Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, το καλοκαίρι δεν θεωρούνταν περίοδος ιδανική για διανομή ελληνικών ταινιών στις θερινές κινηματογραφικές αίθουσες. Oπως αποδείχθηκε, όμως, τα πράγματα αλλάζουν και μάλιστα, κάποιες εγχώριες παραγωγές όπως τα «Μαγνητικά πεδία» (2021) του Γιώργου Γούση κατάφεραν να γίνουν γεγονότα και απεδείχθησαν μικρά χρυσωρυχεία.

Το φετινό καλοκαίρι, δύο ελληνικές ταινίες φαίνεται ότι τείνουν να αποκτήσουν (αν δεν το έχουν ήδη αποκτήσει) το δικό τους κοινό στα θερινά σινεμά: το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» του Ζαχαρία Μαυροειδή και ο «Νυχτερινός εκφωνητής» του Ρένου Χαραλαμπίδη.

Η πρώτη διανύει την τρίτη εβδομάδα προβολής της και σύμφωνα με την διανομή της έχει φτάσει στα 10.000 εισιτήρια (προβάλλεται στις αίθουσες Αθηναία, Αρκαδία, Αλεξάνδρα (Χαλάνδρι), Ανοιξις, Σινέ Νίκαια της Αθήνας και Βακούρα της Θεσσαλονίκης).

Στο πρώτο τριημερο του, ο «Νυχτερινός εκφωνητής» που άρχισε να παίζεται Πέμπτη 20 Ιουνίου, έχει φτάσει τα 4.000 εισιτήρια και η πορεία του προβλέπεται σταθερή (προβάλλεται στις αίθουσες Παναθήναια, Ανεσεις, Αργυρούπολη, Διονύσια, Γαλάζια Ακτή, Village Shopping and more της Αθήνας και στον Απόλλωνα της Θεσσαλονίκης).

Τα παραπάνω νούμερα εισπράξεων και για τις δύο ταινίες, είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά πόσο μάλλον με τον ανταγωνισμό των ξένων παραγωγών, τις αξιόλογες επανεκδόσεις που επίσης κινούνται θαυμάσια στο box office αλλά και το γεγονός ότι κάθε εβδομάδα διανέμονται πολλές νέες ταινίες ταυτόχρονα στις αίθουσες – μια λανθασμένη τακτική στην οποία έχω αναφερθεί πολλές φορές αλλά δεν είναι αυτή την στιγμή της ώρας.

Στο «Καλοκαίρι της Κάρμεν» είχα αναφερθεί για πρώτη φορά πέρσι τον Αύγουστο όταν προβλήθηκε (και προκάλεσε αίσθηση) στο παράλληλο τμήμα Giornate Degli Autori του 80ού κινηματογραφικό φεστιβάλ Βενετίας.

Είναι μια σούπερ καλοκαιρινή και σούπερ queer δραματική κομεντί, παρεϊστικη, αρκετά αστεία (με έναν μελαγχολικό τρόπο) και με βασικούς ήρωες τρεις άντρες τους οποίους κάνει ό,τι θέλει μια υπέροχη σκυλίτσα (Γιώργος Τσιαντούλας, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Νικόλα Μίχα). Είναι επίσης μια ταινία που δείχνει ότι ο δημιουργός της τον οποίο γνωρίσαμε πριν από αρκετά χρόνια με τον «Ξεναγό» έχει μια θαυμάσια εξέλιξη (η αμέσως προηγούμενη ταινία του είναι ο «Απόστρατος»).

Από την δική του πλευρά, με τον «Νυχτερινό εκφωνητή» ο πιο «παλιός» Ρένος Χαραλαμπίδης επέστρεψε μετά από αρκετά χρόνια στο σινεμά ως δημιουργός και εφτιαξε μια ρομαντική, εν μέρει αυτοαναφορική ταινία, με τον ίδιο στον ρόλο του τίτλου μπροστά σ’ένα μικρόφωνο το ραδιοφωνικού σταθμού «Εν Λευκώ» όπου ο Χαραλαμπίδης επί χρόνια εργάζεται στην πραγματικότητα.

Η ταινία αποκτά την εικόνα μιας προφορικής ερωτικής επιστολής προς την αθωότητα του παρελθόντος και της νιότης, μια νοσταλγική λίγο ναρκισσιστική εξομολόγηση περιστοιχισμένη από αντικείμενα που δεν βλέπουμε πλέον στην ζωή μας – τηλεφωνητές, κασέτες, μπομπίνες μαγνητοφώνου, δίσκους βινυλίου και τηλεφωνικές ατζέντες τύπου Filofax.

Δύο ταινίες που ενώ δεν μοιάζουν μεταξύ τους ταιριάζουν απολύτως με την εποχή μας γιατί κινούνται σε χαλαρούς ρυθμούς, χαρακτηρίζονται από ευαισθησία, δεν θέλουν να αποδείξουν κάτι και από επιλογή των σκηνοθετών τους αποτυπώνουν μόνο την ομορφιά της Αθήνας.

Γιατί η Αθήνα που βλέπουμε στην οθόνη και των δύο ταινιών είναι η Αθήνα που μας αρέσει και που θέλουμε.