Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του Μάρλον Μπράντο, του αμερικανού ηθοποιού, που άφησε εποχή στον παγκόσμιο κινηματογράφο και που κατά τους New York Times, ήταν ο μεγαλύτερος ηθοποιός της εποχής του και χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν οι επίσης εμβληματικοί Aλ Πατσίνο, Pόμπερτ ντε Nίρο και Tζακ Nίκολσον.
«Το παράξενο αλλά και συναρπαστικό με τον Μάρλον Μπράντο», σημειώνει ο Γιάννης Ζουμπουλάκης στο «ΒΗΜΑ» της 4ης Ιουλίου 2004 «είναι ότι κατά βάθος ποτέ δεν πήρε ούτε τον εαυτό του ούτε τη δουλειά του στα σοβαρά. Αυτό φάνηκε τόσο στις κατά καιρούς δηλώσεις του όσο και σε αρκετά σημεία της αυτοβιογραφίας του “Τραγούδια για τη μητέρα μου”.
»Στο κάτω κάτω ο Μπράντο, γιος πωλητή εταιρείας ζωοτροφών (το όνομα της γαλλικής καταγωγής οικογένειάς του ήταν αρχικώς Μπαρντό), είχε δηλώσει ότι “ο ηθοποιός δεν είναι επάγγελμα – ο υδραυλικός είναι”. Αποκαλούσε τον εαυτό του μηχανορράφο, πλακατζή, ψεύτη και απατεώνα και στις δεκάδες βιογραφίες που κυκλοφορούν για αυτόν (σύντομα πρόκειται να εκδοθεί ακόμη μία) ξεχωριστή θέση κρατούν τα περιστατικά που αναφέρονται στα τερτίπια και στις παραξενιές του, στη δυσκολία συνεννόησης με συναδέλφους, σκηνοθέτες, τεχνικούς – εν ολίγοις με τους πάντες.
O Mπράντο και η Miss Piggy
Το πιο πρόσφατο περιστατικό που πήρε έκταση από τον Τύπο ήταν στα γυρίσματα της τελευταίας κινηματογραφικής εμφάνισής του, στο “The score”. Ο σκηνοθέτης της Φρανκ Οζ ήταν αναγκασμένος να ακούει τον Μπράντο να τον αποκαλεί «Μις Πίγκι», ενώ στα ίδια γυρίσματα, όταν η δημοσιογράφος Πατρίτσια Μπόσγουορθ τον επισκέφθηκε για να συζητήσουν τη βιογραφία που εδώ και χρόνια ετοίμαζε για αυτόν, “έφαγε πόρτα”. Αλλωστε ο Μπράντο απεχθανόταν τις συνεντεύξεις.
Οι κόντρες του στα πλατό
Η ισχυρή προσωπικότητα του Μάρλον Μπράντο ήταν πολύ δύσκολο να μπει σε καλούπι και φυσικά αποτελούσε ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο υλικό σε κάθε κινηματογραφικό γύρισμα.
«Από την εποχή της νιότης του, ο Μπράντο (που πρωτόπαιξε στο θέατρο σε ηλικία 20 ετών) ασκούσε με τον δικό του εγωκεντρικό τρόπο εξουσία. Την άσκησε ακόμη και στον πολυαγαπημένο του “Γκατζ”, τον Ηλία Καζάν, για τον οποίο είχε πει ότι είναι ο καλύτερος από όλους τους σκηνοθέτες που έχουν συνεργαστεί ποτέ μαζί του. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της φιλμογραφίας του ηθοποιού παραμένει εκείνη στο “Λιμάνι της αγωνίας” του Καζάν, όταν μέσα στο αυτοκίνητο ο Μπράντο λογομαχεί με τον αδελφό του (Ροντ Στάιγκερ). Ετσι όπως τελικά γυρίστηκε, η σκηνή δεν έχει καμία σχέση με αυτό που σκεφτόταν ο Καζάν. Ο Μπράντο επέμενε να παίξει τη σκηνή έτσι όπως ο ίδιος ήθελε, διότι πίστευε ότι η προσέγγιση που ήθελε ο Καζάν δεν είχε πειστικό αποτέλεσμα.
»Σε ορισμένες περιπτώσεις οι απαιτήσεις του Μπράντο είχαν δημιουργικά αποτελέσματα· στον “Νονό”, για παράδειγμα, ο χαρακτηριστικός τρόπος ομιλίας του οφείλεται στο γεγονός ότι ο ηθοποιός μιλούσε με βαμβάκι στο στόμα.
Άλλες φορές όμως γινόταν απλώς αντιπαθής. Ο Ρίτσαρντ Χάρις δεν ανέχθηκε την “ντιβίστικη” συμπεριφορά του στην “Ανταρσία του Μπάουντι” και παραλίγο να χειροδικήσει εναντίον του. Ο Μπράντο απαίτησε την απομάκρυνσή του από τους χώρους γυρισμάτων.
»Στους “Φυγάδες του Μιζούρι”, ο Μπράντο φρόντισε να σαμποτάρει τα γυρίσματα της ταινίας επειδή πίστευε ότι ο ρόλος του ήταν υποδεέστερος εκείνου του Νίκολσον. Τελικά ο ρόλος του Μπράντο αναβαθμίστηκε ξαναγραφόμενος από την αρχή με πολλές αλλαγές.
Τέλος στην “Αποκάλυψη τώρα!” ο Μπράντο παραλίγο να ακυρώσει τη συμφωνία του με τον σκηνοθέτη Φράνσις Κόπολα, να αποδεσμευθεί από την παραγωγή και να μην εμφανιστεί στις Φιλιππίνες όπου η ταινία γυρίστηκε κάτω από απάνθρωπες συνθήκες».
Το άθροισμα της ζωής του
Όπως σημειώνουν και «ΤΑ ΝΕΑ» «ο Μπράντο απαξίωσε τον υποταγμένο στους νόμους των στούντιο τρόπο ζωής του Χόλιγουντ. Για εκείνους ήταν ο κακότροπος μεγαλομανής ηθοποιός, ο σταρ που αρνήθηκε να παραλάβει το δεύτερο Όσκαρ του – το 1973 για τον «Νονό» – κι έστειλε μια Ινδιάνα για να διαβάσει τον λόγο του κατά της κακοποίησης των αυτοχθόνων Ινδιάνων από τη βιομηχανία του Χόλιγουντ.
»Το άθροισμα της ζωής του Μπράντο ήταν το υπέρβαρο του όγκου του, αναρίθμητες σχέσεις, τρεις γάμοι και ισάριθμα διαζύγια, εννιά παιδιά, μια οικογενειακή τραγωδία (ο γιος Κριστιάν σκοτώνει τον φίλο της αδελφής του, καταδικάζεται σε φυλάκιση και η Σεγιέν αυτοκτονεί), μάχες με σκηνοθέτες και παραγωγούς, υποστήριξη των ιθαγενών, ο παράδεισός του στην Ταϊτή, τα υπερβολικά χρέη του».
Το«όχι» στα όσκαρ
Η απόφασή του να αρνηθεί να παραλάβει το βραβείο Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου για τη μνημειώδη ερμηνεία του ως Βίτο Κορλεόνε στον «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα,ήταν σίγουρα κομβική στιγμή της πορείας του.
Όπως γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 28ης Μαρτίου 1973: «Τελικά δεν πρόκειται να παραστή στην σημερινή τελετή (πρώτες πρωινές ώρες Ελλάδος) της απονομής των Όσκαρ ο Μάρλον Μπράντο, το “φαβορί” για το βραφείο πρώτου αντρικού ρόλου.
»Εκπρόσωπος της Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών δήλωσε σήμερα ότι ο ηθοποιός θα τηλεγραφούσε την πρόθεσή του να παραστή στην τελετή, ανταποκρινόμενος στη σχετική πρόσκληση που του εστάλη.
»Ο Μπράντον θεωρείται ο επικρατέστερος βραβεύσεως και αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό του Μάικλ Καίην και του σερ Λώρενς Ολίβιερ για το γνωστό “Σλουθ”, του Πήτερ Ο’ Τουλ για την “Άρχουσα τάξη” και του Πωλ Ουϊνφηλντ για το “Σάουντερ”.
Ο λόγος της άρνησης
Ο Μπράντο αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά της βιομηχανίας του Κινηματογράφου απέναντι στους Αμερικανούς Ινδιάνους.
Αντί του αμερικανού ηθοποιού, για την παραλαβή του βραβείου, εμφανίσθηκε η νεαρή αμερικανίδα ηθοποιός και ακτιβίστρια, Μαρία Λουίζ Κρουζ, γνωστή ως Sacheen Littlefeather, η οποία αν και δήλωνε ινδιανικής καταγωγής, μετά τον θάνατό της ,το 2022, κατηγορήθηκε ότι οι ισχυρισμοί της αυτοί για την καταγωγή ήταν ψευδείς.
Σε κάθε περίπτωση, στις 27 Μαρτίου του 1973 η Λιτλφέδερ εμφανίστηκε στην σκηνή της Τελετής των Όσκαρ και φορώντας παραδοσιακή ινδιάνικη ενδυμασία μετέφερε το μήνυμα του Μάρλον Μπράντο. Mάλιστα η νεαρή αμερικανίδα, όπως είχε ήδη συμφωνήσει με τον αμερικανό ηθοποιό, αρνήθηκε ακόμα και να αγγίξει το χρυσό αγαλματίδιο του Όσκαρ.
Καθώς η Λιτλφέδερ βρισκόταν στο βήμα ακούστηκαν γιουχαΐσματα και αποδοκιμασίες αλλά και έντονα χειροκροτήματα.
Όπως γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 29ης Μαρτίου 1973, «ζωηρά χειροκροτήματα υποδέχθηκαν την ανακοίνωση του Μάρλον Μπράντο, ότι δεν πρόκειται να δεχθή το Βραβείο Όσκαρ (…).
»Η απόφαση του Μπράντο αναγνώσθηκε από μια νεαρή εκπρόσωπο της φυλής των Απάτσι, την Σασήν Λίτλφαιδερ, η οποία πληροφόρησε το κοινόν, ότι ο ηθοποιός “δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να δεχθή το βραβείο εξ αιτίας της μεταχειρήσεως που υφίστανται από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση οι Ινδιάνοι της Αμερικής, καθώς και εξ αιτίας της αντιμετωπίσεως, της οποίας τυγχάνουν εκ μέρους της Αμερικανικής κυβερνήσεως”.
»Η νεαρή Απάτση πρόσθεσε κατόπιν, ότι ο Μάρλον Μπράντο θεώρησε, ότι θα ήταν πολύ περισσότερο χρήσιμος έτσι στην υπόθεση του Γούντετ Νη (σ.σ. κατάληψη της περιοχής Wounded Knee από αμερικανούς ιθαγενείς το 1973), παρά αν παρίστατο στην τελετή της απονομής – χωρίς όμως να διευκρινίση αν ο διάσημος ηθοποιός μετέβη στην αμερικανική αυτή κωμόπολη».
Οι αντιδράσεις
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 15ης Απριλίου 1973 αναδημοσίευσε άρθρο του Οbserver στο οποίο καταγράφονται οι αντιδράσεις για την απόφαση του Μάρλον Μπράντο.
«Ο Φρανκ Γιάμπλανς, πρόεδρος της Παραμάουντ, φαίνεται ότι συνόψισε καλύτερα από κάθε άλλον την άποψη του κινηματογραφικού κόσμου για την χειρονομία του Μπράντο, όταν, λίγες μέρες μετά την τελετή της απονομής των Όσκαρ, παρατήρησε ότι ο ηθοποιός θα έπρεπε να δωρήσει τα κέρδη του από τον “Νονό” (υπολογίζονται σε 1.500.000 δολλάρια) “σε μια υπόθεση που την υπερασπίζεται μόνο με έμμεσο τρόπο”.
»Τα λόγια αυτά ο Γιάμπλανς τα είπε κατά την διάρκεια ομιλίας του σε επίσημο γεύμα, και το ακροατήριο χειροκρότησε ζωηρά και επί μακρόν.
»Εν τω μεταξύ, πολλοί δημοσιογράφοι καυτηριάζουν τον Μάρλον Μπράντο, φθάνοντας να χαρακτηρίσουν τις πράξεις του ακόμη και ως “διαφημιστικές σαπουνόφουσκες”, ενώ από την άλλη φαίνεται ότι ο ηθοποιός έχει προσβάλει και αρκετούς Αμερικανούς ιταλικής καταγωγής.
»Έτσι, ο Τζων Λορέντσο, πρόεδρος μεγάλης ιταλοαμερικανικής οργανώσεως, τηλεγράφησε την περασμένη εβδομάδα στον ηθοποιό:
“Διακρίνουμε έκδηλη αντίφαση ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους αρνηθήκατε το βραβείο και στην συμμετοχή σας σε μια ταινία που δυσφημεί την κοινότητά μας”.
O Mάρλον Μπράντο πάντως δεν μετάνιωσε ποτέ για αυτήν του την απόφαση.