Μέσα σε κρίσιμες, ιστορικές στιγμές, σε μια ετερόκλητη Ευρώπη πολλών ταχυτήτων και αθεράπευτων, ανοιχτών, από τα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών τραυμάτων, κλήθηκαν οι Λαοί της να δώσουν τον ρυθμό του μέλλοντος, μετέχοντες στην εκλογική διαδικασία. Το «μήνυμα» της κάλπης στις πρόσφατες Ευρωεκλογές ήταν διπλό, με τη σαφή ενδυνάμωση του δεξιού πόλου, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο πρώτος γύρος των γαλλικών εκλογών, που ήρθε ως απόρροια των εξελίξεων, αλλά κυρίως με «υπέρτατο νικητή», για τις Ευρωεκλογές, την αποχή, δείχνοντας πως σήμερα, για άλλη μια φορά, μετά τη μυθολογική αρπαγή της από τον Δία, η υπόσταση της Ευρώπης απειλείται.

Για τη διόγκωση αυτού του κοινωνικού, πλέον, φαινομένου χρειάζεται να προβληματιστούμε και να συνεισφέρουμε όλοι, ο καθένας μέσα από τον ρόλο του, µε ατομική αλλά και συλλογική ευθύνη, αρχικά ως προς την κατανόησή του και στη συνέχεια μέσα από προτάσεις και τρόπους διαχείρισής του.

Διότι, μπορεί μεν οι ευρωεκλογές να είχαν ανέκαθεν τον χαρακτήρα της «χαλαρής» ψήφου, τείνουν όμως πλέον να χαρακτηριστούν, από ένα μεγάλο μέρος πολιτών, ως ένα ακόμα ευρωπαϊκό, δίχως νόημα, πανηγύρι, δεδομένου πως η ιδέα της ενωμένης Ευρώπης των Λαών δείχνει να μη συγκινεί, καθώς μαζί με τους πολίτες απέχει και ένα κοινό ευρωπαϊκό όραμα.

Πληρέστερες και διαφωτιστικότερες διαστάσεις φιλοδοξούμε, ως ειδικοί του χώρου της ψυχικής υγείας, πως θα εκλάβει το φαινόμενο, εξεταζόμενο μέσα από τον ευρυγώνιο φακό που παρέχει η συστημική – συνθετική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, εφόσον προσεγγίζεται ως παθογένεια ολόκληρου του κοινωνικοπολιτικού συστήματος στο οποίο εκδηλώνεται.

Κατ’ αρχάς, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εκλογική διαδικασία έλαβε χώρα σε μία Ελλάδα και μία Ευρώπη γενικότερα, όπου τα ήθη και ο τρόπος ζωής έχουν αλλάξει σημαντικά, τις τελευταίες δεκαετίες, διαμορφούμενα από αλλεπάλληλες κρίσεις, όπως η οικονομική, η πανδημία, η κλιματική αλλαγή και οι πόλεμοι, με χαρακτηριστικότερα, τελευταία παραδείγματα τις περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Παλαιστίνης, που επίσης επηρεάζει τα ευρωπαϊκά πολιτικά δρώμενα, αλλά και σε ένα σκηνικό το οποίο συμπληρώνεται από ζητήματα μιας έντονης καθημερινότητας όπως η ανεργία, η ακρίβεια, οι μετακινήσεις πληθυσμών, η παραβατικότητα και η βία.

Παρατηρούμε λοιπόν, πως έχοντας κλονιστεί οι θεσμοί και η κοινωνία εν γένει, το σύνολο των πολιτών και ιδίως οι νέοι, που αποτελούν το πιο ευαίσθητο θερμόμετρο για τις συντελούμενες μεταβολές στο κοινωνικό περιβάλλον, βιώνοντας επίσης, έντονα το «κλιματικό άγχος», έναν όρο που πρόσφατα δημιουργήθηκε για να περιγράψει την αφόρητη πίεση που ασκείται στην ανθρωπότητα, από το πιθανό αβίωτο του αύριο, βρέθηκαν να στέκουν κουρασμένοι, απογοητευμένοι, θυμωμένοι, ματαιωμένοι και εγκλωβισμένοι, σε ένα φαινομενικά αδιέξοδο μέλλον, με αποτέλεσμα να μη πιστεύουν στο πολιτικό σύστημα.

Η απόσυρση, λόγω απελπισίας, των πολιτών από τα κοινά και η παραίτησή τους από την ενεργό δράση, υποδηλώνει, από τη μια μεν, τον θυμό, που αισθάνονται απέναντι σε ένα άτεγκτο και απρόσωπο πολιτικό σύστημα, αλλά, από την άλλη, τους ακινητοποιεί, κάνοντάς τους έρμαια των αποφάσεων, που παίρνουν άλλοι για τη ζωή τους.

Ο Seligman (1992), Αμερικανός ψυχολόγος, εισήγαγε τον όρο «εκμαθημένη αβοηθησία», (learned helplessness) για να εξηγήσει την κατάθλιψη, περιγράφοντας την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου, που συμπεριφέρεται χωρίς να ελπίζει ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν, ακόμη και αν του δίνεται η ευκαιρία να τα αλλάξει, κατάσταση στην οποία μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί ο Έλληνας, αλλά και ο Ευρωπαίος πολίτης.

Εξειδικεύοντας περισσότερο την ανάλυση, παρατηρούμε ότι οι σύγχρονοι νέοι, εκφράζουν, μέσα από την αποχή, μια γενικευμένη κριτική αμφισβήτηση, έναν σκεπτικισμό απέναντι στις εξουσίες που φτάνει, ενίοτε, ως την καθολική άρνηση των κανόνων και των κοινωνικών δομών, όπως φάνηκε και από τα μηνύματα που εξέπεμψαν οι στίχοι και η σκηνική παρουσία των ερμηνευτών στον πρόσφατο διαγωνισμό της EUROVISION, υποδηλώνοντας τη σαφέστατη κοινωνική κόπωση μιας ανθρωπότητας, που εκφράζει πυρφόρα συναισθήματα, τα οποία, αν δεν ερμηνευτούν, δύνανται να εκτονωθούν κατά τρόπο εκρηκτικό, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους.

Αποτύπωμα το οποίο προκύπτει από μια Ευρώπη, αλλά και έναν κόσμο γενικότερα, «ορφανό» από πατέρες, καθώς από τις απαρχές των ιστορικών χρόνων, η ψυχοδιανοητική κατεύθυνση των ανδρών ήταν απόλυτα προσανατολισμένη στον εξωτερικό κόσμο. Το στερεότυπο αυτό δημιούργησε τεράστια κενά, κρατώντας τους μακριά από την εστία, την οικογένεια αλλά και από τον ίδιο τους τον εαυτό!

Οι πολιτικοί ταγοί, πάσχοντες και εκείνοι από το πατρικό κενό και μη έχοντες συνεπώς διδαχτεί τη συνειδητότητα, τη σύνεση, τον αυτοέλεγχο, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, την ανάληψη ευθυνών, την αντίσταση στις πιέσεις κ.ο.κ., εμφανίστηκαν απροετοίμαστοι να διαχειριστούν τις διαμορφούμενες καταστάσεις, ενός κόσμου εξερχόμενου από δύο παγκόσμιους πολέμους. Εξαιτίας δε του συναισθηματικού τους ελλείμματος, αναπαράγοντας στην πολιτική τους τα έντονα αδιέξοδα της προσωπικής τους ζωής, προέβησαν σε πράξεις υλικής υπερπλήρωσης που οδήγησαν στις πολυεπίπεδες προαναφερόμενες κρίσεις, τρέποντας την Ευρώπη των πολιτισμών και της προόδου σε μια αδιέξοδη γεωπολιτική σκακιέρα μικροπολιτικής και σκοπιμοτήτων.

Στη μεγάλη τους πλειοψηφία αγνοούν ότι κατά τον ίδιο τρόπο που ο φροντιστής / γονιός χρειάζεται να είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και να ανταποκρίνεται θετικά στην κάλυψη των παιδικών αναγκών, έτσι και οι πολιτικοί είναι απαραίτητο, για τη δημιουργία ενός ασφαλούς συναισθηματικού δεσμού με τον πολίτη, να τείνουν «εὐήκοον οὖς» απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες, τις σύγχρονες προκλήσεις και τα ζητήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη.

Αν αποπειραθούμε, στα πλαίσια της γονεϊκής ερμηνευτικής προσέγγισης, να προσδώσουμε ρόλους στους χώρους που συναποτελούν τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα – αφού ανταποκρίνονται, άλλωστε, στη δομή του διπόλου άνδρας – γυναίκα, πατέρας – μητέρα, δεξιά – αριστερά, συντηρητισμός – προοδευτισμός – θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο προοδευτισμός – αριστερά εκφράζει, κατά κάποιον τρόπο, το σύμβολο της μητέρας, λόγω των παραδοσιακών αξιών, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής πρόνοιας, που τον εκφράζουν.

Ενώ ο συντηρητισμός, εκφραζόμενος από τις δεξιές πολιτικές, συν τοις άλλοις, της προστασίας – ασφάλειας και της αναπτυξιακής λογικής, μέσω ατομικών ή ιδιωτικών πρωτοβουλιών, συνηχεί περισσότερο με το σύμβολο του πατέρα.

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η όχθη της «αριστεράς» αδυνατεί, στις μέρες μας, να παρουσιάσει πραγματική πολιτική δυναμική, εξαιτίας των εκτεταμένων εσωκομματικών τριβών που τη χαρακτηρίζουν, των προβληματικών ηγεσιών της, (δείχνοντας σε ένα εσωτερικό επίπεδο τη δική της ανάγκη για πατέρα), των ζυμώσεων χωρίς όραμα με στόχο καθαρά την επιβίωσή της, της απώλειας της ιδιαίτερής της ταυτότητας και της υιοθέτησης, σε πολλές περιπτώσεις, παγκοσμιοποιητικών θεωρήσεων, των διασπάσεων του τόξου της, κυρίως, όμως, λόγω της αδυναμίας της να ανταποκριθεί, να καθρεφτίσει και να εκφράσει ουσιαστικά, ως άλλη «μητέρα», τις σύγχρονες επιθυμίες και τις ανάγκες του πολίτη.

Συνεπώς, δομεί μαζί του έναν ανεπαρκή – ανασφαλή δεσμό, οδηγώντας τον βαθμηδόν από τη διαμαρτυρία (εκροές προς άλλους χώρους), στην απελπισία και τη συναισθηματική αποδέσμευση, (απώλεια προτύπου – αποχή), ενώ, στις ακραίες της μορφές, δομεί μια συγχωνευμένη σχέση που παρακωλύει τη συναισθηματική και διανοητική εξέλιξη των οπαδών της.

Στην αντίπερα όχθη η δεξιά και ο συντηρητισμός, παρά την αποχή, αλλά και, ίσως, εξαιτίας αυτής, κερδίζουν έδαφος και επιταχύνονται, με τις νεοσυντηρητικές και ακροδεξιές τάσεις να απλώνονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Μέσα στο ίδιο πλαίσιο η τάση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια άδηλη αναζήτηση του απόντα πατέρα, υπό την έννοια ότι η δεξιά ρητορική μοιάζει να εξυπηρετεί την ανάγκη για επαναφορά του ελέγχου και να ανταποκρίνεται στο πληγωμένο αίσθημα ασφάλειας των ευρωπαίων πολιτών.

Μετά την επέλαση της παγκοσμιοποίησης δείχνουν οι ευρωπαίοι να αντιδρούν, δομώντας ένα τείχος προστασίας για το άτομο και τις εθνικές ταυτότητες και καταδεικνύοντας αυτά που η επιστήμη της ψυχολογίας γνωρίζει, ότι ο ρυθμός εξοικείωσης και αφομοίωσης προς οποιοδήποτε νέο φαινόμενο είναι απόλυτα σημαντικός, καθώς μια ταχεία και ανεπεξέργαστη επαφή μαζί του θα το κάνει να εκληφθεί ως απειλή, αλλά και πως κάθε οντότητα, κοινωνική ή εθνική ομάδα έχει ανάγκη από μία προσωπική ταυτότητα, που θα διασφαλίζει την ύπαρξή της.

Παράλληλα, το διαδίκτυο, το οποίο ήδη από την αυγή της νέας χιλιετίας έχει ριζώσει βαθιά στην καθημερινότητά μας, προσφέροντας, μέσα στον μεγάλο του ιστό και τα παράθυρα της ελπίδας που το διακρίνουν, μια πληθώρα ανεπεξέργαστης πληροφορίας, λειτουργεί, πολλές φορές, ως φορέας σύγχρονης δημαγωγίας, ιδίως για τις γενιές των νέων ψηφοφόρων, (γενιές Y, Z και συντόμως Α), που αδυνατώντας να ταυτιστούν με τις μεθοδολογίες και τη φωνή της παραδοσιακής και «γηρασμένης», στα αυτιά τους, πολιτικής, τείνουν να καθοδηγούνται από πολιτικούς influencers, που λειτουργώντας ως άλλοι pop stars, ως σύγχρονα είδωλα κερδίζουν έδαφος στη διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας.

Επομένως, σχεδόν μοιραία, μέσα από την εύκολη αναγνωρισιμότητα και την απρόσκοπτη ανέλιξη που φαινομενικά χαρακτηρίζει την εποχή μας, επιτείνεται μια υλιστική λογική ανταγωνισμού, με τους νέους συχνά να «θέλουν να γίνουν σαν κι αυτούς». Έτσι, όταν το βόλι του «όπλου» της δημοκρατίας, η ψήφος, φτάνει στον στόχο του, τείνει από ψήφος ιδεολογίας να τρέπεται σε ψήφο της εικόνας, σε έναν θρίαμβο του φαίνεσθαι αντί του είναι.

Βάσει όλων των ανωτέρω μπορεί ευκολότερα να εξηγηθεί η περίπτωση του εικοσιοκτάχρονου, Ζορντάν Μπαρντελά, ηγέτη του γαλλικού ακροδεξιού κόμματος, «Εθνική Συσπείρωση», που χρησιμοποίησε, κατά κόρον, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το tik-tok, για να αυξήσει την απήχησή του, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων. Μέθοδος η οποία, σε συνδυασμό με την προβολή της προσωπικής του ιστορίας, ως μεγαλωμένου από μια ανύπαντρη μητέρα σε μια εργατική κατοικία και πρακτικές όπως, οι πολιτικές συγκεντρώσεις μετά μουσικής και δωρεάν μπύρας, οδήγησαν το νεαρό κοινό να τον αποθεώνει φωνάζοντας το όνομά του και ζητώντας να βγει selfies μαζί του.

Παράλληλα, ο Μπαρντελά δήλωσε, «καλύπτοντας πατρικά» το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, ότι οι δύο πολιτικές προτεραιότητες της γενιάς του είναι η μεταναστευτική και η περιβαλλοντική κρίση, γεγονότα που συνέβαλαν στη συντριπτική νίκη του στις ευρωεκλογές, αλλά και στην επικράτηση του γαλλικού, «εθνικού συναγερμού», την «πρώτη» Κυριακή των πρόωρων γαλλικών βουλευτικών εκλογών, οι οποίες σε αντιδιαστολή με τις ευρωεκλογές είχαν αθρόα συμμετοχή. Η συνολική αυτή εικόνα σηματοδοτεί την αντίδραση του ατόμου απέναντι στο όλον, του οικείου απέναντι στο απειλητικό ξένο, του εθνικού απέναντι στο συλλογικό, το ευρωπαϊκό, αλλά και το παγκόσμιο.

Το άκουσμα του «συναγερμού» ελπίζουμε να λειτουργήσει ως αφύπνιση για όλους, αφού, πλέον των άλλων είναι πασίδηλο ότι οι δύο πολιτικοί πόλοι, όπως άλλωστε και τα δύο φύλα, πληγωμένοι από τις παρεξηγήσεις και τις προκαταλήψεις που δημιούργησε η μεταξύ τους τριβή μέσα στην ιστορική διαδρομή βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση, εκφράζοντας αμοιβαία συναισθήματα περιφρόνησης και αντιπάθειας και αγνοώντας την ανάγκη των καιρών για διάλογο και συνεννόηση, συμβάλλοντας, κατά συνέπεια, στην πολιτική παρακμή.

Η πολιτική αυτή συνθήκη είναι συν τοις άλλοις απότοκος, όπως ήδη εννοήσαμε, της κυριαρχίας της ύλης έναντι του πνεύματος. Ως εκ τούτου, η πνευματική καλλιέργεια και η παιδεία των πολιτών μπορούν να αποτελέσουν θεραπεία αιχμής απέναντι στο σκοτάδι της αβεβαιότητας.

Αυτή η πορεία προς το «φως», θα μπορούσε να παραλληλιστεί µε τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, όταν παλεύουμε να απεγκλωβιστούμε από τα προσωπικά µας αδιέξοδα. Ευρισκόμενοι στη θέση αυτή, συχνά βιώνουμε μεγάλη σύγχυση και αγωνία, αλλά µε τη βοήθεια και τη στήριξη του θεραπευτή µας προσπαθούμε να φωτίσουμε το σκοτάδι της ψυχής µας, να συλλογιστούμε και να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε και πού πάμε, προκειμένου να βρούμε λύσεις.

Η γνώση του εαυτού περνάει μέσα από τη γνώση της προσωπικής µας ιστορίας, της οικογένειας καταγωγής µας, αλλά και των επιρροών της ιστορίας του τόπου και του πολιτισμού µας, πάνω µας. Κατ’ αντιστοιχίαν, στο κοινωνικό αυτό αδιέξοδο που τρομοκρατεί και ακινητοποιεί τον Έλληνα και Ευρωπαίο πολίτη, βέβαιο στήριγμα θα μπορούσε να γίνει η γνώση της ιστορίας, η ανάδειξη της κοινής πολιτισμικής μας ρίζας, η αναζωπύρωση του ευρωπαϊκού οράματος, η αλληλεγγύη, η δράση και η ενεργός συμμετοχή στα κοινά.

Οι πνευματικοί άνθρωποι του εκάστοτε τόπου είναι συνεπώς απόλυτη ανάγκη, σε συνεργασία µε την πολιτική ηγεσία, να χαράξουν πολιτικές, που θα διασφαλίζουν την ειρήνη, την ασφάλεια, την ομαλή συνύπαρξη των πολιτών και τη συνεργασία μεταξύ των λαών. «Οι πολιτικοί είναι οι πρακτικοί άνθρωποι που δίνουν λύσεις. Αλλά, αν δεν ξέρουν να αυτοσχεδιάζουν, αν οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου δεν τους έχουν επισημάνει δύο τρία στοιχεία, δεν θα μπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους», ανέφερε ο συγγραφέας και φιλόσοφος, Στ. Ράμφος.

Άλλωστε, μόνο ενωμένοι μπορούμε να διασφαλίσουμε την ελευθερία και την αξιοπρέπειά µας. Είναι ανάγκη, επομένως, μπροστά σε κάθε προσωπικό και συλλογικό αδιέξοδο που διαμορφώνεται, να κινηθούμε προς ένα συνθετικό «και», που θα ενώσει και θα συγκεράσει το κατακερματισμένο εθνικό και ευρωπαϊκό πλήρωμα.

Υπ’ αυτό το πρίσμα η συνεργασία όλων των δημοκρατικών παρατάξεων θα μπορούσε να αποτελέσει μια ουσιώδη, και ίσως τη μόνη, εναλλακτική. Κατ’ επέκταση χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πως η λειτουργική πολιτική πραγματικότητα έχει απόλυτη ανάγκη και τους δύο πόλους, που τη συντελούν. Ως εκ τούτου, η αριστερή παροχή και δημιουργικότητα χρειάζεται τη δεξιά συγκράτηση και εξασφάλιση, όπως ο κόσμος χρειάζεται την ισορροπία.

Αυτός ο άγνωστος, μέχρι σήμερα, δρόμος της αρμονικής, πολιτικής συνύπαρξης και της συμφιλίωσης των πολιτικών δυνάμεων δύναται να εκτονώσει αποτελεσματικά την πόλωση, επαναφέροντας σταδιακά την ελπίδα και το όραμα στους πολίτες, οδηγώντας τους, μέσα από την επανενεργοποίησή τους, στην επαναφορά της πίστης στη δημοκρατία, μέσα σε μια κοινωνία διορθωτικών εμπειριών.

H Ελισάβετ Μπαρμπαλιού είναι Ψυχολόγος ΜSc – Ψυχοθεραπεύτρια, Επιστημονική Υπεύθυνη του Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.)