Αύξηση στα κρούσματα κορονοϊού παρατηρείται τελευταία, παρότι πρόκειται για μια νόσο που έχει ελεγχθεί, καθώς ο ιός έχει γίνει πλέον ενδημικός.

Με την άρση – σωστά – της εφαρμογής των μέτρων, την εξαφάνιση της μάσκας και τον συνωστισμό, παρουσιάζεται μια έξαρση, όπου παρατηρούνται αυξημένα κρούσματα και αυξημένες νοσηλείες, αν και η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη έναντι της πανδημίας.

Ο κορονοϊός παραμένει, δεν έχει εποχιακή κατανομή, όμως με όλα τα εργαλεία και τα αντι – ιικά φάρμακα που βοηθούν πάρα πολύ, η διαχείριση της νόσου γίνεται ευκολότερη.

Με τα λόγια αυτά, ο ομότιμος καθηγητής Γενικής Παθολογίας Χαράλαμπος Γώγος τόνισε ότι πλέον, παρότι έχει τρωθεί η ανοσία απέναντι στον κορονοϊό, εντούτοις δεν δημιουργούνται προβλήματα νοσηλείας. Παρόλα αυτά, ο ιός εξακολουθεί να μας προβληματίζει, ιδίως για τους ευάλωτους πληθυσμούς.

Το θέμα αυτό, αναλύεται σε πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη του στο επιστημονικό περιοδικό της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας «Πνεύμων» στην οποία επισημαίνεται η αδυναμία προβλεψιμότητας του ιού, εξαιτίας των αναδυόμενων μεταλλάξεων και προτείνει πέντε μέτρα εγρήγορσης, ώστε να υπάρχει άμεση δυνατότητα αντίδρασης από το σύστημα υγείας της χώρας στην περίπτωση αναζωπύρωσης της επιδημίας.

Οι ευάλωτοι

Μιλώντας στο tovima.gr ο καθηγητής, έθεσε σε προτεραιότητα όσους βιώνουν σοβαρή ανοσοκαταστολή εξαιτίας ρευματικών νοσημάτων, μακροχρόνιας χορήγησης κορτιζόνης, καρκινοπαθείς που ακολουθούν χημειοθεραπείες ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα, πάσχοντες από αιματολογικά νοσήματα και νεοπλασίες, αλλά επίσης και μεταμοσχευμένοι και υπερήλικες.

Για αυτές τις κατηγορίες πληθυσμού, ο κ. Γώγος συνιστά να χρησιμοποιούνται μάσκες όταν βρίσκονται σε συνωστισμό, ιδίως τις μέρες αυτές που η επιδημιολογική φόρτιση είναι μεγαλύτερη.

Παράλληλα, τους συμβουλεύει να προτρέχουν ώστε να πάρουν αντι-ιικά και προφυλακτική αντι-ιική θεραπεία.

Ανισότητες

Με δεδομένες τις ανισότητες του συστήματος υγείας, ο κ. Γώγος, παρατήρησε ότι η δύσκολη εποχή με την αφόρητη πίεση στο σύστημα υγείας, όπου οι ασθενείς συνέρρεαν, έχει περάσει. Ο αριθμός σήμερα είναι μικρότερος και η αντιμετώπιση με θεραπευτικά πρωτόκολλα βάσει δεδομένων από τον πραγματικό κόσμο είναι πολύαποτελεσματική. Τα αντι-ιικά σχήματα από στόματος ή και ενδοφλέβια,που διαθέτουμε αφορούν τόσο τις ήπιες λοιμώξεις, όσο και τις πιο σοβαρές.

Αυτό εξάλλου, ήταν και το ζητούμενο, είπε ο καθηγητής, επισημαίνοντας πως έχουν γίνει πολλά εκπαιδευτικά σεμινάρια και η περίθαλψη έχει βελτιωθεί πολύ. Μπορεί οι ασθενείς με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα να οδηγούνται σε ΜΕΘ αν τελικά νοσήσουν βαριά, όμως η λοίμωξη είναι πολύ καλύτερα ελεγχόμενη από τα πρώτα στάδια.

Long Covid

Σε ότι αφορά τη νόσηση από long covid, ο κ. Γώγος σημείωσε πως είναι μια πραγματικότητα η οποία όμως ευτυχώς φθίνει. Τα περισσότερα περιστατικά αφορούσαν τις αρχικές λοιμώξεις, όμως μετά την Όμικρον, έχει ελαττωθεί σημαντικά. Αρχικά εκτιμούσαμε ότι αφορά το 10% των ασθενών που πέρασαν την COVID – 19, όμως τώρα τα ποσοστά είναι μονοψήφια και μάλλον τα συμπτώματα είναι και πιο ήπια, παρόλα αυτά ο αριθμός παραμένει μεγάλος.

Πρόκειται για ένα νόσημα που επηρεάζει την ποιότητα ζωής των ασθενών και αποτελεί και βάρος για το σύστημα υγείας.

Ο καθηγητής ξεκαθάρισε ότι το longcovidείναι ένα σύνδρομο που εμφανίζεται τρεις μήνες μετά τη νόσηση και προκαλεί συμπτώματα από διάφορα συστήματα του οργανισμού όπως το αναπνευστικό, την καρδιά, νευρολογικά.

Είναι σοβαρό το θέμα και αφορά έναν τεράστιο αριθμό ατόμων που νόσησαν, όμως για τη διάγνωσή του θα πρέπει να μην αγνοούμε την παρουσία άλλων παθήσεων. Γι΄ αυτό θα πρέπει πρώτα να αποκλείονται άλλα νοσήματα, και στη συνέχεια να καταλήγουμε ότι πρόκειται για long covid.

Επίσης πολλές ιογενείς λοιμώξεις συνεχίζουν να έχουν επιπτώσεις και μετά την αποδρομή της λοίμωξης, για παράδειγμα από γρίπη μπορεί να υπάρξει σοβαρή επιβάρυνση καρδιαγγειακού, σηπτικό σοκ. Όλα τα λοιμώδη νοσήματα έχουν επιπτώσεις μετάτην πάροδο 2,3 ή και 5 χρόνων, ίσως ο κορονοϊός, περισσότερο.

Το σοβαρότερο πρόβλημα που δημιουργεί είναι στο αναπνευστικό ή καρδιολογικά προβλήματα.

Και τα δύο θέλουν και τη μεγαλύτερη προσοχή.

Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία και από κλινικές μελέτες που γίνονται, τίποτα δεν έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να δράσει. Αυτό που χρειάζεται είναι υποστηρικτική η αγωγή.

Προκαλεί επίσης μεγάλη επιβάρυνση στην ψυχική υγεία, καχεξία, υπάρχει πάντα στρες, άγχος και κατάθλιψη, καταστάσεις που μπορεί να μην είναι σημαντικές από πλευράς βαρύτητας, όμως είναι σημαντικές για την ποιότητα ζωής των ασθενών.