκες ήταν πραγματικά παράξενες. Ούτε είχα προμελετήσει κάτι…

»Όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητο, κρατούσα όπως πάντα το όπλο. Για να νιώθει σιγουριά ντε και καλά ότι έχει φτάσει η ώρα της και ότι δεν την κορόιδευα (…). Με στόχο βέβαια να φοβηθεί και να μου πει: ‘Άντε, πάμε τώρα’.

»Αυτό προσπαθούσα, να δει το όπλο, να βρεθεί σε αδιέξοδο και ν’ αλλάξει γνώμη…

»Η τελευταία της φράση ήταν: ‘Άντε Μάνθο, πυροβόλησε..’. Κάπως έτσι. Μου το είπε με γυρισμένη την πλάτη. Αν ήμασταν πρόσωπο με πρόσωπο ίσως δεν πυροβολούσα… Εκείνη την ώρα δεν ξέρω τι συνέβη.

»Συνήλθα με τον πυροβολισμό. Μπήκα στο αυτοκίνητο, έκανα μανούβρα κι έφυγα. Το αυτοκίνητο το άφησα στον Κουβαρά κι όλη τη νύχτα στη συνέχεια περπατούσα. Γύρω στις 6 το πρωί βρέθηκα στην Αγία Μαρίνα, εκεί που είναι ο σταθμός της Express Service.

»Έκανα ότοστόπ, με πήρε κάποιος κύριος και με άφησε στη Γλυφάδα. Από κει πήρα ταξί και πήγα κατευθείαν στη δουλειά. Στις 12 το μεσημέρι δεν άντεχα άλλο και ζήτησα από το αφεντικό να πάω σ’ ένα δωματιάκι που έχουμε στο γκαράζ να ξαπλώσω. Εκεί με βρήκε η Αστυνομία. Μ’ έφεραν στην Ασφάλεια και το βράδυ τους τα είπα όλα…

«ΤΑ ΝΕΑ», 21.2.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η δίκη

Ο Ματθαίος Μονσελάς προφυλακίστηκε και έναν χρόνο περίπου μετά, τον Φεβρουάριο του 1995, κάθισε στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας. Η οικογένεια της Γιόλας όπως ανέφεραν «ΤΑ ΝΕΑ», «περιέγραψαν τον Γολγοθά της αδελφής τους από τη στιγμή που έμαθε ότι ο σύζυγός της είχε ερωτικό δεσμό.

»Όπως είπαν ήταν συναισθηματικά εξαρτημένη από αυτόν και τους τελευταίους μήνες είχε καταρρεύσει. Σε καμιά περίπτωση όμως αυτό δεν σήμαινε ότι ο Μονσελάς έπρεπε να πατήσει την σκανδάλη και να της αφαιρέσει τη ζωή.

»Ο Παναγιώτης Κοντέσης (σ.σ. σύζυγος της Γιόλας) καταθέτοντας παραδέχτηκε ότι είχε εξωσυζυγική σχέση, την οποία χαρακτήρισε σφάλμα του, προσθέτοντας ότι δεν επρόκειτο να διαλύσει την οικογένειά του.

»“Δεν ήμουν – είπε ο Κοντέσης- ούτε η αιτία ούτε η αφορμή αυτής της πράξης. Αν δεν υπήρχε ο Μονσελάς η γυναίκα μου θα ζούσε…”».

H απολογία του Μονσελά

Κατά την απολογία του στο δικαστήριο ο Μονσελάς «περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη σχέση του με τη Γιόλα, την οποία αν και νεκρή αποκαλούσε διαρκώς “κυρία Βαγενά”, χαρακτηρίζοντάς την ως ένα ξεχωριστό άτομο, που αναζήτησε με τόση ευκολία τον θάνατο γιατί δεν άντεξε την προδοσία του “Τάκη της”.

«Νιώθω ένοχος- είπε σε μία αποστροφή της απολογίας του- αλλά και αθώος, γιατί η καρδιά μου δεν κατάλαβε ότι σκότωσε έναν άνθρωπο»

»Και τότε ήρθε το ξέσπασμα. Ισχυρίστηκε ότι η Γιόλα Βαγενά εκμεταλλεύτηκε τον ευάλωτο και συναισθηματικό Μάνθο, τον έβαλε μέσα στο παιχνίδι, και εκείνος ακολουθώντας τους δικούς της όρους οδηγήθηκε στο έγκλημα και ύστερα στη φυλακή.

(…)

»Μόνο αυτός ήταν πάντα κοντά της, άκουγε το πρόβλημά της και τη συνόδευε τον τελευταίο μήνα της ζωής της στις βόλτες θανάτου, που έκαναν σχεδόν κάθε βράδυ. (…)

»Η Γιόλα Βαγενά δεν άξιζε τον θάνατο. Ο Μονσελάς παραδέχθηκε πως ηταν λάθος του, αλλά έμαθε από αυτό – όπως χαρακτηριστικά είπε- ότι

«Δεν χρειάζεται να συνεισφέρουμε ούτε έναν κύβο ζάχαρη στον άνθρωπο που πεθαίνει. Τις τελευταίες μέρες – συνέχισε- η Γιόλα γινόταν όλο και πιο φορτική και δεν της αρκούσαν οι βραδινές βόλτες θανάτου. Ήθελε να τη σκοτώσω μέσα στο οδοντιατρείο φορώντας την ιατρική μπλούζα. (…)

»Πολλοί με κατηγόρησαν γιατί μετά τον πυροβολισμό δεν αυτοκτόνησα. Δεν έβλεπα τον λόγο να στρέψω το όπολο εναντίον μου, γιατί δεν είχα ούτε ερωτική απογοήτευση από την Βαγενά, ούτε την αγαπούσα ούτε την μισούσα. Ένιωθα συμπόνοια».

«ΤΑ ΝΕΑ», 22.2.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

H εισαγγελέας

Η εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του Μονσελάς για ανθρωποκτονία από πρόθεση, προτείνοντας να του αναγνωριστεί ένα και μόνο ελαφρυντικό, αυτό του πρότερου εντίμου βίου.

«Το λάθος του Μονσελά, όπως επισήμανε η εισαγγελέας, ήταν πως αντί να στηρίξει ψυχικά και ηθικά τη Βαγενά, της είπε ότι δέχεται να τη σκοτώσει. Και αντί να την εμψυχώσει, την οδηγούσε σε ερημικές τοποθεσίες και πυροβολώντας στον αέρα έκαναν πρόβες θανάτου.

“Χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συζήτηση περί θανάτου, η Βαγενά βγήκε από το αυτοκίνητο και του είπε “άντε Μάνθο, ρίξε” και εκείνος την πυροβόλησε τρεις φορές”

Aνθρωποκτονία με συναίνεση;

Έντονες ήταν η δημόσιες συζητήσεις κατά τη διάρκεια της δίκης για το κατά πόσο ο Μονσελάς θα έπρεπε να δικαστεί με βάση το άρθρο του Ποινικού Κώδικα για ανθρωποκτονία με συναίνεση του θύματος ή ανθρωποκτονία από οίκτο.

«Η εισαγγελέας κ. Σπυροπούλου ήταν κατηγορηματική στην αγόρευσή της τονίζοντας ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο αυτό στην υπόθεση του Μονσελά, ο οποίος έφτασε στο έγκλημα έχοντας πλήρη συνείδηση της πράξης του και εκ των υστέρων κατέβαλε απέλπιδες προσπάθειες να αποσείσει τις ευθύνες του και να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. (…)

“Η κοινή γνώμη είναι διχασμένη. Με την ψυχρή λογική, ο Μονσελάς είναι ο δολοφόνος, ενώ κάποιοι άλλοι βλέπουν με συμπάθεια τον κατηγορούμενο λόγω της επιβολής και της επιρροής του θύματος σε αυτόν.”

Η εισαγγελέας πρότεινε ποινή κάθειρξης 18 ετών.

«ΤΑ ΝΕΑ», 28.2.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η απόφαση

Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο έκρινε τελικά τον Μονσελά ένοχο με ελαφρυντικά και του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 12 ετών 9 μηνών. Τον Ιούνιο του 1997, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, δικάζοντας την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό επέβαλε στον Μονσελά ποινή κάθειρξη μειωμένη μόνο κατά τρεις μήνες σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση.

Τελικά, κάνοντας χρήση των ευεργετικών διατάξεων του νόμου και έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του, ο Ματθαίος Μονσελάς αποφυλακίστηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1998. Την ημέρα εκείνη της αποφυλάκισής του ρωτήθηκε τι θα ήθελε να κάνει στην ελεύθερη, πλέον, ζωή του.

Ο Μονσελάς απάντησε: “Απλά πράγματα. Να δουλέψω, να βρω ένα σπίτι να ησυχάσω”.

Eπτά μήνες αργότερα, ο δημοσιογράφος των «ΝΕΩΝ» Κώστας Παπαπέτρου, ο άνθρωπος στον οποίο είχε μιλήσει ο Μονσελάς λίγες μόλις ώρες μετά τη σύλληψή του το 1994, βρήκε τον αποφυλακισθέντα να ζει σε ένα τροχόσπιτο σε κάποιο δάσος της Αττικής, άνεργο, καθώς όπου και αν ζήτησε δουλειά η απάντηση που έπαιρνε ήταν αρνητική.

“Aπογοήτευση, απελπισία, πίκρα. Δεν βρήκα τίποτα, μα τίποτα, από τα λίγα έστω που περίμενα να βρω. Όλοι μού γύρισαν την πλάτη”.

Toν Οκτώβριο του 2013, ο Ματθαίος Μονσελάς εμφανίστηκε στην κάμερα του Euronews, να μιλά ως ένας από τους άστεγους ανθρώπους που ζούσαν στις σπηλιές του Λόφου του Φιλοπάππου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.