Ακολουθώντας το παράδειγμα του Καναδά, η Καλιφόρνια ξεκινά εκ νέου τις προσπάθειές της να χρεώσει τις μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας για τη χρήση συνδέσμων προς ειδησεογραφικά μέσα στις πλατφόρμες τους, εγείροντας ερωτήματα για το ενδεχόμενο να αναληφθούν ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες και από άλλες πολιτείες των ΗΠΑ αλλά και διεθνώς.

Το νομοσχέδιο που έγινε γνωστό ως «Νόμος για την προστασία της δημοσιογραφίας» (California Journalism Preservation Act – CJPA) ή αλλιώς Assembly Bill 886, θα υποχρέωνε κολοσσούς της διαφήμισης όπως η Google και η Meta να πληρώνουν τέλη στα ψηφιακά ειδησεογραφικά μέσα όταν πωλούν διαφημιστικό χώρο πλάι σε συνδέσμους που οδηγούν σε ειδησεογραφικό περιεχόμενο.

Σε αντάλλαγμα, οι εκδότες της Καλιφόρνια θα ήταν υποχρεωμένοι να διοχετεύσουν το 70% των εσόδων από τα τέλη αυτά στη μισθοδοσία των δημοσιογράφων και του προσωπικού υποστήριξης που εργάζονται στο δικαιούχο ψηφιακό ειδησεογραφικό μέσο, σύμφωνα με τη σύνοψη του νομοσχεδίου που είναι αναρτημένη στον ιστότοπο trackbill.com.

Οι εταιρίες που απασχολούν έως και 5 υπαλλήλους είναι υποχρεωμένες να δαπανούν τουλάχιστον 50% των εσόδων αυτών για τη μισθοδοσία των δημοσιογράφων και του υπόλοιπου προσωπικού.

Ορισμένοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί με έδρα την Καλιφόρνια ελπίζουν ότι η θέσπιση τελών για την οικονομική εκμετάλλευση του περιεχομένου τους  από τις μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας θα τους εξασφαλίσει μια νέα πηγή εισοδήματος που θα ενισχύσει τα καθαρά κέρδη τους, θα τους επιτρέψει να διατηρήσουν την παροχή ποιοτικού περιεχόμενου στο διαδίκτυο και θα αποκαταστήσει ένα αίσθημα δικαίου και ισότητας ανάμεσα στις εταιρίες τεχνολογίας και τα ΜΜΕ.

Ο καναδικός νόμος για τις ειδήσεις στο διαδίκτυο

Η πολιτεία της Καλιφόρνια εμπνεύστηκε από τις επιτυχημένες προσπάθειες του Καναδά να υποχρεώσει τις εταιρίες τεχνολογίας να αποζημιώνουν τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς για την εκμετάλλευση του περιεχομένου τους για άλλους σκοπούς ή για την παραπομπή σε αυτό μέσω συνδέσμων. Η νέα καναδική νομοθεσία που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2023 έγινε γνωστή ως «Online News Act» ή «Bill C-18».

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Google της Alphabet συμφώνησε να καταβάλλει 100 εκατομμύρια δολάρια Καναδά, δηλαδή 74 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, ετησίως για να μπορεί να συμπεριλαμβάνει καναδικές ειδήσεις στο Google στον Καναδά, και τα τέλη αυτά θα υποστηρίξουν μια μεγάλη γκάμα νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, εξηγεί το πρακτορείο ειδήσεων Associated Press.

Την εποχή εκείνη, ο πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τριντό επιδοκίμασε την απόφαση της Google να στηρίξει τους δημοσιογράφους και την τοπική δημοσιογραφία και άσκησε κριτική στη Meta που απείχε από τη διαδικασία, λέγοντας ότι «εξακολουθεί να αρνείται πλήρως να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς».

Η εταιρία Meta, στην οποία ανήκουν το Facebook και το Instagram, έχει κατηγορηθεί από την καναδική κυβέρνηση ότι έχει αφήσει τις πλατφόρμες της ανοιχτές στις ψευδείς ειδήσεις και την παραπληροφόρηση αντί να υποστηρίξει τα καναδικά ΜΜΕ.

Αντιδρώντας στον καναδικό νόμο, η Meta μπλόκαρε το ειδησεογραφικό περιεχόμενο στην πλατφόρμα της στον Καναδά, συμπεριλαμβανομένων ειδησεογραφικών άρθρων, βίντεο και ηχητικών, σύμφωνα με το Associated Press.

Άνθρωποι περπατούν πίσω από το λογότυπο της εταιρίας Meta κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου στη Βομβάη της Ινδίας, στις 20 Σεπτεμβρίου 2023. REUTERS/Francis Mascarenhas/ Φωτογραφία αρχείου

Η αντίδραση της Google στην Καλιφόρνια

Το σχέδιο νόμου για την προστασία της δημοσιογραφίας διακινήθηκε στα μέλη του νομοθετικού σώματος της Καλιφόρνια πέρυσι, αλλά οι προσπάθειες ανακόπηκαν όταν η Google και άλλοι τεχνολογικοί κολοσσοί αντιτάχθηκαν στη νομοθετική πρωτοβουλία, σε συνδυασμό με τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς που είχαν ποικίλες αντιδράσεις.

Η Google, προετοιμαζόμενη για το ενδεχόμενο ψήφισης του νομοσχεδίου και εφαρμογής του από την 1η Μαρτίου 2025, «φλεξάρει» από τον Απρίλιο αφαιρώντας δοκιμαστικά τους συνδέσμους προς κάποια καλιφορνέζικα ενημερωτικά sites.

Σχολιάζοντας το θέμα, ο αρμόδιος αντιπρόεδρος της Google για θέματα συνεργασιών με ΜΜΕ, Jaffer Zaidi, έκανε μια ανάρτηση όπου ανέφερε: «Βοηθώντας τον κόσμο να βρίσκει ειδησεογραφικά άρθρα, βοηθάμε μικρά και μεγάλα ΜΜΕ να διευρύνουν το κοινό τους χωρίς κόστος. Ο νόμος για την προστασία της δημοσιογραφίας θα ανατρέψει το μοντέλο αυτό».

Γράμματα σχηματίζουν τη λέξη «Alphabet» πάνω στην οθόνη ενός υπολογιστή όπου εικονίζεται η σελίδα αναζήτησης της Google, σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε στο Παρίσι, στις 11 Αυγούστου 2015. REUTERS/Pascal Rossignol/ Φωτογραφία αρχείου

Σύμφωνα με τον Zaidi, επίσης, «Θα ευνοήσει τους μεγάλους ομίλους ΜΜΕ και τα hedge funds –που ασκούν πολιτικές πιέσεις για την ψήφιση του νομοσχεδίου– και θα μπορούσε να οδηγήσει στην εκμετάλλευση των χρημάτων από τα τέλη που προβλέπει το νομοσχέδιο ώστε να συνεχιστεί η εξαγορά τοπικών εφημερίδων της Καλιφόρνια, οι οποίες θα μείνουν χωρίς δημοσιογράφους και θα μετατραπούν και αυτές σε εφημερίδες-φαντάσματα που λειτουργούν με ελάχιστο προσωπικό και παράγουν μόνο περιεχόμενο χαμηλού κόστους και συνήθως χαμηλής ποιότητας».

Η Google υπερασπίστηκε τη θέση της, επισημαίνοντας ότι μόνο το 2% των αναζητήσεων στη Google σχετίζονται με ειδησεογραφικά θέματα και ότι στηρίζει ήδη τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς μέσω πρωτοβουλιών όπως την Google News Showcase, που συνεργάζεται με 2.500 ΜΜΕ σε 26 χώρες, και την Google News Initiative, που συνεργάζεται με 7.000 ειδησεογραφικά μέσα σε όλο τον κόσμο.

Στην Ελλάδα, η Google News Showcase ξεκίνησε τη λειτουργία της στα τέλη του 2023 σε συνεργασία με εννέα δημοσιογραφικούς οργανισμούς, παρέχοντας στους αναγνώστες πλήρη πρόσβαση σε επιλεγμένα άρθρα στις ιστοσελίδες τους.

Τι ισχύει στην Ευρώπη;

Ούτε ο Καναδάς ούτε οι ΗΠΑ ήταν οι πρώτες χώρες που σκέφτηκαν να χρεώσουν τις εταιρίες τεχνολογίας για τη χρήση ειδησεογραφικού περιεχομένου. Μάλιστα, οι προσπάθειες του Καναδά βασίστηκαν σε έναν αυστραλιανό νόμο του 2021 που υποχρέωνε εταιρίες όπως τη Meta και την Google να διαπραγματευτούν με τα ΜΜΕ αποζημιώσεις για τη χρήση του περιεχομένου τους.

Λίγο αργότερα, το 2022, η Google υπέγραψε συμφωνία για την καταβολή τελών σε περισσότερα από 300 ΜΜΕ εθνικής ή τοπικής εμβέλειας, γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος, στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία, για τη χρήση του περιεχομένου τους, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.

Έκτοτε, οι ειδήσεις για το ρόλο των μεγάλων εταιριών τεχνολογίας στην Ευρώπη έχουν επισκιαστεί από τη νομοθετική πράξη της ΕΕ για τις ψηφιακές αγορές (DMA), η οποία αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός δικαιότερου και πιο ανοικτού περιβάλλοντος για τις ψηφιακές αγορές.

Η DMA, που είναι σε ισχύ από τον Μάρτιο 2024, εστιάζει στους ρυθμιστές πρόσβασης (τους λεγόμενους «πυλωρούς» ή «gatekeepers»), δηλαδή τις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες που παρέχουν βασικές υπηρεσίες όπως μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο, app stores, και υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων.

Η Ευρωπαία Επίτροπος «για μια Ευρώπη Έτοιμη για την Ψηφιακή Εποχή» Μαργκρέτε Βεστάγκερ σε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου για την υπόθεση αθέμιτου ανταγωνισμού της Apple στην έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλες, στις 30 Απριλίου 2021. Francisco Seco/Pool μέσω REUTERS/ Φωτογραφία αρχείου

Ενώ η πράξη για τις ψηφιακές αγορές δεν θεσπίζει τέλη για τη δημοσίευση συνδέσμων προς περιεχόμενο τρίτων, θέτει κανόνες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των πυλωρών – π.χ. τους υποχρεώνει να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που παράγουν κατά τη χρήση της πλατφόρμας του ρυθμιστή και τους απαγορεύει να εξασφαλίζουν ευνοϊκή κατάταξη για τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που προσφέρουν οι ίδιοι.

Από τη στιγμή που ψηφίστηκε η DMA, η Ευρώπη εργάζεται για την εφαρμογή και επιβολή αυτής της πολύπλοκης νομοθετικής ρύθμισης, ένα έργο που πολλοί φοβούνται ότι υπερβαίνει τις δυνατότητες της ΕΕ.

Με βάση τα παραπάνω, η ΕΕ μόλις ενημέρωσε την Apple ότι είναι η πρώτη εταιρεία που ενδεχομένως παραβιάζει τον ψηφιακό νόμο-ορόσημο, λόγω του τρόπου λειτουργίας του app store της, που σημαίνει ότι η εταιρία κινδυνεύει να της επιβληθεί πρόστιμο ύψους 38 δισεκατομμυρίων δολαρίων.