Κοπήκαμε στα δύο. Οι καραγατσικοί και οι αντικαραγατσικοί. Όσοι ένιωσαν την ανάγκη να υπερασπιστούν το έργο του Μ. Καραγάτση κι όσοι δεν ήθελαν ούτε το όνομά του να προφέρουν λόγω των πατριαρχικών και σεξιστικών μηνυμάτων των γραπτών του.
Η αρχή έγινε με ένα άρθρο της νέας πεζογράφου Ρένας Λούνα στη Lifo, στο οποίο επιχειρείται η αποδόμηση του Μ. Καραγάτση, με επίκεντρο κυρίως το μυθιστόρημά του «Η Μεγάλη Χίμαιρα».
Για τη Λούνα ο αφηγητής Μ. Καραγάτσης διέπεται από έναν αχαλίνωτο μισογυνισμό, ιδιαίτερα στον τρόπο που περιγράφει τη σχέση της Μαρίνας -της κεντρικής ηρωίδας- με τα κυρίαρχα αρσενικά της ζωής της.
Λίγες ώρες αργότερα το feed στα social media γέμισε με τοποθετήσεις υπέρ και κατά του κειμένου, του Μ. Καραγάτση, της έκφρασης, της ελευθερίας του λόγου, της τέχνης.
Μία ακόμα αφορμή να ανοίξουμε το συρτάρι της κουλτούρας της ακύρωσης που επικρατεί στη λογοτεχνία και το οποίο, ειδικά μετά τις (δίκαιες) διεκδικήσεις του κινήματος #MeToo από το 2017 και μετά αλλά και τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από λευκό αστυνομικό το 2020, μοιάζει με πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί παγκοσμίως.
Ποιος Μ. Καραγάτσης;
Δεν είναι η πρώτη -ούτε η τελευταία φορά- που ο Μ. Καραγάτσης προκαλεί έριδες με το έργο του. Για κάποιους αυτή η επιστροφή σε εκείνον αποδεικνύει τη μεγάλη επιτυχία του κι άρα δικαίως συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του ’30».
Ο εκδότης Κώστας Σπαθαράκης, γράφοντας στο λογοτεχνικό περιοδικό «Βλάβη», είχε αναφέρει: «Αυτή η λογοτεχνία μπορεί να παραμένει ελκυστική, δεν είναι ωστόσο χωρίς συνέπειες.
Αφήνει και στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες της μια δυσάρεστη επίγευση, μια αίσθηση ηθικής και πνευματικής εξαχρείωσης που υπονομεύει την ίδια την ανάγνωση, γιατί ο πυρήνας της είναι κοινότοπος και ψεύτικος, και ο ρεαλισμός της επιφανειακός και καφενειακός. (…)
Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή».
Ο συγγραφέας Νίκος Μάντης γράφει στον «Αναγνώστη», θέλοντας να μπει βαθύτερα στη διαφαινόμενη φεμινιστική ακύρωση του Καραγάτση.
«Για να έρθω και στο προκείμενο, το πρόβλημα με τον Καραγάτση δεν είναι (μόνο) ο έκδηλος μισογυνισμός του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η λογοτεχνία που γράφει είναι μια λογοτεχνία κακή και ξεπερασμένη, ακόμα και για τα δεδομένα του καιρού του.
Είναι μια λογοτεχνία, η οποία, τριάντα χρόνια μετά τον Κάφκα, τον Προυστ, την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Τζέιμς Τζόις, δεν έχει πάρει πρέφα για την θεμελιακή αμφισβήτηση στην οποία έθεσε την απόλυτη εξουσία του παντοδύναμου αφηγητή το μοντερνιστικό κίνημα, γράφοντας με την ίδια απαρασάλευτη τριτοπρόσωπη αυτοπεποίθηση του γραφιά-Θεού, επόπτη και κριτή των πάντων, με την οποία έγραφαν (οι λιγότερο λεπταίσθητοι πεζογράφοι) τον 19ο αιώνα.
Μια λογοτεχνία γεμάτη ατελείωτους διαλόγους, που υποτίθεται αρδεύονται από τον Ντοστογιέφσκι, και όπου όλοι λένε αυτά που εννοούν και εννοούν αυτά που λένε, και όπου ακόμα κι αν έχουν εσωτερικές αμφιβολίες και σκέψεις, αυτές παρατίθενται καταλεπτώς και εξίσου εκκωφαντικά, δίχως την παραμικρή υπαινικτικότητα».
Η συζήτηση (ας το πούμε ευγενικά) για τη συμβατότητα έργων του παρελθόντος με το σήμερα, όλο και φούντωνε. Οι υπερασπιστές εστίασαν στο ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε έναν συγγραφέα με τα κριτήρια της εποχής μας κι ότι το πλαίσιο παίζει ρόλο πρωταρχικό.
Ένα ακόμα ντιμπέιτ
Για αυτούς το έργο του Μ. Καραγάτση δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως μέρος του καιρού του με τα σχόλια περί μισογυνισμού να χαρακτηρίζονται μέχρι και «βλάσφημα».
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Δημήτρης Σωτηρόπουλος, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Είμαι της άποψης ότι το ντημπέιτ για τον Καραγάτση δεν αφορά τον ίδιο το συγγραφέα και τα βιβλία του αλλά τα πολιτισμικά υλικά με τα οποία έχουν φτιάξει τον κόσμο τους οι διαφορετικές γενιές που τον διαβάζουν.
Εξ ου και η μεγάλη ένταση της διαφωνίας, διότι δεν αφορά την λογοτεχνική κριτική η οποία σε άλλη περίπτωση θα περιοριζόταν στο συνάφι και τις όποιες ιδιοτροπίες του, αλλά έχει να κάνει με όσα θεωρεί αξιακά κρίσιμα η κάθε γενιά.
Σε ό,τι με αφορά, ιδίως μάλιστα με δεδομένο ότι φέρω και την ιδιότητα του δασκάλου, θεωρώ σημαντικό να δημιουργούνται γέφυρες αλληλοκατανόησης των δυο αυτών κόσμων ενισχύοντας τον διαγενεακό διάλογο που είναι και κοινωνικά πολύ σημαντικός.
Η ισοπεδωτική προσέγγιση των μεγαλύτερων που αποφαίνονται ωσάν να έχουν το μονοπώλιο της γνώσης και της ορθής άποψης είναι ατελέσφορη και αντιπαραγωγική ακόμη και αν όντως η λογική της ‘ακύρωσης’ και ενίοτε ενός αλαζονικού και εριστικού λόγου από την πλευρά των νεότερων είναι εξίσου προβληματική. Οι νεότεροι άλλωστε πρέπει να παραδεχτούμε ότι θέτουν και σωστά ζητήματα έστω κι αν μερικές φορές τα θέτουν με λάθος τρόπο».
Μια γεύση από X
Όπως θα έλεγε και η κόρη του Μ. Καραγάτση, Μαρίνα, «δεν βγάζεις άκρη μαζί του». Και θα απαντούσε στην κρίσιμη ερώτηση: «θα επιβίωνε ο Καραγάτσης στη σημερινή Ελλάδα;»
«Νομίζω ναι. Με είχαν ρωτήσει κάτι παρόμοιο τότε που πρωτοερχόντουσαν στην Ελλάδα μετανάστες από την Αλβανία αλλά και από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Είπα: Για τον Καραγάτση αυτό θα ήταν το θείο δώρο. Θα κατέβαινε κάθε μέρα στην Ομόνοια, εκεί που έχουν τα στέκια τους οι μετανάστες, θα τους έπιανε κουβέντα και από εκεί θα έβρισκε πράγματα να γράψει».