Δεν μου χαρίστηκε ο χρόνος. Δεν τον αφήνω να περάσει. Όπως στην «κυρα-Μαρία» που έπαιζα μικρός. Δεν περνά! Στο τέλος περνά!
«Από τη στιγμή που υπάρχει μια πρακτική γραφής, βρισκόμαστε μέσα σε κάτι που δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία». Το ότι είναι μόνο «γραφή» με ανησυχεί όλο και περισσότερο. Με θλίβει μάλιστα ότι αυτό δεν είναι πλέον «ζωή».
Πίστεψα πως από την «άλλη πλευρά» –την altra riva, όπου βρίσκεται η χαρά– ο χρόνος δεν θα με απασχολεί πλέον. Γράφοντας θα γινόμουν αθάνατος και θα αναγνώριζα στη μορφή αυτού που γράφω το ποίημα – το viatique pour l’eternite, όπως διάβαζα στη μαρμάρινη πλάκα, στην πρόσοψη του σπιτιού του Βλαντιμίρ Γιανκέλεβιτς.
Η πρακτική της γραφής όμως, που καταργεί τα είδη, ούτε κι αυτή με παρηγορεί ώστε να πω: «Να! Έγραψα. Και δεν έχει σημασία τι».
Δεν με καθησυχάζει το ότι η γραφή είναι ήδη (είδη) το «ύφος» του γραπτού χωρίς κατατάξεις (είδη). Δεν μου φτάνει ακόμη το ότι η γλωσσική έκφραση δεν είναι παρά ένα «όργανο». Αλλά να μη ζητώ πολλά. Ούτε θεωρητικός ούτε λογοτέχνης υπήρξα, ούτως ειπείν. Οργανοπαίχτης; Ναι. Και ούτε τα πολλά «είδη» που με δικαιολογούν στον εαυτό μου γράφοντας θα με εμπόδιζαν, παρά την αγωνία μου, να χτυπώ τα πλήκτρα ενός Steinway με ουρά, νομίζοντας ότι παίζω τη «Σονάτα για πιάνο, op. 25» του Σένμπεργκ, ή τις «Παραλλαγές για πιάνο, op. 27» του Άντον Βέμπερν. Ο Γκλεν Γκουλντ τα παίζει καλύτερα.
«Μην μπαίνετε προς το παρόν στον κόπο να κατανοήσετε∙ να διαβάζετε και να ξαναδιαβάζετε, και τότε το ποίημα θα ανοιχτεί από μόνο του».
Έτσι να μ’ ακούτε.
Υ.Γ.
Το οπισθόφυλλο λοιπόν, της πρόσφατης ποιητικής μου συλλογής Ροή αέρα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Οπισθόφυλλο, η τελευταία, δηλαδή, σελίδα στο εξώφυλλο του βιβλίου της ζωής, γιατί πώς θα αντισταθώ με τον τρόπο μου στην απερίγραπτη επικαιρότητα; Πώς θα συνεχίσω να ταξιδεύω, όπως το γαλάζιο τρεχαντήρι μπροστά από το τρομακτικό κρουαζιερόπλοιο στο νέο λιμάνι της Μυκόνου στη φωτογραφία της Καίτης Φούσκη; Κάθε φορά το «βουιδάδικο», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι, μεταφέρει από τη Ρήνεια ζώα (βούδια) και ενίοτε κανέναν ιδιότροπο τουρίστα που ξέμεινε στο ξερονήσι να κοιτάει τον Τσικνιά.
Λαμποκοπά όμως στην σκοτεινότερη νύχτα του εαυτού της.
Και σ’ αυτήν οσονούπω θα βυθιστεί, εφόσον η Ελλάδα δεν την προσαρτά στην επικράτειά της το ταχύτερο. Εφόσον δηλαδή δεν της επιβάλλει την νομιμότητα της δημοκρατικής Πολιτείας της. Γιατί, όπως δραματικά ειδοποιεί ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού, Γιώργος Δελλής, στην «Καθημερινή» της Κυριακής: «Τα παραβατικά ήθη του νησιού δεν καλλιεργούνται εν κρυπτώ, εκτίθενται στο φως και στη δημοσιότητα. Η εγκληματική Μύκονος δεν είναι λούμπεν, διεκδικεί τον ρόλο οικονομικού, κοινωνικού και αξιακού προτύπου».
Τέτοιες «εξαιρέσεις» εντός ενός Κράτους, στην διεθνή τουλάχιστον βιβλιογραφία, κοσμούν το Κράτος αυτό με τον κακόφημο επιθετικό προσδιορισμό, «αποτυχημένο» (failed State).
«Αποτυχημένο»;
Όχι ακριβώς: αυτοακρωτηριασμένο και χωλό.
Διότι αυτό συμβαίνει στη χώρα μου. Το κράτος παραχωρεί στα «αφεντικά» την επιμέρους και επιτόπου διακυβέρνηση, ώστε στα «αφεντικά» να είναι υπόλογος ο κυρίαρχος τάχα λαός. Από αυτά να εξαρτάται. Αυτά να τιμά.