«Φεμινίστριες», «αθυρόστομες», «επιφανειακές». Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχα κάτσει να σκάψω στα σχόλια κάτω από τα κομμάτια που έχουν ανεβάσει μέχρι τώρα οι Σκιαδαρέσες στο YouTube, ωστόσο δεν περίμενα ότι κάποιος θα χρησιμοποιούσε αρνητικά το γεγονός ότι νοιάζονται για τις έμφυλες ανισότητες ή το γεγονός ότι οι στίχοι τους είναι σατυρικοί και, οκ, κάποια κομμάτια τους περιλαμβάνουν βρισιές. Α ναι! Εκτός από εύθραυστες αρρενωπότητες που θίγονται από τη γυναικεία ενδυνάμωση αλλά και ομάδες θρησκόληπτων που κάνουν μαζικά report στα τραγούδια τους, όσoι συνομήλικοι τους δεν τις γουστάρουν θα τις αποκαλέσουν nepo babies, επειδή ο μπαμπάς του είναι Γεράσιμος Σκιαδερέσης και η μαμά τους η Μπέσυ Μάλφα. Μάλλον το σφάλμα ήταν δικό μου γιατί για μια ακόμα φορά παρέβλεψα ένα εγγενές χαρακτηριστικό του διαδικτύου, το μίσος.
Οι Σκιαδαρέσες, δηλαδή οι δίδυμες αδελφές Όλγα και Νίκη Σκιαδαρέση, είναι αυτό που λέμε digital natives. Μέσα στο ψηφιακό περιβάλλον μεγάλωσαν και τους φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό ότι εκεί θα φιλοξενηθούν τα τραγούδια τους. Ξεκίνησαν να τα ανεβάζουν στη διάρκεια της καραντίνας και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να κυκλοφορούν singles, ένα ακόμα χαρακτηριστικό μιας γενιάς δημιουργών που έχει μάθει να έρχεται σε επαφή με τη μουσική μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες. Στο ενδιάμεσο βέβαια κατάφεραν σε πολύ μικρό διάστημα να αποκτήσουν το δικό τους φανατικό κοινό, να δημιουργήσουν μια κοινότητα που βρίσκει στους στίχους που σκαρώνουν οι Σκιαδαρέσες στιγμιότυπα, χαρακτήρες και συμπεριφορές από τη δική του καθημερινότητα.
Με τα ερωτικά μπλεξίματα σε πρώτο -μα όχι μοναδικό- πλάνο, οι Σκιαδαρέσες έχουν καταφέρει να έχουν αναπτύξει μια γλώσσα που είναι απόλυτα συντονισμένη με το σήμερα και για αυτό κάθε τους συναυλία είναι ένα διαρκές sing-along. Καθώς προετοιμάζονταν για το live στην Τενχόπολη (εισιτήρια εδω), μίλησαν στο ΒΗΜΑ.
Μέχρι να γίνετε οι Σκιαδερέσες από τι φάσεις είχατε περάσει;
Όλγα: Είχαμε σπουδάσει υποκριτική και κάναμε τα πρώτα μας βήματα ως ηθοποιοί. Πάντα όμως μας κέντριζαν το ενδιαφέρον και άλλα πράγματα καλλιτεχνικά.
Νίκη: Κάποια στιγμή έγινε το κλικ και όλο αυτό που προσπαθούσαμε τόσο καιρό να κάνουμε βρήκε τον κατάλληλο τρόπο έκφρασης. Και αυτό μας έδωσε δύναμη να προσπαθήσουμε περισσότερο και να βελτιωθούμε.
Αυτό το κλικ ήταν το «Ναύπλιο»;
Όλγα: Ναι, το «Ναύπλιο». Ακόμα θυμάμαι τη Νίκη να προσπαθεί να βγάλει ένα cover στην κιθάρα και κάποια στιγμή το αφήνει το cover και μου λέει «Θες να ακούσεις κάτι που έγραψα;» και αρχίζει και παίζει λίγο το «Ναύπλιο». Και πάθαμε σοκ γιατί μέχρι τότε δεν είχαμε βγάλει ποτέ κάτι δικό μας που να μας αρέσει στην κιθάρα. Οπότε το επόμενο διάστημα μας έπιασε ένας οίστρος και αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε και να εξερευνούμε τι μπορούμε να κάνουμε με την κιθάρα.
Η μεγάλη επιτυχία ήρθε με τον «Βαγγέλη», ωστόσο. Το περιμένατε ότι θα κάνει τόσο γκελ;
Νίκη: Σε καμία περίπτωση! Εμείς θεωρούσαμε το «Ναύπλιο» ως το πιο δυνατό μας κομμάτι, αλλά προφανώς κάναμε λάθος.
Όλγα: Ξέρεις, «Το τραγούδι του Βαγγέλη» ήταν το «χαζό» μας τραγουδάκι. Το είχαμε υποτιμήσει.
Νίκη: Είναι κάπως αστείο διότι ξεκινήσαμε να έχουμε μπιφ με αυτό το κομμάτι, επειδή ακριβώς δεν το είχαμε σε εκτίμηση αλλά παρόλα αυτά γνώριζε όλο και πιο μεγάλη αποδοχή. Βέβαια μέσα από τις συναυλίες, το ανακαλύψαμε ξανά και πλέον το έχουμε αγαπήσει, ενώ έχει προκύψει και ένα καλό από όλο αυτό: είναι η μεγάλη μας επιτυχία, αλλά επειδή δεν το έχουμε παίξει πολύ δεν το έχουμε βαρεθεί.
Γιατί υπάρχουν κομμάτια που έχετε βαρεθεί να παίζετε;
Όλγα: Ε, το «Ναύπλιο» το έχω βαρεθεί.
Νίκη: Και το «Δεν μένω μακριά»
Πάντως από τα πρώτα κιόλας live ο κόσμος έδινε την αίσθηση ότι κάθε σας τραγούδι είναι η μεγάλη σας επιτυχία. Ξέρει κάθε στίχο και αρχίζει να τραγουδά από τις πρώτες κιόλας νότες…
Όλγα: Στην πρώτη μας συναυλία είχαμε πάθει Imposter Syndrome με όλη αυτή την αποδοχή. Σκεφτόμασταν ότι δεν συμβαίνει για εμάς όλο αυτό.
Νίκη: Είναι πολύ όμορφο που υπάρχει τέτοια επαφή και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι γνωρίζουν ακόμα και κομμάτια που εμείς οι ίδιες έχουμε σχεδόν ξεχάσει. Κάποια τραγούδια που έχουν περίπου 100 views στο YouTube. Είμαστε πολύ τυχερές για όλο αυτό. Όπως είμαστε τυχερές για το γεγονός ότι το setlist των συναυλιών μας αποτελείται μόνο από δικά μας κομμάτια.
Όλγα: Ναι, έτσι είναι. Ξέρεις, νομίζω ότι βοήθησε πολύ η καραντίνα, διότι τότε ανεβάσαμε το υλικό μας, ο κόσμος είχε τη δυνατότητα να το ακούσει και όταν πλέον κάναμε την πρώτη μας συναυλία μετά τον εγκλεισμό, το κοινό ήταν ήδη εξοικειωμένο με τη δουλειά μας.
Ζοριστήκατε να βάλατε τη λέξη «μουνάρα» σε τίτλο τραγουδιού;
Νίκη: Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι μία λέξη που τη φορτίζω με έναν τρόπο ενδυναμωτικό θα μπορούσε να δημιουργήσει παρερμηνείες.
Όλγα: Θεωρούμε ότι όταν εκφράζεσαι με ειλικρίνεια, τίποτα δεν είναι παρεξηγίσιμο. Δεν ισχύει. Και μπήκαμε σε μια διαδικασία να εξηγούμε γιατί γράψαμε κάτι, πώς το γράψαμε κοκ.
Σας ξενερώνει αυτό;
Όλγα: Εμένα ναι! Γιατί γράφουμε χωρίς να θέτουμε όρια.
Νίκη: Κι εμένα. Διότι παραβλέπουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται. Στο συγκεκριμένο κομμάτι δεν εξισώνουμε τη γυναικεία προσωπικότητα με το αναπαραγωγικό της όργανο. Το λέω γιατί το έχουμε ακούσει κι αυτό ως κριτική. Εμείς επανοικειοποιούμαστε αυτή την έννοια. Την ίδια αυτή λέξη μπορείς να την ακούσεις σε ένα τραπ κομμάτι. Δεν είναι καθόλου το ίδιο, πώς να το κάνουμε;
Το τραγούδια σας έχουν και πολλή καψούρα και πάθος. Τα γράφετε όταν βιώνετε αυτή την κατάσταση ή όταν έχει περάσει;
Όλγα: Έχουμε βασανιστεί πολύ! Προσωπικά, γράφω ότι βρίσκομαι μέσα σε αυτή την κατάσταση. Η Νίκη δεν λειτουργεί έτσι.
Νίκη: Ναι, γράφω αφού έχει περάσει όλο αυτό. Έχει τύχει πολλές φορές να μην ξέρω για ποιο λόγο γράφω ένα τραγούδι και καθώς το δουλεύω να συνειδητοποιήσω εκ των υστέρων «Α! Μάλλον έτσι ένιωθα τότε, σε εκείνη τη φάση και το εκφράζω καλλιτεχνικά τώρα».
Είναι πάντως τα ερωτικά μπλεξίματα και ο πόθος για τον/την άλλο/η είναι οι βασικές πηγές της έμπνευσή σας;
Όλγα: Θα έλεγα ότι είναι η αφετηρία, όμως μετά ξανοιγόμαστε και σε άλλα θέματα: τη μοναξιά, τα τραύματα, την παιδική ηλικία, ζητήματα που αφορούν την ταυτότητα και τη θέση του υποκειμένου μέσα σε μια ερωτική σχέση κοκ. Γίνεται ένα μέσο για να ανακαλύπτεις τελικά τον εαυτό σου.
Νίκη: Συνήθως οι ερωτικές σχέσεις είναι εκείνες που μας κάνουν να υποφέρουμε περισσότερο στην καθημερινότητά μας, επομένως ξεκινάμε από αυτές, όμως μετά τα τραγούδια εξελίσσονται σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης.
Για εσάς ο έρωτας μόνο με τόσο πολύ drama μπορεί να υπάρξει;
Όλγα: Δεν ξέρω αν είναι μόνο έρωτας αυτό. Περιέχει απωθημένα, εμμονές. Είναι κάτι άλλο. Νομίζω ότι ο έρωτας είναι κάτι πολύ υγιές τελικά και μπορεί να υπάρχει πολύ πιο ισορροπημένα. Μάλλον έχουμε μεγαλώσει με πολλές ρομαντικές ταινίες και τείνουμε να ταυτίζουμε τον έρωτα με το βάσανο και το δράμα. Ο έρωτας είναι κάτι ευχάριστο και όταν αρχίσει να γίνεται δυσάρεστος καλό είναι να φεύγεις.
Νίκη: Δεν έχω ιδέα. Είναι νωρίς -και ίσως να είναι πάντα νωρίς- για να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα για όλα αυτά.
Τις δικές σας ερωτικές σχέσεις τις βιώνετε όπως γράφετε για αυτές στα κομμάτια σας;
Νίκη: Μην σου πω ότι στα τραγούδια τις περιγράφουμε ωραιοποιημένες. Γενικά πολύ δράμα και καθόλου αξιοπρέπεια.
Προτιμάτε να εκφράζετε με τα τραγούδια αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα λέγατε κατά πρόσωπο στον άλλο;
Όλγα: Προσωπικά το κάνω.
Νίκη: Όσες φορές έχω ξεκινήσει να γράφω ένα τραγούδι για να εκφράσω εκεί πράγματα που έχω αφήσει ανείπωτα δεν λειτουργεί καλά. Εννοώ, δεν μου αρέσει το αποτέλεσμα και αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα όταν γράφω μουσική. Επομένως, συνήθως καταλήγω να μιλάω για κάτι άλλο από αυτό που αρχικά είχα στο μυαλό μου.
Μιλάτε για τοξικές σχέσεις, για ανθρώπους που έχουν τα θέματα τους, για δύσκολες γενικά καταστάσεις με έναν τρόπο καυστικό και σαρκαστικό. Πώς σας προέκυψε αυτό;
Όλγα: Για μένα δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Όταν πονάς έχεις ανάγκη να γελάσεις.
Πολλοί στίχοι σας θα μπορούσαν να είναι και memes. Τους βλέπουμε σε γκράφιτι σε τοίχους. Το βλέπετε και εσείς έτσι;
Όλγα: Ναι. Καμιά φορά γίνεται και επίτηδες. Ψάχνουμε ένα catch phrase και γύρω από αυτό να χτίσουμε ένα τραγούδι.
Νιώθετε ότι εκφράζετε μια γενιά, τους ανθρώπους που είναι 20-30 σίγουρα;
Όλγα: Μάλλον συμβαίνει επειδή είμαστε και εμείς στην ίδια ηλικιακή περίοδο. Μιλάμε την ίδια γλώσσα με αυτό το κοινό και έτσι είναι πιο εύκολο οι δικές μας λέξεις να γίνουν και δικές τους.
Έχετε σκεφτεί ότι βγάζουν και μια έντονη ατομικότητα τα τραγούδια σας; Οι χαρακτήρες για τους οποίους μιλάτε φωνάζουν «το δικό μου πρόβλημα είναι το μεγαλύτερο/το σημαντικότερο όλων»;
Νίκη: Καλώς ή κακώς, το κόσμο τον βιώνουμε μέσα από τα μάτια μας. Αν εγώ υποφέρω για έναν έρωτα, είναι μοιραίο να μου φαίνεται το μεγαλύτερο πρόβλημα στον κόσμο. Είναι εγωιστική αυτή στάση; Ναι.
Όλγα: Μου φαίνεται πάρα πολύ ανθρώπινο το δικό σου πρόβλημα, όταν το βιώνεις έντονα, να γίνεται ό,τι πιο σημαντικό συμβαίνει γύρω σου. Παύει να μου φαίνεται οκ, όταν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά πιο σοβαρό σε κάποιον δικό σου. Από εκεί και πέρα, το να μην θεωρείς το δικό μεγάλο ή μικρό δράμα ως το κατ’ εξοχήν δράμα προϋποθέτει ένα επίπεδο αλτρουισμού που μέχρι σήμερα δεν έχω συναντήσει.
Είναι σύμπτωμα της εποχής μας λέτε;
Όλγα: Ζούμε σε μια εποχή όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού προσπαθεί να επιβιώσει, είτε αυτό σχετίζεται με τα ψυχολογικά του, με τα οικονομικά του, με τα οικογενειακά του. Επομένως, αναγκάζεσαι να βάλεις μπροστά στον εαυτό σου.
Νίκη: Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο που λειτουργούν πολύ έντονα δύο αντίρροπες δυνάμεις στις κοινωνίες μας. Η μία μας κατευθύνει προς τον ατομικισμό και η άλλη προς την μεγάλη εικόνα, προς αυτά που συμβαίνουν στην Παλαιστίνη για παράδειγμα. Από την άλλη, ξέρεις, πόσο λιγότερο ατομικιστικό είναι να ποστάρω ένα βίντεο για την Παλαιστίνη και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο να έχω επιστρέψει στην ζωούλα μου θεωρώντας ότι έχω επιτελέσει το κοινωνικό μου καθήκον;
Αυτή η ξαφνική επιτυχία έχει φουσκώσει τη ναρκισσιστική σας πλευρά;
Όλγα: Η αλήθεια είναι ότι ταλαιπωρούμαι από αυτές τις σκέψεις. Ξέρεις αν είμαι πολύ νάρκισσος, αν είμαι πολύ ψώνιο. Ωστόσο θεωρώ ότι δεν μπορώ να απαντήσω εγώ η ίδια για τον εαυτό μου. Κάποιος άλλος θα πρέπει να το δει και να το επισημάνει.
Νίκη: Νομίζω ότι είναι κάτι εντελώς ανθρώπινο. Όλοι έχουμε μια ναρκισσιστική πλευρά. Το σημαντικό είναι να αναρωτιόμαστε προς τα πού πάει όλο αυτό, όπως λέει και η Όλγα. Βέβαια, η δική μας δουλειά σε ταπεινώνει καθημερινά. Ακόμα και αν πας να το νιώσεις, το επάγγελμα δεν σε αφήνει να πεις «αξίζω».
Όλγα: Πάντως μερικές φορές είναι προτιμότερο να αφήνει λίγο το «εγώ» σου να φουσκώνει και να ξεπερνάς έτσι ανασφάλειες, να τολμάς το ρισκάρεις, να νιώθεις καλύτερα με τον εαυτό σου. Το λέω γιατί βλέπω ότι πολλά παιδιά στην ηλικία μου φοβόμαστε να δοκιμάσουμε πράγματα.
Τα τραγούδια σας είναι αρκετά θεατράλε. Έχετε σκεφτεί να γράψατε ποτέ ένα μιούζικαλ;
Νίκη: Ναι, θα το θέλαμε πολύ! Αλλά χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά για να φτάσουμε εκεί.
Αυτή η σχέση που έχετε, τόσο καλλιτεχνικά όσο και βιολογικά, λειτουργεί ως μια φούσκα που σας κρατά έξω από τις ματαιώσεις της πραγματικότητας;
Όλγα: Το γεγονός ότι από πάντα έχουμε η μία την άλλη δημιουργεί εξ ορισμού μία φούσκα ή μάλλον έναν πυρήνα. Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη.
Νίκη: Αυτό είναι που το αντιλαμβάνεται η οικογένειά μας, οι φίλοι μας, οι σύντροφοί μας.
*Ευχαριστούμε το Φαβορίτα