Η ζέστη του Ιουνίου ήταν αδιάκοπη και, σε πολλές περιπτώσεις, ανυπόφορη. Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας δεν έριξε στάλα βροχής δυσχεραίνοντας την κατάσταση. Τα επίσημα στοιχεία απλώς επαλήθευσαν τη γενική αίσθηση του πληθυσμού.
Η πλήρης επιβεβαίωση ήρθε από τη μηνιαία έκθεσή της υπηρεσίας κλιματικής αλλαγής Copernicus. Στην αναφορά που δημοσίευσε στο διαδίκτυο ενημέρωσε πως ο Ιούνιος του 2024 υπήρξε παγκοσμίως ο θερμότερος από οποιονδήποτε προηγούμενο Ιούνιο.
Με βάση τα στοιχεία, η μέση θερμοκρασία του επιφανειακού αέρα ήταν 16.66 βαθμούς Κελσίου. Σε σχέση με τον Ιούνιο του 2023, που ήταν ο θερμότερος Ιούνιος όλων των προηγούμενων, η αύξηση που σημειώθηκε ήταν της τάξεως των 0.14 βαθμών Κελσίου.
Αρνητικό ρεκόρ 14ετίας για την Ελλάδα
Όπως επισημάνθηκε ξεχωριστά, η Ελλάδα αντιμετώπισε τον θερμότερο Ιούνιο από το 2010. Σε αυτό το διάστημα βίωσε παρατεταμένους καύσωνες με θερμοκρασίες που κυμαίνονταν σταθερά πάνω από τους 40 βαθμούς Κελσίου.
Αντίστοιχα ήταν τα φαινόμενα και στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Copernicus, ο εφετινός Ιούνιος ήταν ο δωδέκατος συνεχόμενος μήνας με παγκόσμια μέση θερμοκρασία μεγαλύτερη του 1,5 βαθμού Κελσίου συγκριτικά με την προβιομηχανική περίοδο (1850-1900). Σε οκτώ από αυτούς τους δώδεκα μήνες, από τον Σεπτέμβριο του 2023 έως τον Απρίλιο του 2024, η αύξηση κυμάνθηκε μεταξύ των 1,58 και 1,78 βαθμών Κελσίου.
Τι ίσχυσε σε Ευρώπη και υπόλοιπο κόσμο
Οι θερμοκρασίες στην ευρωπαϊκή επικράτεια ήταν πάνω από τον μέσο όρο στις νοτιοανατολικές περιοχές και στην Τουρκία, αλλά κοντά ή κάτω από το μέσο όρο στη δυτική Ευρώπη, στην Ισλανδία και στη βορειοδυτική Ρωσία.
Εκτός Ευρώπης, οι θερμοκρασίες υπερέβησαν τον μέσο όρο στον ανατολικό Καναδά, στις δυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, στο Μεξικό, στη Βραζιλία, στη βόρεια Σιβηρία, στη Μέση Ανατολή, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ανταρκτική.
Οι διαφοροποιήσεις αυτές, που περιγράφονται ως ανωμαλίες, αποτελούν συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
«Η κυβέρνηση οφείλει να βάλει ένα στοπ σε νέα έργα ορυκτών καυσίμων»
Σχολιάζοντας τα δεδομένα, ο Κωστής Γριμάνης, υπεύθυνος για θέματα κλίματος και ενέργειας στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, σχολίασε πως «παρά τις ακραίες αυτές συνθήκες που αναδεικνύουν τον επείγοντα χαρακτήρα της δράσης για το κλίμα, νέα έργα ορυκτών καυσίμων, όπως πλωτές μονάδες επαναεριοποίησης αποθήκευσης (FSRU), μονάδες ηλεκτροπαραγωγής αερίου και σχέδια εξόρυξης πετρελαίου και ορυκτού αερίου, συνεχίζουν να προχωρούν, υπογραμμίζοντας την κρίσιμη σύγκρουση μεταξύ του σημερινού εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού και της καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης».
«Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της για τη ζημιά που συνεχίζει να προκαλεί σε κλίμα, περιβάλλον και τους πολίτες της χώρας. Αντίστοιχα, η κυβέρνηση οφείλει να βάλει ένα στοπ σε νέα έργα ορυκτών καυσίμων και να λάβει φιλόδοξα μέτρα πρόληψης και λύσεις βασισμένες στη φύση για την προστασία από ακραία καιρικά φαινόμενα» επεσήμανε επίσης.
«Οι αυτουργοί της κλιματικής καταστροφής είναι μια χούφτα εταιριών»
Από την πλευρά του ο Ίαν Νταφ, υπεύθυνος της παγκόσμιας εκστρατείας της Greenpeace «Stop Drilling, Start Paying», σχολίασε ότι «οι επιζώντες των ακραίων φαινομένων τον τελευταίο μήνα είναι εκατομμύρια. Από την Κίνα ως την Ινδία, την Ελλάδα ως την Ιταλία και από την Σαουδική Αραβία ως τις ΗΠΑ και τη Τζαμάικα, πλημμύρες, πυρκαγιές και κύματα καύσωνα έχουν καταστρέψει σπίτια, έχουν κοστίσει ζωές και έχουν βλάψει την υγεία των πολιτών. Τα φαινόμενα αυτά κόστισαν περισσότερα από 41 δις δολάρια σε ζημιές, μόνο τους πρώτους μήνες της χρονιάς. Κι όλα αυτά όσο οι μεγάλες εταιρείες ορυκτών καυσίμων έχουν τεράστια κέρδη: σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες, κέρδη πάνω από 2,8 δις δολάρια κάθε μέρα εδώ και 50 χρόνια».
Κατά τον κ. Νταφ, «οι αυτουργοί της κλιματικής καταστροφής είναι μετρημένοι στα δάχτυλα. Μια χούφτα εταιρειών είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την επιδείνωση των ακραίων καιρικών φαινομένων. Όχι μόνο αρνούνται την κλιματική επιστήμη, αλλά συνειδητά έχουν καθυστερήσει την εφαρμογή των λύσεων ενώ τα σχέδιά τους για επέκταση των δραστηριοτήτων τους αποτελούν μια επιπόλαιη επίθεση προς τον πλανήτη».
«Η Greenpeace πιέζει ώστε οι κυβερνήσεις να καταστήσουν επιτέλους τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου υπεύθυνη για τις απώλειες και τις ζημιές που προκαλεί, ενώ βγάζει τρισεκατομμύρια σε κέρδη. Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων πουλούν ψεύτικη εικόνα και προσπαθούν να εξαγοράσουν τους πολιτικούς, όμως το μέλλον μας δεν πωλείται. Μέσα από νομοθεσίες, προσφυγές και ειρηνική δράση, ενώνουμε τις φωνές μας με τις ομάδες νέων, τις ομάδες μεγαλύτερων σε ηλικία πολιτών, τους αυτόχθονες και πολλούς άλλους που αγωνίζονται να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη και να εξασφαλίσουν ένα σταθερό κλίμα» κατέληξε.