Πολιτικούς αυτόχειρες έχει αναδείξει ουκ ολίγους η Ιστορία. Σπανιότερες είναι οι περιπτώσεις που μαζί με την πολιτική του καριέρα ένας πολιτικός ηγέτης καταδικάζει και τη χώρα του. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε όπως όλα δείχνουν στις γαλλικές εκλογές. Η Γαλλία αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο την εκδοχή οι πολιτικές αποφάσεις του ηγέτη της να μην επηρεάζουν ουσιαστικά τη δική του καριέρα (μόνο ίσως την υστεροφημία του), αλλά να έχουν καταλυτικές επιπτώσεις για την πατρίδα του και για άλλες συμμάχους και εταίρους χώρες.
Δράμα σε τέσσερις πράξεις
Ως πρωταγωνιστή ενός «δράματος σε τέσσερις πράξεις» παρουσιάζει τον Εμανουέλ Μακρόν σε άρθρο του στους «Financial Times» ο διάσημος καθηγητής του ΜΙΤ Ρόμπερτ Σόλοου. Η πρώτη πράξη, κατά τον καθηγητή, διαδραματίστηκε το 2017 με τη δημιουργία από τον νεαρό και φέρελπι πολιτικό ηγέτη ενός νέου κεντρώου κόμματος («Εμπρός» το ονόμασε στην αρχή, και στη συνέχεια «Αναγέννηση»), που κατάφερε να λεηλατήσει τα άλλα κεντροαριστερά και κεντροδεξιά κόμματα.
Η λεηλασία της Δεξιάς είναι πάντα μια εύκολη υπόθεση για έναν κεντρώο πολιτικό που εμφανίζεται υπεράνω πολιτικών διαιρέσεων και παρατάξεων και μοιάζει να ενσαρκώνει τις αξίες της πολιτικής λογικής, της σύνεσης και του εφικτού. Για τη λεηλασία της Αριστεράς τον Μακρόν τον βοήθησε η διετής θητεία του ως υπουργός Οικονομικών στη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλς (2014-2016), επί προεδρίας Φρανσουά Ολάντ.
Ήταν μεγάλη η επιτυχία του πολιτικού εγχειρήματος του Μακρόν, αφού προσέλκυσε μετριοπαθείς ψηφοφόρους της Δεξιάς και της Αριστεράς με αποτέλεσμα η εκλογική απήχηση των παραδοσιακών δεξιών και αριστερών κομμάτων να περιοριστεί σε ποσοστά μονοψήφια (η γκωλική Δεξιά και το Σοσιαλιστικό Κόμμα έπεσαν στο 6%). Ανέδειξε όμως έτσι τα πολιτικά άκρα ως εναλλακτική πολιτική λύση στην κεντρώα ηγεμονία του.
Έχοντας διεμβολίσει ιδεολογικοπολιτικά τα στρατόπεδα της παραδοσιακής Δεξιάς και Αριστεράς, ο Μακρόν κατάφερε να κερδίσει την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν στην αναμέτρηση του 2017 για τη γαλλική προεδρία. Κέρδισε επίσης ευρεία πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν.
«Πρόεδρος των πλουσίων» ο Μακρόν
Η δεύτερη πράξη του δράματος έχει να κάνει με την πρώτη πενταετία του Μακρόν, κατά τον καθηγητή Σόλοου. Παρά το νεαρόν της ηλικίας του, ο πρόεδρος κυβέρνησε «αυτοκρατορικά». Και ο Φρανσουά Μιτεράν απέπνεε μια αύρα απόμακρου μεγαλείου, αλλά ήταν μια τελείως διαφορετική περίπτωση και ηλικιακά και ιστορικά και ιδιοσυγκρασιακά – ήταν ταυτόχρονα απόμακρος αλλά και πατρικός για τους Γάλλους.
Εξ αρχής κοντραρίστηκε με το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», που του κόλλησε το παρατσούκλι «ο πρόεδρος των πλουσίων». Εν τη απουσία αξιόπιστων εναλλακτικών στην Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά, όσοι αντιπάθησαν τον Μακρόν στράφηκαν προς τα άκρα, «με τους λαϊκιστές της άκρας Δεξιάς να δαιμονοποιούν τους μετανάστες και τους λαϊκιστές της άκρας Αριστεράς να θυμούνται την παλαιά γαλλική μαρξιστική παράδοση και να διαδηλώνουν κατά των πλουσίων», γράφει στους FT ο Ρόμπερτ Σόλοου.
Διολίσθηση στον αυταρχισμό
Η τρίτη πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε στη δεύτερη προεδρική θητεία του Μακρόν, όταν το Κέντρο άρχισε να φθείρεται πολιτικά και να εξασθενεί. Στις βουλευτικές εκλογές του 2022 το κόμμα του προέδρου δεν κατάφερε να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία είτε εξαρτώμενο από την στήριξη ενός μικρότερου κεντροδεξιού κόμματος για να περνά νομοσχέδια είτε καταφεύγοντας στο άρθρο 49,3 του Συντάγματος, που δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να νομοθετεί παρακάμπτοντας το Κοινοβούλιο.
Παρενθετικά πρέπει να σημειωθεί το άρθρο 49,3 προβλέφθηκε στο Σύνταγμα του 1958 που ψήφισε ο Σαρλ Ντε Γκολ για να μην επαναληφθούν πολιτικά αδιέξοδα και εμπλοκές που είχαν στοιχίσει πολύ στη Γαλλία τα χρόνια της Τέταρτης Δημοκρατίας.
Εν πάση περιπτώσει, οι Γάλλοι ψηφοφόροι αντιμετώπισαν την ευρωπαϊκή εκλογή του περασμένου Μαΐου ως ευκαιρία για να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους στον Μακρόν. Ψήφισαν σαν σε δημοψήφισμα, κάτι που αντιλήφθηκε βέβαια ο πρόεδρος, ο οποίος με μια κίνηση πολιτικής υπεροψίας και μεγαλείου διέλυσε το Κοινοβούλιο προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές.
Τέταρτη πράξη, έξοδος
«Φτάνουμε έτσι στην τέταρτη και τελευταία πράξη του δράματος, που είναι οι πρόωρες εκλογές της 30ής Ιουνίου και της 7ης Ιουλίου», γράφει ο καθηγητής. «Το Κέντρο συρρικνώθηκε καθώς η αποστροφή του εκλογικού σώματος προς τον Μακρόν οδήγησε με τη σειρά της σε μιαν αποστροφή προς το κόμμα του και τον πολιτικό χώρο που αυτό εκπροσωπεί», εξηγεί.
Τώρα, το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε δύο γύρους με μονοεδρικές περιφέρειες, δεν δίνει πολλές ευκαιρίες σε υποψηφίους από τα μικρά κόμματα, καθώς για να περάσουν στο δεύτερο γύρο απαιτεί να συγκεντρώσει κάποιος υποψήφιος στον πρώτο γύρο το 12,5% των εγγεγραμμένων εκλογέων στην περιφέρεια (όχι των ψηφισάντων).
Καθώς η πλειονότητα των Γάλλων δηλώνει (δημοσκοπικά) ότι δεν θα ψηφίσει το μετριοπαθές Κέντρο, καθώς απουσιάζουν εναλλακτικές λύσεις μετριοπαθών κομμάτων της Δεξιάς και Αριστεράς, «η επιλογή τους είναι να διαλέξουν έναν εκ των ακραίων πολιτικών συνασπισμών».
Συνεπέστερη η Αριστερά
Ο Ρόμπερτ Σόλοου θεωρεί ότι η Εθνική Συσπείρωση «προσφέρει μια καθαρά λαϊκιστική ατζέντα, βασισμένη σε σκληροπυρηνικές μεταναστευτικές πολιτικές και στον προστατευτισμό». Όσο για το οικονομικό πρόγραμμα της Ακροδεξιάς, αποτελεί έναν «μη κοστολογημένο και μη χρηματοδοτούμενο κατάλογο δώρων προς διαφορετικές ομάδες δυσαρεστημένων ψηφοφόρων».
Το πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου διαθέτει μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή, κατά τον διάσημο καθηγητή. «Προτάσσει την παραδοσιακή αριστερή ιδέα της μεγάλης αναδιανομής του πλούτου από λίγους που τον κατέχουν στους περισσότερους που δεν τον κατέχουν και από τις επιχειρήσεις προς τους εργαζόμενους, στηριζόμενο στην πεποίθηση ότι η διαδικασία αυτή δεν θα επηρεάσει την ανάπτυξη της οικονομίας», γράφει χαρακτηριστικά.
Δεξιά και Αριστερά
Ο Ρόμπερτ Σόλοου θεωρεί εν τέλει ότι αμφότερα τα προγράμματα των δύο ακραίων ιδεολογικοπολιτικών παρατάξεων, αν εφαρμοστούν, θα οδηγήσουν σε μείζονα κρίση και τη γαλλική οικονομία και την αγορά. Με ασφάλεια θα προσέθετε κανείς ότι, με δεδομένα τα οικονομικά μεγέθη της Γαλλίας αλλά και το πολιτικό της εκτόπισμα και επιρροή, η κρίση θα διαχέονταν εύκολα στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Για τη Γαλλία οι δύο πιθανότερες εκδοχές των επερχόμενων εκλογών, που παραθέτει ο καθηγητής, είναι από απογοητευτικές έως επικίνδυνες. «Ίσως οι κάλπες βγάλουν μια απόλυτη πλειοψηφία της άκρας Δεξιάς που θα αναγκάσει τον Μακρόν να διορίσει έναν πρωθυπουργό από την Εθνική Συσπείρωση, ελπίζοντας ότι έτσι θα αποκαλυφθεί στο μέσο Γάλλο ψηφοφόρο η ανικανότητα της ακροδεξιάς παράταξης και ως εκ τούτου θα αλλάξει το σκηνικό στις προεδρικές του 2027 προς τις οποίες οδεύει πλησίστια για την ώρα η Λεπέν», σημειώνει ο καθηγητής.
Ή, «ακόμα πιθανότερο», θα προκύψει μια κατάσταση κατά την οποία ούτε τα άκρα ούτε το Κέντρο θα μπορούν να συγκροτήσουν πλειοψηφία στη νέα Εθνοσυνέλευση. «Στο δεύτερο αυτό σενάριο, θα είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πώς θα αποδώσει μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Σε κάθε περίπτωση θα είναι αναγκασμένη να καταφεύγει στο άρθρο 49,3 προκειμένου να νομοθετεί και να εφαρμόζει το πρόγραμμά της. Κατά ειρωνικό τρόπο, το αποτέλεσμα της δίψας των ψηφοφόρων για πολιτική αλλαγή θα οδηγήσει σε πολιτική παράλυση», σημειώνει ο Σόλοου, για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα χρήσιμο για όσους πολιτικούς θέλουν να εξαφανίσουν τους αντιπάλους τους από προσώπου γης και να κυβερνούν εν ου παικτοίς.
«Υπάρχουν πολλά μαθήματα που μπορεί να πάρει κανείς από αυτό το δράμα σε τέσσερις πράξεις. Το σημαντικότερο είναι ότι το να δημιουργήσεις ένα συμπεριληπτικό νέο κεντρώο κόμμα λεηλατώντας πολιτικά τους χώρους στα δεξιά και στα αριστερά σου, μπορεί να αποδειχθεί μια επικίνδυνη πολιτική στρατηγική. Μια ανθεκτική δημοκρατία χρειάζεται να διαθέτει λειτουργικά κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς. Αυτά τα κόμματα μπορούν να αναδειχθούν και πάλι στη Γαλλία, αλλά η πορεία μέχρι να συμβεί αυτό δεν θα είναι εύκολη», καταλήγει ο καθηγητής του ΜΙΤ.