Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» ανοίγει τον φάκελο εγκλημάτων που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία και άφησαν το σημάδι τους στην πρόσφατη εγκληματολογική ιστορία της χώρας, είτε λόγω των στοιχείων των εγκλημάτων που διαπράχθησαν είτε λόγω της ταυτότητας δραστών και θυμάτων.
Έγκλημα πάθους
Είναι βράδυ Πέμπτης, 24 Ιουλίου 1997. Μια γυναίκα εμφανώς ταραγμένη φτάνει με ποδήλατο έξω από το μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου στη Μάνδρα Αττικής. Είναι 42 ετών και ονομάζεται Κάτια. Ο σύζυγος, ο γιος της αλλά και η αστυνομία την αναζητούν εδώ και σχεδόν δύο 24ώρα.
Μία μοναχή αντιλαμβάνεται την παρουσία της και τηλεφωνεί στις αρχές:
«Δεν κρυβόμουν. Ήθελα να με βρείτε», είπε στους αξιωματικούς της Ασφάλειας που έφτασαν λίγο αργότερα. «Περιπλανιόμουν στους δρόμους και πίστευα ότι θα με βρείτε. Δεν πήγα να παραδοθώ σε αστυνομικό Τμήμα, αλλά ήξερα ότι θα με βρίσκατε».
Δύο ημέρες νωρίτερα, το πρωινό της Τρίτης 22 Ιουλίου, ο 59χρονος αρχιμανδρίτης Άνθιμος Ελευθεριάδης, έπεφτε νεκρός μπροστά από το αυτοκίνητό του, λίγα μέτρα από την είσοδο του σπιτιού του, δεχόμενος 8 σφαίρες. Το όπλο το κρατούσε η Κάτια Γιαννακοπούλου και το γεγονός ότι η παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού γυναίκα άφησε τη σκανδάλη μόνο όταν το όπλο είχε πια αδειάσει καθιστούσε βέβαιο ότι δολοφόνος και θύμα γνωρίζονταν πολύ καλά. Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα ανέμενε κανείς.
Οι πρωταγωνιστές του δράματος
Τα λόγια συγγενών και γνωστών που μίλησαν στα «ΝΕΑ» σκιαγραφούν τα δύο τραγικά πρόσωπα:
Κάτια
«Τη μεγαλύτερη εντύπωση προκάλεσε το άκουσμα της είδησης στην γειτονιά της οδού Κέκροπος στην Καλλιθέα ότι η Κάτια Γιαννακοπούλου είναι η καταζητούμενη για το έγκλημα που “η τηλεόραση έλεγε από το πρωί”. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει στη γειτονιά ότι αυτή η κοπέλα “μπλέχτηκε σε τέτοια ιστορία. Αυτή που είχε μια πολύ καλή οικογένεια, που λάτρευε το γιο της και τον άντρα της και ποτέ δεν έδινε δικαιώματα να τη συζητούν”. Βέβαια, “το τελευταίο χρόνο έδειχνε τελείως απόμακρη. Ενώ πριν μας μιλούσε, μας έλεγε μια καλημέρα, τελευταία έδειχνε μελαγχολική”.
»Όμως κάποιοι γείτονες είχαν άλλη “εικόνα”: “Ντυνόταν προκλητικά, με δερμάτινα. Προκαλούσε εντύπωση, τελευταία, η συμπεριφορά της…”.
(…)
Πατήρ Άνθιμος
Ο πατήρ Άνθιμος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στη γειτονιά του και το ποίμνιό του στην περιοχή Νέας Σμύρνης – Παλαιού Φαλήρου. Μια όμως αρκετά σκιώδης υπόθεση σχετική με διαχείριση δωρεών τον οδήγησε στην απομάκρυνσή του και τη μετάθεσή του στο Λονδίνο.
Σύμφωνα με «ΤΑ ΝΕΑ», «έφτασε στο Λονδίνο πριν από περίπου τρεισήμισι χρόνια. (…) Η διένεξη του αρχιμανδρίτη με τον Μητροπολίτη Ν. Σμύρνης Αγαθάγγελο ήταν η πραγματική αιτία που ο πρώτος απομακρύνθηκε από τον ιερό ναό της Παναγίτσας και την Αθήνα. Λέγεται ότι σημείο αιχμής στη σχέση των δύο ιεραρχών αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, η διαφωνία στο θέμα χειρισμού των εράνων».
(…)
»[Η κυρ-Άννα] χρόνια γειτόνισσα με τον αρχιμανδρίτη- τα διαμερίσματά τους γειτνιάζουν στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας της οδού Φιλαδελφείας – δεν περίμενε αυτό που συνέβη.
»“Παρ’ ότι μέναμε δίπλα, δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις ο ένας με τον άλλον. Μια τυπική καλημέρα, αυτό ήταν όλο κι όλο, και αυτό μονάχα το λίγο διάστημα που έμενε εδώ. Πριν από μία εβδομάδα είδα μια γυναίκα να βγαίνει βιαστικά από το σπίτι του με μια βαλίτσα στο χέρι. Δεν μπορώ να ξέρω όμως ποια ήταν αυτή. (…) Ποτέ δεν προκαλούσε με την συμπεριφορά του. Ήταν ήσυχος, αλλά φαινόταν σαν να ‘κρυβε κάτι”.
Ο φόνος
«ΤΑ ΝΕΑ» έχοντας ως πηγή την απολογία της Κάτιας, καθώς και τις καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων περιγράφουν τη δολοφονία του αρχιμανδρίτη Άνθιμου.
Το πρωί της 22ας Ιουλίου η Κάτια εμφανίζεται μεταμφιεσμένη στην οδό Φιλαδελφείας 8, στη Νεα Σμύρνη.
«Φορούσε κασκέτο, μεγάλα μαύρα γυαλιά, κοντή δερμάτινη φούστα, άσπρο πουκάμισο και μαύρο γιλέκο. Στεκόταν ώρα δίπλα σε ένα μπλε αυτοκίνητο Suzuki, που το είχε σταθμεύσει στη διασταύρωση των οδών Φιλαδελφείας και Κωνσταντινουπόλεως.
»Έδινε την εντύπωση ότι κάτι αναζητούσε. Απέναντι ακριβώς βρίσκεται ένα συνεργείο. Ο υπάλληλος του συνεργείου Σάββας Λαζαρίδης, που την είδε να περιμένει, νόμιζε ότι αναζητούσε το συνεργείο για να επισκευάσει το αυτοκίνητό της.
»Την πλησίασε και τη ρώτησε: “Ψάχνετε για συνεργείο; Αν θέλετε, μπορείτε να φέρετε το αυτοκίνητό σας μέσα. Αν χρειάζεσθε βοήθεια, μπορώ να σας εξυπηρετήσω”.
»Αυτή τότε τού απάντησε: “Όχι ευχαριστώ. Δεν χρειάζομαι τίποτα”.
»Μισή ώρα αργότερα, στις 10.30 το πρωί, ο ιερωμένος βγήκε από το σπίτι του και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητό του, ένα Land Rover, με αγγλικές πινακίδες κυκλοφορίας. Το αυτοκίνητο το είχε σταθμεύσει απέναντι από την πολυκατοικία στην οδό Φιλαδελφείας 5.
»Φορούσε τα ράσα και κρατούσε στα χέρια του το καλυμμαύκι και μια τσάντα με πράγματα. Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και τοποθέτησε τα πράγματά του στο αυτοκίνητο.
(…)
“Πήγαινα σαν υπνωτισμένη. Ελεγα: Τι πάω να κάνω; Εβγαζα κι έβαζα τις σφαίρες από το περίστροφο. Χωρίς να ξέρω τι θέλω”, κατέθεσε η Κάτια.
Μόλις τον είδε επιχείρησε να του μιλήσει. Εκείνος αφού την κοίταξε στα μάτια της γύρισε την πλάτη. Τότε η Κάτια έβγαλε το περίστροφο και τράβηξε τη σκανδάλη. Πυροβολούσε “ώσπου κατάλαβα πως δεν είχε άλλες σφαίρες”.
»Ο ιερωμένος έπεσε αιμόφυρτος στον δρόμο. (…) Τον πυροβόλησε πέντε φορές στον γλουτό, στα χέρια, στην κοιλιά. Τη χαριστική βολή τού την έριξε στο κεφάλι. Τον πυροβόλησε δύο φορές στον κρόταφο και τον αποτελείωσε. (…)
» Ψύχραιμα μπήκε στο αυτοκίνητο του κουνιάδου της και έβαλε μπρος τη μηχανή. Κατευθύνθηκε στην περιοχή του Ασυρμάτου, όπου άφησε το αυτοκίνητο στον δρόμο ανάμεσα στα τρία νεκροταφεία. Άλλαξε ρούχα. Έβαλε ένα πορτοκαλί παντελόνι και ένα άσπρο πουκάμισο και φόρεσε την περούκα. Τα ρούχα που φορούσε όταν έστησε τη δολοφονική ενέδρα, καθώς και το πιστόλι, τα πέταξε σε έναν κάδο απορριμμάτων.
»Με το λεωφορείο πήγε στην Ομόνοια και από ένα μαγαζί αγόρασε ένα ποδήλατο. Περιπλανιόταν στους δρόμους. Το βράδυ τη βρήκε σε ένα αλσύλλιο στην περιοχή του Κολωνού. Αποκοιμήθηκε για λίγο σε ένα παγκάκι. Χαράματα συνέχισε την περιπλάνησή της μέχρι που έφθασε στην Ελευσίνα. Καταφύγιό της και αυτό το βράδυ ένα παγκάκι σε ένα άλσος. Το πρωί συνέχισε την πορεία της, μέχρι που έφθασε στο μοναστήρι της Παναγίας στη Μάνδρα».
Η ψυχική κατάσταση της Κάτιας και όσα ένιωθε για το θύμα της συμπυκνώνονται στα παρακάτω της λόγια:
“Εύχομαι καμία γυναίκα να μην αγαπήσει τόσο απόλυτα, ολοκληρωτικά και τρελά, όπως εγώ αγάπησα τον πατέρα Άνθιμο. Πέθανα μαζί του τη στιγμή που τον σκότωνα. Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει”.
H σχέση θύτριας – θύματος και όσα προηγήθηκαν
«ΤΑ ΝΕΑ» της 26ης Ιουλίου 1997 γράφουν για τη σχέση θύτριας και θύματος:
«Η γνωριμία της με τον αρχιμανδρίτη άρχισε το 1989. Την είχε πάει στην εκκλησία της Παναγίτσας Παλαιού Φαλήρου η μητέρα της, για να βρει γαλήνη επειδή αντιμετώπιζε προβλήματα. Εκεί γνώρισε τον αρχιμανδρίτη εφημέριο του ναού. Τη στήριξε ψυχολογικά και η Γιαννακοπούλου συνδέθηκε μαζί του.
“Ζούσα ευτυχισμένη με την οικογένειά μου, μέχρι που γνώρισα τον Άνθιμο Ελευθεριάδη και τον λάτρεψα. Μου απέσπασε την εμπιστοσύνη μου. Η σχέση μας ήταν έντονα ερωτική και τον αγάπησα με πάθος. Γι’ αυτό και με συγκλόνισε η στάση του, όταν άρχισε να απομακρύνεται από κοντά μου. Με αγνοούσε και εγώ υπέφερα…”.
»Απολογούμενη αναφέρθηκε και στις ερωτικές κασέτες που η ίδια παρέδωσε στον ανακριτή.
“Όταν κατάλαβα ότι έκρυβε κάτω από το ράσο του ένα άλλο ψεύτικο πρόσωπο, άρχισα να μαγνητοφωνώ τις συνομιλίες που είχα μαζί του και αφορούσαν τα προσωπικά μας, αλλά και τις οικονομικές συναλλαγές μας”.
Σε άλλο σημείο της απολογίας της στον ανακριτή η Κάτια δήλωσε:
“Έγινα η σκλάβα του, η δούλα του. Ήμουν το πειραματόζωό του. Πάνω στο σώμα μου και την ψυχή μου δοκίμαζε τα πάντα. Ακόμη και τις οικονομικές μου αντοχές, γιατί τον είχα διευκολύνει δίνοντάς του συνολικά 6.500.000 δραχμές, για να πραγματοποιήσει τα εκκλησιαστικά του οράματα”.
Τα ταξίδια στο Λονδίνο και το κουζινομάχαιρο
»Ακόμα και όταν αυτός έφυγε για το Λονδίνο, δεν διέκοψε τη σχέση μαζί του. (…)». Όπως αναφέρει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 3ης Αυγούστου 1997, η Κάτια «πήγαινε αυθημερόν και ερχόταν στη βρετανική πρωτεύουσα για να τον βλέπει. Το πρωί έφευγε και το βράδυ γύριζε για να μην υποψιαστεί τίποτε ο άντρας της».
Σύμφωνα όμως με «ΤΑ ΝΕΑ», «τον τελευταίο καιρό οι σχέσεις τους άρχισαν να διαταράσσονται.
“Άρχισε να απομακρύνεται και να με αποφεύγει. Δεν ήθελε να μου μιλάει”.
»Η 42χρονη δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι η σχέση της μαζί του είχε πάρει τέλος. Αυτός έκανε προσπάθειες να την ηρεμήσει και να την πείσει να επιστρέψει στον άνδρα της. Αυτή όμως ήταν αμετάπειστη. Σε μια έκρηξη θυμού πριν από τρεις μήνες του είχε επιτεθεί με κουζινομάχαιρο, στο διαμέρισμά του. Αυτό έφερε την οριστική ρήξη.
(…)
»Η αίσθηση ότι τον χάνει την τρέλαινε. “Πονούσα και υπέφερα”, λέει. (…) Η σκέψη να βρει όπλο ωρίμασε εφέτος τον χειμώνα, μετά τον Σεπτέμβριο του 1996, όταν έμαθε πως ήρθε ο Ανθιμος να ψηφίσει και δεν της τηλεφώνησε.
»Τότε κατάλαβε πως ήρθε το τέλος. Ενοχλητικά προσπάθησε να εξασφαλίσει γέφυρα επικοινωνίας και αντιμετώπισε άρνηση. Αρνηση και σκληρότητα πολλές φορές, όπως λέει. Βρήκε όπλο. Και πήγε στο σπίτι του, μόλις έμαθε πως βρίσκεται στην Αθήνα. Πήγε για να “βρεθούν ξανά. Για να επικοινωνήσουν. Για να τον κερδίσει”.
»Όταν τη ρώτησαν αξιωματικοί της Ασφάλειας για το ιδιόχειρο σημείωμα ως διαθήκη με το οποίο ο αρχιμανδρίτης τής άφηνε 20.000.000 δρχ. “”έναντι χρέους“”, η Κάτια Γιαννακοπούλου ισχυρίσθηκε ότι του είχε δανείσει ένα ποσό.
“Ήξερα για το ιδιόχειρο σημείωμα. Για μένα δεν είχε καμία σημασία αυτό το χαρτί. Δεν έχουν καμία σχέση τα χρήματα με αυτό που έγινε”.
»Η Κάτια Γιαννακοπούλου μετά την οριστική απόφαση του αρχιμανδρίτη να διακόψει τη σχέση τους άρχισε να καταστρώνει το σχέδιό της. “”Τον αγαπούσα. Τον ήθελα ζωντανό ή νεκρό“”, είπε χαρακτηριστικά στους αξιωματικούς της Ασφάλειας.
(…)
»Αρχισε να ψάχνει για το όπλο με το οποίο θα έγραφε τον επίλογο της ολέθριας σχέσης. Έψαχνε μέρες στους “”σκοτεινούς“” της Ομόνοιας. Μέχρι που την πλησίασε ένας Αλβανός, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να την εξυπηρετήσει. Της πούλησε για 400.000 δρχ. το πιστόλι των 7,65.
“Έμαθα να χειρίζομαι το όπλο. Θα πάταγα τη σκανδάλη και όπου τον πετύχαινα”.
(…)
Ο συνήγορός της κ. Αλέξανδρος Κατσαντώνης μετά το τέλος της απολογίας της, αναφερόμενος στην Κάτια Γιαννακοπούλου, είπε: “Ζει πια τη μοίρα της. Ζει την ποινή της”.
Η δίκη
Η Κάτια κάθησε στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας τον Νοέμβριο του 1998. Συνεχίζει να έχει την αμέριστη στήριξη του συζύγου και του γιου της.
Τις ημέρες εκείνες θα δηλώσει:
“Τους τελευταίους μήνες που βρίσκομαι στη φυλακή, αντιμέτωπη με την απόγνωση και τις τύψεις μου, αυτό που με κρατά στη ζωή είναι η αγάπη, η αφοσίωση και η πίστη του γιου μου. Είναι και το μεγαλείο της αγάπης του συζύγου μου, που δεν του στάθηκα άξια και έχω μετανιώσει. Όπως έχω μετανιώσει και για τη ζωή ενός ανθρώπου που σκότωσα και που αγαπούσα περισσότερο από τη ζωή μου”.
Σε πρώτο βαθμό ο πρότερος έντιμος βίος της Κάτιας και η «ανάρμοστη συμπεριφορά» του αρχιμανδρίτη Άνθιμου θα οδηγήσουν, με πλειοψηφία των ενόρκων, σε αποφυγή των ισοβίων και η Κάτια θα καταδικαστεί σε κάθειρξη 20 ετών.
Σε δεύτερο βαθμό όμως, τον Νοέμβριο του 2011,
το Εφετείο καταδίκασε την Κάτια ομόφωνα σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να της αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι ως άτομο εγωιστικό, που ήθελε πάντα να γίνεται το δικό της, θεώρησε τον εαυτό της αδικημένο από τον αρχιμανδρίτη, ο οποίος την απέρριψε και αποφάσισε χωρίς αυτήν να διακόψει τη σχέση τους. Έτσι αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να τον σκοτώσει.
Τον Αύγουστο του 2013, ύστερα από 16 χρόνια έγκλεισμού, κάνοντας χρήση των διατάξεων του νόμου, η Κάτια αποφυλακίστηκε.