Ο Μάιος παραδοσιακά είναι ένας μήνας χωρίς ιδιαίτερες κινήσεις στα υπόλοιπα των καταθέσεων που τηρούν τα νοικοκυριά στις τράπεζες. Στις περισσότερες χρονιές από την ένταξη της χώρας στο ευρώ, η μεταβολή τους σε σχέση με τον Απρίλιο, είναι χαμηλή.
Αν εξαιρεθούν οι χρονιές των μεγάλων εκροών της περασμένης δεκαετίας, κατά τη διάρκεια πολιτικών κρίσεων που έπληξαν την εμπιστοσύνη, η μηνιαία αύξηση ή μείωση δεν ξεπέρασε τα 400 εκατ. ευρώ, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ήταν οριακή.
Ανάλογη ήταν η πορεία τους και τον περασμένο μήνα, με τις αποταμιεύσεις των φυσικών προσώπων σε λογαριασμούς ανοιχτής ζήτησης και σε προθεσμιακές καταθέσεις να υποχωρούν κατά 242 εκατ. ευρώ ή 0,17%.
Η διαφορά ωστόσο σε σχέση τόσο με το 2023, όσο και με το 2022, έχει να κάνει με τις επιδόσεις σε επίπεδο 5μήνου.
Η μείωση των καταθέσεων στις τράπεζες
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι καταθέσεις των ιδιωτών καταγράφουν σε αυτό το διάστημα πτώση 1,75 δισ. ευρώ έναντι αύξησής τους κατά περίπου 550 εκατ. ευρώ τις δύο προηγούμενες χρονιές κατά την αντίστοιχη περίοδο.
Δηλαδή εφέτος όχι μόνο δεν καλύφθηκε η αναμενόμενη υποχώρηση του πρώτου διμήνου της χρονιάς, αλλά λείπουν και χρήματα από τους λογαριασμούς των νοικοκυριών που ανεβάζουν το κενό σε ετήσια βάση πάνω από τα 2,2 δισ. ευρώ.
Κι αυτό παρότι το 2024 η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, οδηγώντας σε αύξηση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός υποχωρεί.
Οι διαφορές
Όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, «δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφορά ως προς τις φορολογικές υποχρεώσεις που θα δικαιολογούσε αυτήν την πτώση. Η αλήθεια είναι πως έχει πληρωθεί μία επιπλέον δόση του ΕΝΦΙΑ εφέτος, καθώς ξεκίνησε νωρίτερα η εξόφλησή του. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη γενική εικόνα».
Κατά τους ίδιους κύκλους, τους τελευταίους μήνες καταγράφεται μία ενδυνάμωση της αποταμιευτικής κουλτούρας των καταναλωτών, εξέλιξη που συνδέεται τόσο με το άνοιγμα της παλέτας των επενδυτικών προϊόντων με πολύ μικρά ελάχιστα ποσά εισόδου που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες, όσο και με τη διάθεση βραχυπρόθεσμων κρατικών τίτλων σε φυσικά πρόσωπα.
Βρήκαν με τον τρόπο αυτό διέξοδο οι καταθέτες που δεν είναι ικανοποιημένοι με τις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων, οι οποίες δεν αυξήθηκαν στον ίδιο βαθμό με τους παρεμβατικούς δείκτες της ΕΚΤ.
Από συστημικό όμιλο σημειώνουν πως «αυτήν την στιγμή υπάρχει πληθώρα κλειστών προγραμμάτων διάρκειας 2 ετών με αποδόσεις της τάξης του 4% – 5%, όταν για την ίδια περίοδο τα επιτόκια βάσης αναμένονται να κινηθούν πέριξ του 3%».
Ως αποτέλεσμα, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι, στα πρώτα δύο τρίμηνα της εφετινής χρονιάς παρατηρείται σημαντική μετακίνηση καταθέσεων λιανικής προς αυτά τα προϊόντα που όχι μόνο είναι ανταγωνιστικά σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά και προσιτά σε όλους τους πελάτες.
Οι ροές προς Α/Κ
Πρόκειται για αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού τους σε ομόλογα, διατηρώντας ένα σταθερό χαρτοφυλάκιο καθ’ όλη την προκαθορισμένη διάρκεια ζωής τους.
Με τον τρόπο αυτό οι διαχειριστές τους μπορούν να εκτιμήσουν με αρκετά μεγάλη ακρίβεια τα κέρδη που θα πετύχουν για λογαριασμό των μεριδιούχων.
Στο πρώτο 5μηνο λοιπόν οι εκροές των 1,75 δισ. ευρώ στις καταθέσεις ιδιωτών, είναι αποτέλεσμα των καθαρών αγορών μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, οι οποίες την ίδια περίοδο ξεπέρασαν τα 2,8 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα η ζήτηση για έντοκα γραμμάτια, τα οποία πλέον στις 6μηνες και 12μηνες εκδόσεις τους διατίθενται πρωτογενώς και σε φυσικά πρόσωπα για τίτλους ονομαστικής αξίας έως 15.000 ευρώ.
Με τον τρόπο αυτό, οι μικροαποταμιευτές έχουν μία εναλλακτική επιλογή χωρίς κανένα ρίσκο, που τους αποφέρει ετησιοποιημένο όφελος άνω του 3% αυτήν τη στιγμή.
Για παράδειγμα, στον τελευταίο 6μηνο τίτλο που δημοπράτησε το δημόσιο την περασμένη Τετάρτη, η απόδοση έφτασε το 3,44%.
Πρόκειται για επιτόκιο που καμία τράπεζα δεν δύναται να προσφέρει μέσω λογαριασμού προθεσμίας.
Η διαφορά με Ευρώπη
Αναφορικά με την κριτική που δέχονται οι τράπεζες για τις μικρές αυξήσεις που εφάρμοσαν στους λογαριασμούς προθεσμίας κατά τη διάρκεια του κύκλου αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, γενικός διευθυντής πιστωτικού ιδρύματος σημειώνει πως η πραγματική διαφορά σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο ανέρχεται σε μόλις 50 μονάδες βάσης.
«Αυτό κυρίως οφείλεται στο ότι η ελληνική καταθετική βάση προέρχεται από τη λιανική (70% έναντι 60% του μέσου όρου) με πολύ μικρά μέσα υπόλοιπα. Τέτοια ποσά χρησιμοποιούνται για καθημερινές κινήσεις ρευστότητας και βρίσκονται σε προγράμματα μιας ημέρας, στα οποία το επιτόκιο είναι πολύ χαμηλό σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες», υπογραμμίζει η ίδια πηγή.
Από την άλλη, τονίζει, «στις προθεσμιακές καταθέσεις μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων οι αποδόσεις είναι αρκετά κοντά, 3,22% έναντι 3,68% τον περασμένο Απρίλιο.
Προσθέτει δε πως ένας ακόμη λόγος για την παρατηρούμενη απόκλιση είναι ο χαμηλός δείκτης χορηγήσεων – καταθέσεων στην Ελλάδα, που διαμορφώνεται σε 60% έναντι 95% στην ΕΕ.
Τέλος, υποστηρίζει πως «θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές τράπεζες από τις κεφαλαιαγορές είναι τουλάχιστον 200 μονάδες βάσης πάνω από τον μέσο όρο στην Ευρώπη, ενώ σημαντικά υψηλότερο είναι και το πιστωτικό κόστος του ιστορικού δανειακού χαρτοφυλακίου τους».
Πηγή: ot.gr