Το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών πανηγυρίζεται από ορισμένους ως ένα μεγάλο «όχι» στην ακροδεξιά και ενδεχομένως δικαίως.
Όμως είναι φανερό ότι σχεδόν ταυτόχρονα, αυτή η δημοκρατική ανακούφιση ακολουθείται από ένα μεγάλο κενό. Επίσης δημοκρατικό. Οι πρόνοιες του γαλλικού συντάγματος φαίνεται ότι δεν είχαν προσαρμοστεί σε τόσο περίπλοκες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες. Νέες εκλογές δεν προβλέπονται για διάστημα συντομότερο των 12 μηνών, κουλτούρα συνεργασιών δεν υπάρχει, ο νικητής των εκλογών, επικεφαλής της ετερόκλητης αριστερο-σοσσιαλιστικό-πράσινης συμμαχίας αποκλείει έναν συνασπισμό, ο επικεφαλής των κεντρώων αποκλείει συμφωνία με τον νικητή των εκλογών και το μόνο ορατό μαθηματικό ενδεχόμενο για τη συγκρότηση κυβέρνησης με κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι μία ανατροπή του ίδιου του αποτελέσματος των εκλογών.
Ενδεχομένως η επιλογή της προκήρυξης εκλογών από τον πρόεδρο της Γαλλίας έπειτα από την αποδοκιμασία που δέχθηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές να ήταν ακριβώς αυτό, η ανάδειξη ενός πολιτικού αδιεξόδου.
Το προφανές ερώτημα όμως είναι, τι γίνεται από εδώ και πέρα. Είναι προτιμότερο το χάος από την, έστω και ασαφώς οριζόμενη ακροδεξιά; Λαμβάνονται τελικά υπόψη οι ανησυχίες και οι διαθέσεις αποδοκιμασίας των Γάλλων, ή οποιωνδήποτε άλλων, στη σημερινή Ευρώπη; Και μήπως τελικά, αυτό το χαοτικό αποτέλεσμα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε έναν νέο κύκλο αβεβαιότητας και πολιτικής απροσδιοριστίας, ο οποίος σε τρία χρόνια θα φέρει στην προεδρία της Γαλλίας έναν εκπρόσωπο της ακροδεξιάς, με τις αναγκαίες προσαρμογές στη ρητορική και την επικοινωνία;
Τα ερωτήματα προφανώς και θα πρέπει να απασχολήσουν πρωτίστως του Γάλλους. Θα πρέπει όμως και προβληματίσουν τους υπολοίπους στην Ευρώπη, όσο πανηγυρίζουν, περίπου σαν κι εκείνους τους ηρωικούς οπαδούς του «όχι» στο δικό μας δημοψήφισμα του 2015.