Για μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου, κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, όλα μοιάζουν να συμβαίνουν αυστηρά εντός των ορίων της πρωτεύουσας, τα 30ά γενέθλια ενός φεστιβάλ διεθνών αξιώσεων είναι μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή. Μπορεί από την ίδρυσή του το 1995 μέχρι σήμερα το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας να «έχει περάσει από πολλά κύματα», όπως λέει χαρακτηριστικά η καλλιτεχνική του διευθύντρια Λίντα Καπετανέα μιλώντας στο ΒΗΜΑ, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως πλέον αποτελεί έναν θεσμό με μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα εξωστρέφεια που έχει καταφέρει να βάλει την μεσσηνιακή πρωτεύουσα στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη και να την καταστήσει προορισμό για χορευτές και χορογράφους από ολόκληρο τον κόσμο.

Αυτός ήταν ο στόχος της χορεύτριας και χορογράφου Λίντας Καπετανέα από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία πριν επτά χρόνια. Ο στόχος επετεύχθη. Τα τελευταία χρόνια η Καλαμάτα φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι, για όσο διαρκεί το φεστιβάλ, κορυφαίες παραστάσεις, σπουδαίες παραγωγές και καλλιτέχνες πρώτης γραμμής, τόσο Έλληνες όσο και ξένους. Παράλληλα, ο θεσμός όμως πέτυχε και κάτι εξίσου σπουδαίο: να φέρει στο κοινό ανθρώπους που μέχρι πρότινος θεωρούσαν πως ο χορός ως τέχνη δεν τους αφορά.

Σίγουρα, η καλλιτεχνική διεύθυνση ενός τέτοιου φεστιβάλ είναι μια πολύ απαιτητική δουλειά. Όμως, η πορεία της Λίντας Καπετανέα μέχρι σήμερα μοιάζει να την προετοίμαζε ακριβώς αυτό. Η ίδια δεν θυμάται ποτέ την ζωή της δίχως κίνηση, ήταν βασική της ανάγκη από μικρό παιδί.

Αποφοιτώντας από την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στη Νέα Υόρκη. Από εκεί, βρέθηκε στη ευρωπαϊκή Μέκκα του σύγχρονου χορού, το Βέλγιο, όπου και συνεργάστηκε με τον Βιμ Βαντεκέιμπους. Εντάχθηκε στην ομάδα του όπου και γνώρισε τον Γιόζεφ Φρούτσεκ, που έμελλε να γίνει ο σύντροφος της ζωής της και ο στενότερος συνεργάτης της. Το 2006 οι δυο τους αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Δημιούργησαν την ομάδα χορού Rootless Root με την οποία έχουν παρουσιάσει δεκάδες δουλειές σε ολόκληρο τον κόσμο.

Λίγο πριν το 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας σηκώσει αυλαία, η αεικίνητη Λίντα Καπετανέα μιλά στο ΒΗΜΑ για την τέχνη αλλά και το τοπίο του χορού στην Ελλάδα, και εξηγεί γιατί αυτή η επετειακή διοργάνωση είναι αφιερωμένοι σε όλους τους καλλιτέχνες της κίνησης.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

30 χρόνια λοιπόν. Πώς είναι να βρίσκεστε αυτήν τη δεδομένη στιγμή στο τιμόνι του φεστιβάλ;

Για εμένα είναι η έβδομη χρονιά σε αυτή τη θέση και, παρόλο που φέτος είναι μια σημαντική επέτειος, κάπως αντιμετωπίζω κάθε χρονιά σαν γιορτή. Είναι τα γενέθλια του φεστιβάλ και κάθε χρόνο τα αντιμετωπίζω με την ίδια σημασία. Προσπαθούμε εννοείται να τονίσουμε τον επετειακό χαρακτήρα, επειδή πάντα στρογγυλεύει ο αριθμός, αλλά για μένα το πιο σημαντικό είναι ότι έχει περάσει από πολλά κύματα και είναι ακόμα εκεί, υπηρετώντας την τέχνη του χορού σε πολύ καλό επίπεδο και κάθε χρόνο εξελίσσεται.

Έχει παίξει ρόλο μέσα στα χρόνια το φεστιβάλ αυτό καθαυτό στο πώς βλέπουμε τον χορό στην Ελλάδα; Έχει ωθήσει, ενδεχομένως, νέα παιδιά να ασχοληθούν με την κίνηση;

Φυσικά. Μιλώντας από τη δική μου εμπειρία, όταν ξεκινούσε το φεστιβάλ, μόλις είχα τελειώσει την Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης (σ.σ. ΚΣΟΤ). Τότε, αποτελούσε τον μόνο θεσμό που μπορούσες να δεις σύγχρονο χορό. Ιδίως τα πρώτα χρόνια του φεστιβάλ – τα πολλά πρώτα χρόνια – ήταν η συνάντηση των χορευτών και των χορογράφων. Στην Καλαμάτα πηγαίναμε για να δούμε τα αστέρια του σύγχρονου χορού.

Σιγά σιγά, εννοείται ότι και στην Αθήνα άρχισαν να γίνονται αρκετά πράγματα. Αλλά το φεστιβάλ βοήθησε πολύ και στο να ονειρευτείς να γίνεις χορευτής και στο να δεις και να γνωρίσεις άλλους καλλιτέχνες και ομάδες τόσο από την Ελλάδα όσο κι από το εξωτερικό. Για πολλά χρόνια δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Οπότε, ναι, το φεστιβάλ χορού Καλαμάτας βοήθησε να καταλάβουμε τον σύγχρονο χορό στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο ένα φεστιβάλ. Έβαλε τα θεμέλια, τις βάσεις για να ανθίσει ο σύγχρονος χορός στην Ελλάδα. Μαζί, φυσικά, και με την ΚΣΟΤ και τις υπόλοιπες ιδιωτικές σχολές.

Οπότε, μέσα από το φεστιβάλ φυτεύεται ουσιαστικά ο σπόρος για να γεννηθούν οι επόμενες γενιές του χορού;

Ακριβώς. Ένα φεστιβάλ γίνεται για αυτό τον λόγο: για να γνωρίσουν οι νέοι τους παλιούς και οι παλιοί τους νέους. Γιατί υπάρχουν νέα παιδιά που έρχονται να παρακολουθήσουν και δεν γνωρίζουν τους πιο παλιούς καλλιτέχνες που φέρνουμε στο φεστιβάλ. Γνωρίζουν πιο πολύ τους νέους. Γι’ αυτό και το πρόγραμμα φροντίζω πάντα να περιλαμβάνει και παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους βήματα χορογραφικά, παιδιά που έχουν ανέβει ελάχιστες φορές στη σκηνή, αλλά και ανθρώπους όπως ο Γιόζεφ Νατζ, που φέτος δηλώνει το κλείσιμο της καριέρας του, παρουσιάζοντας το τελευταίο του έργο.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

Πολύ σημαντική στιγμή αυτή για το φεστιβάλ, ένας τόσο μεγάλος καλλιτέχνης να επιλέξει να κάνει την υπόκλισή του εδώ…

Ναι. Είναι η τρίτη φορά που έρχεται στην Καλαμάτα στα επτά χρόνια της θητείας μου. Τον αγαπώ πολύ τον Γιόζεφ Νατζ. Εκτιμώ πολύ τη δουλειά του, το έργο του, τη χορογραφική του γλώσσα, τον τρόπο που πλάθει εικόνες. Είναι ένας μοναδικός καλλιτέχνης.

Και έχει συμβάλει κι εκείνος σημαντικά στη γλώσσα του χορού, η οποία έχω την αίσθηση ότι τις τελευταίες λίγες δεκαετίες αρχίζει εμπλουτίζεται με ταχύτερους ρυθμούς στην Ελλάδα.

Ο σύγχρονος χορός πολλά χρόνια δομείται και εξελίσσεται. Όχι μόνο τα τελευταία χρόνια. Και ξαναγυρνάμε πίσω και ξανά μανά μπροστά και αλλάζουμε ιδέες… Αυτή είναι και όλη η λογική του νομίζω, ότι πειραματιζόμαστε και προσπαθούμε να βρούμε νέα υλικά. Προσπαθούμε να εμπνευστούμε και από άλλες τέχνες. Μην ξεχνάμε ότι ο σύγχρονος χορός έχει εμπνευστεί πολύ από τις τεχνικές του street dance και τα ακροβατικά. Νομίζω το ότι ανοίξαμε και δεν μείναμε μόνο στις τεχνικές και στα διαφορετικά στυλ του μοντέρνου χορού, αυτό έκανε και το μεγάλο «μπαμ».

Ίσως ήταν αυτό που έφερε και το κοινό πιο κοντά;

Νομίζω συνέβαλαν διάφορα στο να πάψει να αντιμετωπίζεται ο χορός σαν μια τέχνη που δεν γίνεται κατανοητή, στο να φύγουμε από τη φούσκα. Για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουν το φεστιβάλ στην Καλαμάτα. Όμως, υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι δεν τους αφορά. Γι’ αυτό και τα τελευταία έξι χρόνια βάλαμε αυτή τη σκηνή στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας, για να φέρουμε τον χορό μπροστά τους και να τον γνωρίσουν, χωρίς να χρειάζεται να πληρώσουν εισιτήριο. Και είναι πολύς ο κόσμος που μετά από αυτήν την κίνηση πηγαίνει μετά να δει παραστάσεις στο Μέγαρο (σ.σ. Χορού Καλαμάτας).

Και τα εκπαιδευτικά σεμινάρια έχουν βοηθήσει πολύ στο να γνωρίσει ο κόσμος την τέχνη του χορού. Κάθε χρόνο προσφέρουμε πολλά σεμινάρια που δεν απευθύνονται μόνο σε επαγγελματίες, αλλά και σε παιδιά, οικογένειες, άτομα με αναπηρία και ηλικιωμένους.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

Άρα αλλιώς κάθεται κανείς στο κοινό εάν έχει χορέψει ο ίδιος κι αλλιώς αν δεν έχει χορέψει ποτέ…

Ναι. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που λες και γι’ αυτό κάνουμε κι εμείς όλα όσα κάνουμε. Για να καταλάβει ο κόσμος πως ο χορός, πέρα από τέχνη, είναι και μία από τις αρχαιότερες μορφές έκφρασης. Η κίνηση μας αφορά. Γιατί κινούμαι δεν σημαίνει μόνο χορεύω. Κινούμαι για να καταλάβω την κατασκευή μου. Για εμένα αυτό είναι και το πιο σημαντικό. Πώς καταλαβαίνω το σώμα μου. Υπάρχει κόσμος που δεν ξέρει να στέκεται. Δεν ξέρει να περπατάει.

Μέσα από τον χορό μαθαίνεις να ακούς το σώμα σου και καταλαβαίνεις τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει. Ανακαλύπτεις τα όρια του. Αν δεν το ακούσεις, πώς θα προχωρήσεις; Όταν πονάει η μέση σου, για παράδειγμα, πρέπει να καταλάβεις ότι κάτι δεν πάει καλά και με την υπόλοιπη «ορχήστρα». Γιατί το σώμα είναι ένα. Ίσως δουλεύεις διαφορετικά τα πόδια σου, ίσως δεν τα δουλεύεις καθόλου ή ίσως δεν δουλεύεις αρκετά τον κορμό σου. Γι’ αυτό η μέση δεν έχει κίνηση και πονάει. Όλα αυτά πρέπει να μπορείς να τα ακούς. Έχει νόημα να ακούμε. Γενικά, για όλα και για τη ζωή.

Όσο σας ακούω, έχω την αίσθηση πως ο δρόμος σας ήταν πάντοτε προς την κίνηση και τον χορό.  

Ναι. Αν δεν έκανα χορό, θα έκανα κάτι άλλο, ένα  άλλο σπορ. Μου άρεσε πάντα πάρα πολύ να χρησιμοποιώ το σώμα μου.

Αυτή η αγάπη πώς γεννήθηκε; Γιατί, στην Ελλάδα γενικότερα και ειδικότερα στην Αθήνα, οι δυνατότητες για ένα παιδί να κουνηθεί, να ασχοληθεί με τα σπορ, με τον χορό είναι αρκετά περιορισμένες.

Μεγάλο ευχαριστώ στη μητέρα μου, η οποία ήταν πολύ παθιασμένη κι ας μην είχε η ίδια καμία σχέση με τον χορό και την κίνηση. Αλλά ήθελε η αδερφή μου και εγώ να ασχοληθούμε με τον αθλητισμό. Οπότε μας πήγαινε παντού, σε πολλούς συλλόγους, και κάναμε ενόργανη. Όλα τα οφείλουμε στη μητέρα μου και στον πατέρα μου που μας έδειξαν αυτό το δρόμο.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή η κουλτούρα γενικά. Αλλά ξέρεις τι; Δεν υπάρχουν και δικαιολογίες. Κι εμένα τα παιδιά μου μεγαλώνουν στην Αθήνα, αλλά δεν τα έχω αφήσει να καθίσουν. Η κόρη μου παίζει ο βόλεϊ, ο γιος μου μπάσκετ. Ξεκίνησαν και οι δύο από ενόργανη, κάτι που θεωρώ ότι πρέπει να κάνουν τα παιδιά. Θα έπρεπε κανονικά τα παιδιά να κάνουν στο σχολείο γυμναστική, χορό ή ελεύθερη πάλη για να έρθουν σε επαφή με ένα άλλο σώμα. Χρειάζεται οι γονείς να σπρώχνουμε τα παιδιά προς την άθληση, την κίνηση, προς οτιδήποτε δημιουργικό για το σώμα και το μυαλό τους.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

Πότε στραφήκατε στον χορό;

Στον χορό στράφηκα στα 16 μου γιατί ήμουν πολύ ψηλή πια για την ενόργανη. Συνέχιζα όμως να θέλω να κινούμαι. Τυχαία, όλα έγιναν τυχαία. Μου είπαν για την ΚΣΟΤ. Πήγα κι έδωσα κι από εκεί ξεκίνησαν όλα. Τα πρώτα χρόνια δυσκολεύτηκα λίγο να βρω τον δρόμο, να περάσω από την «αθλήτρια» σε κάτι λίγο πιο μαλακό, να δω το σώμα μου διαφορετικά. Σιγά σιγά, με τα χρόνια, έμαθα να το ακούω. Κατάλαβα ότι και ένας χορευτής, όπως κι ένας αθλητής, πρέπει να ακούει το σώμα του και να το εκπαιδεύει. Μόνο έτσι μαθαίνεις.

Από την Νέα Υόρκη, το Βέλγιο και γενικά από τη δουλειά και μαθητεία έξω, ποια είναι τα μεγαλύτερα μαθήματα που πήρατε και τα οποία θελήσατε να φέρετε πίσω;

Στην Νέα Υόρκη πήγα με υποτροφία και συνέχισα τις σπουδές μου. Οπότε, εκεί προσπάθησα να πάρω όσα περισσότερα μαθήματα μπορούσα, να απορροφήσω τα πάντα. Στο Βέλγιο δούλεψα με τον Βιμ (σ.σ. Βαντεκέιμπους) πάνω στο πώς δημιουργείς κάτι από το μηδέν. Ως τότε, παρόλο που συνεργαζόμουν με πολλές ομάδες ελληνικές, αυτό το να δημιουργείς κάθε μέρα, να φέρνεις κάθε μέρα νέο υλικό, δεν το είχα μάθει.

Αυτό σε βάζει σε μια διαδικασία αναζήτησης. Προσπαθείς, ψάχνεσαι ακόμα και όταν δεν είσαι στην πρόβα. Αναζητάς, διαβάζεις κείμενα, βλέπεις ταινίες, πίνακες, φωτογραφίες, οτιδήποτε μπορεί να σε εμπνεύσει. Πολλές φορές παρουσιάζαμε κάτι που μπορεί να μην ήταν καλό, όμως μπαίναμε στη διαδικασία να το παρουσιάσουμε. Μπαίναμε στη διαδικασία της παράστασης κάθε μέρα, έστω κι ενός λεπτού. Αυτό ήταν μεγάλο μάθημα.

Σε εκείνη την ομάδα γνώρισα και τον σύζυγό μου και μαζί αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας, να αφήσουμε δηλαδή την σούπερ ομάδα, τα ταξίδια, την ασφάλεια που μας προσέφερε, και να ρισκάρουμε με τη δική μας δουλειά και τη δική μας οπτική.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

Ο χορός στην Ελλάδα σήμερα παραμένει ένας πολύ δύσκολος επαγγελματικός δρόμος;

Ναι. Καλώς ή κακώς είναι. Και φαντάζομαι ότι όχι μόνο ο χορός αλλά και ο αθλητισμός. Πολλά πράγματα είναι δύσκολα. Χρειάζονται οικονομικοί πόροι, συνεργασίες και χώροι για πρόβες, για παρουσιάσεις. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή. Υλικό υπάρχει. Υπάρχει θέληση, υπάρχει δημιουργικότητα. Το θετικό είναι ότι είμαστε άνθρωποι που βρίσκουν λύσεις. Αλλά δεν είναι πάντα αρκετό αυτό. Εξαντλούνται και το σώμα και το μυαλό. Χρειάζεται και μια επένδυση για να βάλουμε σε προτεραιότητα τη δημιουργία. Τώρα γίνεται το αντίθετο. Ασχολούμαστε με όλα τα υπόλοιπα εκτός από τη δημιουργία πολλές φορές κι αυτό φαίνεται στα έργα.

Γι’ αυτό και η 30ή έκδοση του φεστιβάλ είναι αφιερωμένη στους καλλιτέχνες της κίνησης;

Δεν θα μπορούσα να το αφιερώσω κάπου αλλού. Είναι φεστιβάλ χορού. Χωρίς τους χορευτές δεν θα υπήρχε φεστιβάλ, δεν θα υπήρχαν ομάδες χορού. Οπότε το μοναδικό που μπορούμε να κάνουμε να το αφιερώσουμε σε αυτούς τους ανθρώπους – σε όλους εμάς γιατί κι εγώ είμαι μέσα σε αυτούς – που έρχονται αντιμέτωποι με τις απεριόριστες δυνατότητες που έχει το σώμα και που ακόμα τις εξερευνούμε, αλλά και με τις δυσκολίες του όπως είναι οι τραυματισμοί, τα χρόνια που περνούν.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

Σε λίγες μέρες το φεστιβάλ σηκώνει αυλαία. Για τι ανυπομονείτε φέτος περισσότερο;

Πάντα ανυπομονώ. Κάθε χρόνο, όταν πια όλα είναι έτοιμα, ανυπομονώ να ξεκινήσει, ελπίζω να πάνε όλα καλά, να το ευχαριστηθεί ο κόσμος, να εμπνευστεί, να προβληματιστεί, να ονειρευτεί, να χαμογελάσει ή να κλάψει, και όταν με το καλό τελειώσει, να προετοιμαστώ για το επόμενο. Δηλαδή αυτή είναι και όλη μου η αγωνία για το φεστιβάλ: να πάνε όλα καλά. Τις παραστάσεις όλες τις έχω δει πάρα πολλές φορές. Επιμελούμαι το πρόγραμμα έτσι ώστε αυτό το δεκαήμερο να πηγαίνει πάντα κάπου. Φροντίζω να υπάρχει πάντα μια ροή, από τα πρώτα έργα μέχρι τα τελευταία. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.

INFO Το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας πραγματοποιείται στην μεσσηνιακή πρωτεύουσα από 12 έως 21 Ιουλίου, φιλοξενώντας συνολικά 19 παραγωγές, 10 ομάδες από την Ελλάδα και 9 από το εξωτερικό. Η προπώληση για όλες τις παραγωγές έχει ήδη ξεκινήσει. Μπορείτε να βρείτε το αναλυτικό πρόγραμμα εδώ.