Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν στην Ευρώπη περίμεναν να ακούσουν την κριτική των δύο πρώην πρωθυπουργών της Ελλάδας –Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά– και τις αξιολογήσεις τους για τα αίτια των πρόσφατων εκλογικών αποτελεσμάτων.
Όπως επίσης είναι τελικά συζητήσιμο το τι επιδιώκουν δύο πρώην Πρωθυπουργοί και πρόεδροι της ΝΔ, όταν λίγο-πολύ συντονισμένα και με κάπως διαφορετικές αποχρώσεις, αποφασίζουν να επιτεθούν στον σημερινό Πρωθυπουργό με τέτοια ασύμμετρη σφοδρότητα, όπως αυτή που διαπιστώθηκε το βράδυ της Δευτέρας στο Πολεμικό Μουσείο, σε έναν προφανή συμβολισμό.
Είναι όμως και μάλλον βέβαιο ότι μικρή έκπληξη προκάλεσαν αυτές οι επιθέσεις. Αναμένονταν και μάλιστα από καιρό.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το ζητούμενο είναι οι επιδιώξεις του καθενός στην παρούσα συγκυρία. Τι ρόλο θέλει να παίξει, πώς και με ποιες μεθόδους και αν για κάποιο λόγο επιχειρείται να προκληθεί μία ευρύτερη πολιτική αναστάτωση, η οποία δεν θα περιορίζεται στο κόμματα που δεν έχουν και πολλή πελατεία.
Όσο και αν επιχειρήσει κανείς να δει με οριζόντιο τρόπο τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, είναι πάντως μάλλον βεβιασμένο να συγκριθούν τα όσα συνέβησαν, φερ’ επείν, στη Γαλλία με την πολιτική συνθήκη στην Ελλάδα. Διαφέρουν σε δραματικό βαθμό.
Και αν παρά ταύτα, επιχειρήσει κάποιος να τραβήξει παράλληλες γραμμές, μάλλον θα είναι δύσκολη η ταύτιση της Εθνικής Συσπείρωσης με την ενδεχόμενη απόπειρα δημιουργίας ενός ανάλογου σχηματισμού στην Ελλάδα – αν υποθέσει κανείς ότι υπάρχει τέτοια επιδίωξη.
Το προφανές έπειτα από όλα αυτά, είναι ότι και η ΝΔ εισέρχεται σε μία φάση έντονων αναταράξεων, με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις αντίστοιχες των άλλων κομμάτων. Το ρήγμα είναι ορατό. Το θέμα είναι αν δυνάμεις που θα το γεφυρώσουν είναι ισχυρότερες από εκείνες που θέλουν να το διευρύνουν