Η επιστροφή στη Βόρεια Εύβοια, τρία χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 2021, ήταν ένα προσωπικό στοίχημα και μαζί ανάγκη. Έχοντας αφήσει πίσω την καιόμενη πλαγιά του βουνού πάνω από την παραλία των Βασιλικών, στην πλευρά του Αιγαίου, ένα κατακόκκινο ξημέρωμα που η φωτιά κατέκαιγε έναν από τους ωραιότερους φυσικούς πνεύμονες της Ελλάδας, η επάνοδος στον τόπο της καταστροφής άνοιξε για μένα μια χαραμάδα αισιοδοξίας.
Όχι η φωτιά δεν είναι το τέλος αυτού του εκπληκτικού δάσους στο Ξηρόν Όρος που επηρεάστηκε από την πυρκαγιά, ωστόσο δεν κάηκε ολοσχερώς. Τα είδη των δένδρων που συνυπάρχουν εδώ έχουν την ικανότητα να αναγεννιούνται μετά την πύρινη λαίλαπα, η οποία έκαψε 500.000 στρέμματα. Η μεγάλη πρόκληση είναι να μην υπάρξει επανάληψη εκτεταμένης φωτιάς σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το ίδιο δάσος είχε ξανακαεί το 1977, πριν από 47 χρόνια, και ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του. Σήμερα μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα τα καταφέρει ξανά. Υπό προϋποθέσεις όμως.
Χάρη στο Evia Film Project, την πράσινη κινηματογραφική δράση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που φέτος πραγματοποιήθηκε από τις 2 έως τις 6 Ιουλίου για τρίτη χρονιά σε Αιδηψό, Αγία Άννα και Λίμνη προς ενίσχυση της ανάκαμψης της περιοχής, τολμήσαμε την πεζοπορία στο δάσος στο Ξηρόν Όρος και είδαμε από κοντά την καταστροφή και την ελπιδοφόρα αναγέννηση της φύσης. Υπέροχες οι κινηματογραφικές βραδιές του φεστιβάλ, τις οποίες τιμήσαμε στις προβολές στο θερινό σινεμά Απόλλων, όπως και στη Λίμνη, αλλά και μοναδική ευκαιρία αφύπνισης η εμπειρία στο βουνό, ειδικά αν συνοδεύεται με ένα κρύο μακροβούτι σε καταρράκτες.
Βάλαμε καπέλο, αντηλιακό, πήραμε παγούρι και ένα μικρό σακίδιο και ακολουθήσαμε το μονοπάτι στην κορυφή του βουνού σε υψόμετρο περίπου 1000 μέτρων, προκειμένου να διαπιστώσουμε από κοντά πώς συμπεριφέρθηκε η βλάστηση μετά τη φωτιά. Εδώ που – προς μεγάλη μας έκπληξη και (ανακούφιση ταυτόχρονα) – συναντιούνται διαφορετικά είδη δένδρων και το ένα συμπληρώνει ή ευφυώς (σύμφωνα με τη φύση) αντιμάχεται το άλλο.
Μεσογειακές πυρκαγιές, θάνατος και φυσική αναγέννηση
Αφετηρία στο μονοπάτι μας είναι οι γάργαροι καταρράκτες του Δρυμώνα, ένας παράδεισος ανέγγιχτος από το πέρασμα της φωτιάς, σε υψόμετρο 650μ. – το νερό εξάλλου είναι στο επίκεντρο του 3ου Evia Film Project. Διανύοντας περίοδο ξηρασίας και έντονης ζέστης, ποιος θα πει όχι σε αυτή την όαση; Οδηγοί μας στην ανηφορική αυτή διαδρομή, μέλη της επιστημονικής ομάδας του Χερσαίου Προγράμματος του WWF Ελλάς, με επικεφαλής τον Συντονιστή Δράσεων για τις Δασικές Πυρκαγιές του WWF Ελλάς, Ηλία Τζηρίτη. Κοντά μας και μέλη του Σωματείου Εθελοντών Διασωστών Δασοπυροσβεστών Βορειοκεντρικής Εύβοιας.
Νεκρά δέντρα αλλά και νέοι θάμνοι, θυμάρια που μοσχομυρίζουν, πεύκα που στέκονται όρθια βρίσκονται στη διαδρομή μας. Η μυρωδιά της ζωής δίπλα στα καμένα. «Τα μεσογειακά δάση που έχουμε στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία έχουν την ικανότητα να αναγεννούνται σε 20-25 χρόνια, η οποία ωστόσο χάνεται αν καούν ξανά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το μεγάλο στοίχημα, λοιπόν, εδώ είναι να μην καεί ξανά το δάσος την επόμενη 20ετία ώστε να μπορέσει να αναγεννηθεί και σε περίπτωση μελλοντικής πυρκαγιάς να μπορέσει να αναπαραχθεί», μας λέει ο Ηλίας Τζηρίτης.
Η αισιόδοξη πλευρά αυτής της περιήγησης είναι ότι η δασική πυρκαγιά δεν είναι η απόλυτη καταστροφή. Οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της είναι μια αναπόδραστη πραγματικότητα, ωστόσο το τέλος του συγκεκριμένου δάσους δεν έχει επέλθει οριστικά. Η καρδιά του πάλλεται ακόμα. Το δάσος θα πεθάνει με τις επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές. Κι εδώ είναι η ευθύνη των κρατικών αρχών.
«Στην περίοδο της κλιματικής αλλαγής που διανύουμε το πρόβλημα είναι οι επαναλαμβανόμενες και έντονες πυρκαγιές. Αν αυτός ο τύπος δάσους καεί, απαιτείται στη συνέχεια μεγαλύτερη προσοχή και φροντίδα για το δάσος από ότι προηγουμένως ώστε να μην ξανακαεί. Το πρόβλημα είναι ότι μετά από μια φωτιά η πυροσβεστική δεν δίνει σημασία στην προστασία του καμένου δάσους. Κι όμως αυτή εδώ είναι μια κρίσιμη περιοχή, η οποία πρέπει να προστατευτεί», σύμφωνα με τον Συντονιστή Δράσεων για τις Δασικές Πυρκαγιές του WWF Ελλάς.
Προφανώς για την επαγρύπνηση και αντιμετώπιση μιας νέας φωτιάς χρειάζονται μέτρα πρόληψης, όπως ένα τοπικό σχέδιο αντιμετώπισης πυρκαγιών και ακολούθως ζώνες πυροπροστασίας, ελεγχόμενη βόσκηση και στοιχειώδης οργάνωση του μηχανισμού καταστολής των πυρκαγιών.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι φωτιές στη Μεσόγειο δεν συνιστούν μόνο περιβαλλοντικό αλλά και κοινωνικό πρόβλημα. Περίπου το 95% των μεσογειακών πυρκαγιών οφείλονται στον ανθρώπινο παράγοντα είτε αυτές προκαλούνται κατά λάθος είτε εσκεμμένα, ενώ το υπόλοιπο 5% προκύπτει από φυσικά αίτια (π.χ. κεραυνούς).
Στην Ελλάδα καταγράφονται ετησίως 10.000 περιστατικά πυρκαγιών (ποσοστό 95%) τα οποία οφείλονται στον άνθρωπο, ενώ δεν υφίσταται εξειδικευμένη ανάλυση στατιστικών στοιχείων γύρω από τις αιτίες πίσω από την ανθρώπινη επέμβαση, τους λόγους που οδηγούν στην ανθρώπινη αμέλεια και τους παράγοντες που διαμορφώνουν τα κίνητρα των εμπρηστών. Κι αυτό αποτελεί τον αδύναμο κρίκο στη χώρα μας σε σχέση με την πρόληψη των πυρκαγιών. Από το ποσοστό του 95% των καταγεγραμμένων πυρκαγιών ετησίως, το 40% αυτών οφείλεται σε αμέλεια ενώ το 25% προκαλείται επίτηδες και το υπόλοιπο ποσοστό είναι «άγνωστοι λόγοι».
Παλιά και νέα είδη δένδρων στις καμένες εκτάσεις
Κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας μας, σε στάσεις για ξεκούραση σε διάφορα σημεία, ανάμεσα σε γεφυράκια και κιόσκια, μάθαμε τις διάφορες προσεγγίσεις αναδάσωσης, φυσικής και τεχνητής του συγκεκριμένου δάσους. Είδαμε από κοντά πως στην περίπτωση της μαύρης πεύκης που καίγεται δύσκολα αλλά που δεν αναγεννιέται από μόνη της μετά τη φωτιά, η φύση κάνει τη δουλειά της, παράγοντας βελανιδιές στη θέση της – τα δέντρα που, ανταγωνιστικά απέναντι στη μαύρη πεύκη, παίρνουν την εκδίκησή τους αναγεννημένα από την πυρκαγιά. Ας μην ξεχνάμε πως στη Βόρεια Εύβοια φυτρώνει το μοναδικό ενδημικό υποείδος βελανιδιάς, η ευβοϊκή βελανιδιά.
Οι καμένοι θάμνοι επίσης αναπαράγονται από τις ρίζες τους. Η Χαλέπειος Πεύκη – δέντρο που δυστυχώς καίγεται εύκολα αλλά αναπαράγεται φυσικά (τα πεύκα παράγουν σπόρους τον Μάιο οπότε δεν τα φοβίζει η φωτιά το καλοκαίρι), ρίχνει τους σπόρους της στη γη αφού υποχωρήσει η θερμοκρασία του εδάφους (το συγκεκριμένο είδος πεύκου κλείνει τον κώνο του στην πυρκαγιά για να προστατεύσει τους σπόρους που ήδη έχει και όχι, δεν προκαλεί ‘’εκρήξεις’’, σύμφωνα με τον λαϊκό μύθο). Στο μεγαλύτερο μέρος της καμένης έκτασης είδαμε ότι τα πεύκα που μεγαλώνουν δημιουργούν ένα χαλί καθώς χιλιάδες από αυτά αναπαράγονται.
Διαπιστώσαμε, μάλιστα, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής: αλλαγές στην υψομετρική βλάστηση των ειδών καθώς και στη γεωγραφική τους θέση. Αλλαγές και στην ανθεκτικότητά τους απέναντι στη φωτιά. Για παράδειγμα, η Χαλέπειος Πεύκη που κανονικά φυτρώνει μέχρι το όριο των 600 μέτρων σε υψόμετρο, αναπτύσσεται πλέον σε μεγαλύτερο υψόμετρο, λόγω των καιρικών συνθηκών. Η μαύρη πεύκη, κάποτε ιδιαίτερα ανθεκτική στη φωτιά, έχει γίνει πιο επιρρεπής στις πυρκαγιές, αν και αντιστέκεται ακόμα. Είδαμε, ακόμα, πώς το χρώμα στα φυλλώματα των θάμνων, πράσινο ή καφέ, χρησιμεύει για τον υπολογισμό της ζωντανής καύσιμης ύλης του δάσους και την εξαγωγή δεδομένων για την αντιμετώπιση της φωτιάς, με βάση την υγρασία των δέντρων (τουλάχιστον αυτό γίνεται στο εξωτερικό).
Είδαμε και την σωτήρια ελάτη, την ανθεκτική στη φωτιά, με το υγρό και σωτήριο φύλλωμα. Στη Βόρεια Εύβοια τα φυσικά χαρακτηριστικά του τόπου ευνοούν την ανάπτυξη της σε χαμηλό υψόμετρο, στα 500-600 μέτρα, λόγω του καιρού που ευνοεί την υγρασία και τη βροχή. Η ελάτη βοήθησε στην κατάσβεση της φωτιάς εδώ, γιατί είναι ένα ανθεκτικό είδος και ανάλογα με την ώρα και τον τρόπο που θα περάσει μια φωτιά μπορεί να βοηθήσει στην καταστολή της.
«Το χώμα είναι η προστασία μας απέναντι στην κλιματική κρίση. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να προστατεύσουμε το χώμα μετά την πυρκαγιά».
Η ελάτη όμως δεν αναπαράγεται φυσικά μετά τη φωτιά, γιατί η παραγωγή των σπόρων της γίνεται τον Οκτώβριο, μετά το καλοκαίρι, που οι φωτιές είναι εκτεταμένες στη Μεσόγειο. Επίσης, το ελατόδασος αναπτύσσεται αργά, στο βάθος 100 χρόνων και χρειάζεται και επιζητά τη μεγάλη σκιά των προγόνων του. Το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση είναι αν πρέπει να γίνει τεχνητή παρέμβαση ή αν θα πρέπει να περιμένουμε πολλά χρόνια ώστε να υπάρξει φυσικός εποικισμός.
Στη γειτονιά μας, στη Μεσόγειο, οι πυρκαγιές συμβαίνουν εδώ και χιλιάδες χρόνια με αποτέλεσμα τα οικοσυστήματα να είναι από μόνα τους σοφά προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές. Όταν προκύπτουν οι πυρκαγιές μετά από μεγάλες χρονικές περιόδους ή από φυσικά αίτια, ο αντίκτυπος στο περιβάλλον δεν είναι τόσο δραματικός. Το πρόβλημα είναι πώς θα προστατευθεί κυρίως το χώμα του δάσους την πρώτη 3ετία μετά τη φωτιά, για να αποφευχθεί η διάβρωση.
«Το χώμα είναι η προστασία μας απέναντι στην κλιματική κρίση. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να προστατεύσουμε το χώμα μετά την πυρκαγιά με αντιδιαβρωτικά έργα (κόψιμο κορμών δένδρων ώστε να δημιουργηθούν ξύλινα φράγματα που αποτρέπουν τη διάβρωση του εδάφους). Το έδαφος πρέπει να προστατευθεί ώστε να υπάρξουν περισσότερες πιθανότητες για φυσική αναγέννηση ή τεχνητή αποκατάσταση», σημειώνει ο Ηλίας Τζηρίτης. Ευτυχώς, η βόρεια Εύβοια έχει πολλές βροχοπτώσεις, το έδαφος είναι γόνιμο κι έτσι συνηγορούν οι βασικοί παράγοντες για φυσική αποκατάσταση.
Τι κάνουμε, λοιπόν, στην περίπτωση του δάσους του Ξηρού Όρους; Περιμένουμε, μας λέει ο Συντονιστής Δράσεων για τις Δασικές Πυρκαγιές του WWF Ελλάς, να δούμε την συμπεριφορά της φύσης στα πρώτα 2-3 χρόνια μετά τη φωτιά, για να αποφασίσουμε αν θα έχουμε φυσική ή τεχνητή αναδάσωση. Η φύση, όπως είδαμε, κάνει ήδη το πολύτιμο έργο της. Η διαδικασία της διαδοχής και της φυσικής αναδάσωσης είναι σε εξέλιξη. Αρκεί να τη βοηθήσουμε, να προστατεύσουμε την αναγέννησή της. Κάθε ώρα που περνάει είναι κρίσιμη για την προστασία αυτού του δάσους, που επανέρχεται από τις στάχτες του. Θα το διαφυλάξουμε;
Μελέτες από το WWF Ελλάς
Μετά την καταστροφική πυρκαγιά στον Έβρο το καλοκαίρι του 2023, τη μεγαλύτερη σε έκταση πυρκαγιά που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με 942.500 στρέμματα καμένης γης, το WWF Ελλάς εκπόνησε και παρέδωσε δύο μελέτες για την αποκατάσταση του φυσικού πλούτου και για τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς, αλλά και για τη συμπεριφορά του κρατικού μηχανισμού. Ο στόχος είναι να αποτελέσουν οι μελέτες αυτές πρότυπο μελετών και διαδικασιών που θα πρέπει να ακολουθούνται μεταπυρικά για οποιασδήποτε πληγείσα περιοχή στη χώρα μας.
Επίσης, το WWF Ελλάς, σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη, ολοκλήρωσε το έργο με τίτλο «Κατάρτιση και εφαρμογή σχεδίων δράσης για την πρόληψη δασικών πυρκαγιών σε τοπικό επίπεδο». Αναμένονται ακόμα οι απαντήσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.