Το ραντεβού μας είναι στο Καφέ Λαοκράτης, στον Νέο Κόσμο (Λόυδ Τζώρτζ 28), ένα απόγευμα αρχές Ιουνίου. Μέσα το μαγαζί είναι ασφυκτικά γεμάτο. Στο κέντρο της καφετέριας, ο Αντώνης Καφετζόπουλος κάνει πρόβα τον λόγο του για το Ινστιτούτο Γκαίτε. Θα πει ένα από εκείνα τα αρχαιοελληνικά ρητά που είναι η αδυναμία του. Έχει υποσχεθεί στους φίλους του ότι στην εκδήλωση όπου πρόκειται να μιλήσει, θα μπουν μέσα με αξιοπρέπεια. Γύρω του ακούν με προσοχή οι ‘’Δεξιωσάκηδες’’, η τετράδα που αφανίζει απρόσκλητη ολόκληρους μπουφέδες δεξιώσεων και λοιπών εκδηλώσεων.
Ο Καφετζόπουλος, αλλιώς ο Δήμος Περπατάρης, που υποδύεται είναι ο αρχηγός τους. Είναι χαρά μας που βλέπουμε τον Φίλιππο Τσίτο να παρακολουθεί στο μόνιτορ το γύρισμα της σκηνής ενώ γύρω του οι τεχνικοί και οι υπόλοιποι, πολύτιμοι, συνεργάτες συντονίζονται ο καθένας στο πόστο του.
Χαρά μας, γιατί ο Τσίτος έχει ξεχωρίσει στο ελληνικό σινεμά με τη γενναιόδωρη ανθρωποκεντρική ματιά του. Φέτος επανέρχεται. Οι «Δεξιώσεις», που πραγματοποιούν από τον Μάιο γυρίσματα σε διάφορα σημεία της Αθήνας, είναι η τέταρτη ταινία της φιλμογραφίας του συνυπολογίζοντας το My Sweet Home (2001) και η τρίτη του με τον Αντώνη Καφετζόπουλο ως πρωταγωνιστή, δεκατρία χρόνια μετά τον «Αδικο κόσμο» (2011) και δεκαπέντε από την «Ακαδημία Πλάτωνος» (2009). Τον πλαισιώνουν οι βετεράνοι ηθοποιοί Γιώργος Σουξές, Μαρία Κατσανδρή, Χρήστος Βαλαβανίδης, Μαρία Καλλιμάνη και η πρωτοεμφανιζόμενη Κατερίνα Σιναπίδου.
Δεν θα πούμε ότι πρόκειται για το κλείσιμο μιας τριλογίας – θα ήταν κλισέ, μας προειδοποιεί με χαμόγελο ο σκηνοθέτης. Ο ήρωας του μπροστά από την κάμερα είναι αυτή τη φορά ένας άσημος αλλά ασυμβίβαστος δημοσιογράφος, σπεσιαλίστας στα αρχαιοελληνικά ρητά, ο οποίος αγωνίζεται να κρατήσει το σπίτι του και μια αξιοπρεπή ζωή, χωρίς να χάσει την εντιμότητά του – μέχρι που συναντά τους Δεξιωσάκηδες: Μια γελαστή παρέα χωρίς ηθικούς φραγμούς, η οποία τρυπώνει σε δεξιώσεις για να φάει τσάμπα. Άνεργοι πρώην δικαστικοί, πρώην φιλόλογοι, πρώην υπάλληλοι, πρώην οικονομολόγοι, μπαίνουν λαθραία παντού. «Η παρακμιακή ξεγνοιασιά τους παρασύρει τον Περπατάρη, ο οποίος μαθητεύει στην ατιμία και θριαμβεύει στην συκοφαντία, μέχρι που φθάνει στα όριά του και πρέπει να διαλέξει πλευρά».
Η ιδέα
Η έμπνευση για την ταινία προέρχεται από το βιβλίο «Οι δεξιώσεις» της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, το οποίο αφηγείται την πραγματική ιστορία ενός πραγματικού «τζαμπατζή δεξιώσεων». Ο Φίλιππος Τσίτος το έχει χρησιμοποιήσει ως βάση για να γράψει μια διαφορετική ιστορία. Ένα σχόλιο για τον άνθρωπο του σήμερα με την υποσημείωση, «πρώτα η μάσα, μετά η ηθική». Τσιτάτο από θεατρικό του Μπρεχτ.
Όπως μας λέει ο σκηνοθέτης: «Η ιδέα ήταν να φτιάξω μια ιστορία για τον τελευταίο αγνό άνθρωπο, ο οποίος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η τιμιότητα και η αξιοπρέπεια εξακολουθούν να είναι σημαντικά και είναι έτοιμος να κάνει συμβιβασμούς στη ζωή του για να τα διαφυλάξει σε έναν κόσμο που δεν ενδιαφέρεται πλέον. Και σκέφτηκα, όταν ένας τέτοιος χαρακτήρας έχει φτάσει στα άκρα – χάνει τη δουλειά του εξαιτίας του ότι θέλει να παραμείνει τίμιος και κατόπιν χάνει και το σπίτι του – προς τα πού μπορεί να οδηγηθεί;
Αυτός ο άνθρωπος σκέφτεται ότι θα είναι πολύ ενδιαφέρον να συναντήσει μια παρέα με την οποία μπαίνει σε δεξιώσεις και τρώνε παντού τζάμπα. Για αυτούς η ηθική, η αξιοπρέπεια και η τιμιότητα είναι πλέον αδιάφορα στοιχεία για τον άνθρωπο. Η σύγκρουση αυτή με ενδιέφερε, το πόσο δελεαστικό είναι να αφεθεί να διαφθαρεί από αυτούς. Γιατί κάτι κερδίζει, κυρίως τη χαρά της συναναστροφής με άλλους ανθρώπους, αλλά παράλληλα διαφθείρεται, γιατί δεν είναι πια αυτός που ήταν».
Και ποιος καλύτερος για τον πρωταγωνιστικό ρόλο από τον Αντώνη Καφετζόπουλο – «είναι ο καλύτερος κινηματογραφικός ηθοποιός που ξέρω, υπάρχει μια επικοινωνία άρρητη, την οποία απολαμβάνουμε και οι δύο. Επειδή αυτό είναι δώρο από τον θεό, δεν θέλω να το αλλάξω, θέλω να το απολαύσω», σχολιάζει ο σκηνοθέτης.
«Στην Ελλάδα επικρατεί ένα laissez faire, laissez passez, ό,τι δηλώσεις είσαι, μπαίνεις όπου θέλεις»
Τον ρωτάμε αν γνωρίζει ανθρώπους που εισβάλλουν σε χώρους εκδηλώσεων και τρώνε τζάμπα. «Προσωπικά όχι», μας λέει. «Ωστόσο σε όποιους λέω την ιστορία μου, αρχίζουν και μου διηγούνται ιστορίες ανθρώπων που μπαίνουν σε δεξιώσεις και τρώνε. Όλοι ξέρουν τέτοιους ανθρώπους… Στην Ελλάδα επικρατεί ένα laissez faire, laissez passez, ό,τι δηλώσεις είσαι, μπαίνεις όπου θέλεις».
Το σινεμά, ένα ακριβό σπορ σήμερα
Οι ανάγκες των επαγγελματικών υποχρεώσεων του σκηνοθέτη στη Γερμανία, οι αλλαγές που χρειάστηκε να κάνει στο σενάριο και η αργοπορία στην εύρεση χρηματοδότησης, καθυστέρησαν την έναρξη των γυρισμάτων, μας εξηγεί.
«Για να κάνεις πλέον ταινίες, που αφηγούνται μια προσωπική άποψη για τη ζωή, έχουν περάσει οι παχιές αγελάδες. Αν είναι λίγο ακριβός ο στόχος, δυσκολεύει η κατάσταση».
«Άργησα πολύ να χρηματοδοτήσω την ταινία. Είναι τόσο δύσκολο να κάνει κανείς σινεμά πια που νομίζω ότι κάνω την τελευταία μου ταινία», μας λέει ο σκηνοθέτης. «Να το πω αλλιώς; Για να κάνεις πλέον ταινίες, που αφηγούνται μια προσωπική άποψη για τη ζωή, έχουν περάσει οι παχιές αγελάδες. Αν είναι λίγο ακριβός ο στόχος, δυσκολεύει η κατάσταση. Έχει αλλάξει αυτό που ζητάει η αγορά. Όλοι κατευθύνονται στον εύκολο εντυπωσιασμό των σειρών στις πλατφόρμες. Όταν καταθέτεις τα σενάρια σου για να αιτηθείς χρηματοδότηση, ακούς ότι πρέπει να κάνεις σειρά για να μπει στο Netflix.
Μια ταινία 90 λεπτών δεν είναι πλέον το ζητούμενο. Δεν είναι κάτι που το αναζητεί κανείς. Έχουν όλοι επικεντρωθεί στον εντυπωσιασμό της πλατφόρμας και αυτό ζητείται και από τους παραγωγούς – το κοινό δεν το νοιάζει. Ενώ η κατασκευή μιας ταινίας αυτή καθαυτή είναι φθηνότερη από παλιότερα, έχουν αλλάξει τα δεδομένα ως προς το κοινό που προτίθεται να ανακαλύψει τις ταινίες», προσθέτει.
Θα δούμε τον Χρήστο Βαλαβανίδη στο σινεμά
Σε μια γωνιά του καφέ Λαοκράτης, σημείο συνάντησης γι’ αυτή την γειτονιά του Νέου Κόσμου, ο Χρήστος Βαλαβανίδης και ο Αντώνης Καφετζόπουλος κάνουν το διάλειμμα τους.
«Με τον Αντώνη. Είμαστε φίλοι και συνεργάτες εδώ και 40 χρόνια, από το 1985 (σ.σ. από το τηλεοπτικό «Μινόρε της Αυγής»). Για μένα ήταν έκπληξη αυτός ο ρόλος. Ένας πρώην Πρόεδρος Εφετών, που έχει απολυθεί και προσφέρεται για ψευδομάρτυρας σε διάφορες δίκες, τελείως άθλιος! Και δεν βγάζει λεφτά παρά ελάχιστα. Πόσα να βγάλει κανείς όντας ψευδομάρτυρας; Στην ουσία πεινάει…», παρατηρεί ο Χρήστος Βαλαβανίδης.
Ευνοεί η εποχή μας τέτοιου είδους συμπεριφορές; «Η εποχή μας είναι άγρια. Δεν θέλει και πολλά άλλα γεγονότα να συμβούν για να καταλάβουμε ότι η εποχή μας είναι άγρια. Εχουμε δίπλα μας έναν πόλεμο θηριώδη κι άλλον έναν πόλεμο προς τα κάτω…»
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος για το κίνητρο της μάσας
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος περνά αρκετή ώρα στο laptop του. Για την επόμενη σκηνή του πρέπει να βγει έξω, να διασχίσει τον δρόμο. Στη συνέχεια πρέπει να βαφτεί στο αυτοσχέδιο καμαρίνι της μακιγιέζ (που έχει στηθεί μπροστά από τον πάγκο με τα καρβέλια ψωμιού), σαν να έχει χτυπήσει στο πρόσωπο.
Πώς θα περιέγραφε τον Δ. Περπατάρη ως άνθρωπο; Θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς ως μοντέρνο Τσάρλι Τσάπλιν, που αναγκάζεται να συμβιβαστεί για πρώτη φορά στη ζωή του; «Μάλλον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ή Γκάντι αλλά πολύ μικρού μεγέθους, θα έλεγα, που όμως η επίδραση του στην ανθρώπινη ιστορία είναι μηδαμινή έως ανύπαρκτη. Από την άλλη, ο Περπατάρης δεν είναι πραγματικός άνθρωπος, είναι προϊόν μυθοπλασίας. Ως τέτοιος – και με την προϋπόθεση ότι θα κάνουμε την ταινία καλά – αποκτά τεράστιο μέγεθος και μεγάλο ενδιαφέρον», σχολιάζει ο Αντώνης Καφετζόπουλος.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η συμπεριφορά, για τους ανθρώπους και την εποχή μας, δηλαδή η παραίτηση από κάθε ηθικό φραγμό για χάρη της μάσας, του φαγητού, τρυπώνοντας σε τραπέζια αγνώστων;
«Δεν θα μου φαινόταν περίεργο για ορισμένους πραγματικούς δεξιωσάκηδες να ταυτίζονται τόσο πολύ με το ρόλο που παίζουν σε τέτοιες μαζώξεις ώστε να αισθάνονται και οι ίδιοι, ποιητές, επιστήμονες και σημαίνοντα πρόσωπα».
«Υπάρχει το στεγνό κίνητρο της μάσας μεν αλλά σε ορισμένους συνυπάρχει με την κινητοποίηση που προκαλεί η διάθεση να αναμιχθούν και να συνυπάρξουν με ανθρώπους που θεωρούν σπουδαίους και σημαντικούς», απαντάει ο Αντώνης Καφετζόπουλος. «Δεν θα μου φαινόταν περίεργο για ορισμένους πραγματικούς δεξιωσάκηδες να ταυτίζονται τόσο πολύ με το ρόλο που παίζουν σε τέτοιες μαζώξεις ώστε να αισθάνονται και οι ίδιοι, ποιητές, επιστήμονες και σημαίνοντα πρόσωπα. Και υποθέτω ότι κάποιοι πιο κυνικοί πιστεύουν αυτό που λέει ένας χαρακτήρας στην ταινία: κι οι άλλοι μισοί ξεφτίλες είναι, απλώς βρήκαν, κάπου, μια πρόσκληση…»
Όσο για την συνεργασία του με τον Φίλιππο Τσίτο, την καλή τους χημεία ή τα κοινά σημεία που συνδέουν τον «Δήμο» των «Δεξιώσεων» με τον «Σταύρο» της «Ακαδημίας Πλάτωνος» και τον «Σωτήρη» του «Άδικου Κόσμου», χαρακτήρες που υποδύθηκε με επιτυχία κερδίζοντας βραβεία για τις ερμηνείες του: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει οτιδήποτε κοινό σε αυτούς τους χαρακτήρες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι «αόρατοι» με την έννοια πως δεν είναι πρόσωπα που διεκδικούν τα φώτα, το αντίθετο. Έχουν, βέβαια, ισχυρές απόψεις, αλλά και ποιος από τα 7 δισεκατομμύρια των ανθρώπων δεν έχει;», παρατηρεί ο Καφετζόπουλος.
Και προσθέτει: «Με τον Φιλίππο Τσίτο είχα την χαρά και την τύχη να πάω δυο φορές – τις μοναδικές στη ζωή μου – σε δυο μεγάλα και έγκυρα φεστιβάλ και να πάρω το βραβείο α΄ ανδρικού ρόλου. Οπότε και τον τηλεφωνικό κατάλογο να μου πρότεινε να γυρίσουμε ταινία θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Υπάρχει εμπιστοσύνη, αμοιβαία πιστεύω. Και κοινές απόψεις για την ανθρώπινη ιδιότητα, πράγμα που κάνει την επικοινωνία εύκολη και αβίαστη. Επίσης η φιλία που προέκυψε μέσα από τη συνεργασία. Νομίζω μαζί με τον Κούτρα και το Λάνθιμο ανήκει στην τριάδα που έχει προσθέσει σημαντική αξία στο ελληνικό σινεμά παρά τις διάφορες στο ύφος».
Οι «Δεξιώσεις» συνεχίζουν για λίγες ακόμα ημέρες τα γυρίσματά τους. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Βουλγαρίας και Καναδά με την υπογραφή των: Premier Studio (Βουλγαρία), Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, Βουλγαρικό Κέντρο Κινηματογράφου, Mitos Productions (Καναδάς).
Η ταινία είναι παραγωγή της View Master Films και έχει την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ. Στις αίθουσες θα προβληθεί στα τέλη Δεκεμβρίου 2024.
*Θες περισσότερο σινεμά; Άκου το Podcast του Βήματος «Σινεμά στη σέντρα».