Όταν εμείς οι Έλληνες θέλουμε να μετρήσουμε τη διάρκεια κάποιου γεγονότος, όπως ένας αγώνας ταχύτητας, μία αθλητική αναμέτρηση ή μία διάλεξη, χρησιμοποιούμε ένα όργανο ακριβείας, το χρονόμετρο. Η πρώτη μας σκέψη πηγαίνει αντανακλαστικά στα παραδοσιακά stopwatches, τα χρονόμετρα «τσέπης» με ένα μπουτόν που το πατάει κανείς με τον αντίχειρά του για την εκκίνηση, παύση και επανεκκίνηση κάθε μέτρησης. Σωστά; Περίπου. Όσο εντρυφούμε στον κόσμο των ρολογιών, εξοικειωνόμαστε όλο και περισσότερο με την «επίσημη ορολογία» των οίκων ωρολογοποιίας. Και εδώ είναι που το πράγμα μπερδεύεται, ειδικά για τους ομιλούντες την ελληνικήν. Γιατί αυτό που εμείς ονομάζουμε χρονόμετρο, οι «ξένοι» το αποκαλούν χρονογράφο! Και υπάρχει και συνέχεια. Στη διεθνή ορολογία υπάρχει και ο όρος χρονόμετρο, μόνο που σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό! Και το καλύτερο; Ένας χρονογράφος μπορεί να είναι και χρονόμετρο. Ένα χρονόμετρο όμως δεν είναι απαραίτητα και χρονογράφος!! Μπερδευτήκατε; Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι από την αρχή.
Τι λέει ο Μπαμπινιώτης;
Στο Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη υπάρχουν τα εξής λήμματα ως προς το ζήτημα που μας ενδιαφέρει:
χρονόμετρο (το) 1. ειδικό ρολόι που μετρά τον χρόνο με πολύ μεγάλη ακρίβεια, ακόμη και στις λεπτότατες υποδιαιρέσεις του (δευτερόλεπτα, δέκατα τού δευτερολέπτου κ.λπ.) συν. χρονογράφος 2. ωρολογιακός μηχανισμός για τη μέτρηση τού χρόνου με πολύ μεγάλη ακρίβεια, που απαιτείται για την επίλυση των προβλημάτων της αστρονομικής ναυτιλίας 3. μουσ. ειδικό όργανο που μετρά τις διάφορες ταχύτητες ρυθμικής αγωγής· ο μετρονόμος
χρονογράφος (ο/η) συγγραφέας χρονικών, αυτός που γράφει χρονογραφίες. χρονικογράφος 2. δημοσιογράφος ειδικευμένος στη συγγραφή χρονογραφημάτων σε εφημερίδες και περιοδικά.
Τι παρατηρούμε; Ο χρονογράφος θεωρείται συνώνυμο του χρονομέτρου. Παραδόξως όμως στο λήμμα «χρονογράφος» δεν γίνεται καμία αναφορά σε ρολόγια, χρονόμετρα ή στη λειτουργία της χρονομέτρησης!
Στην ορολογία της ωρολογοποιίας
Αφήνουμε όμως στην άκρη το λεξικολογικό πρόβλημα της ελληνικής γλώσσας, για να μιλήσουμε επί της ουσίας και για το πώς χρησιμοποιούνται αυτοί οι δύο όροι παγκοσμίως όταν αφορούν ρολόγια. Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι στη σύγχρονη ορολογία της ωρολογοποιίας χρονόμετρο και χρονογράφος είναι δύο διαφορετικές έννοιες.
Ο χρονογράφος αναφέρεται σε συγκεκριμένη λειτουργία ενός ρολογιού, αυτή της χρονομέτρησης ακριβείας. Αντίθετα, το χρονόμετρο δεν έχει καμία σχέση με λειτουργίες, μετρά την απόδοση ενός ρολογιού και εγγυάται ότι ο μηχανισμός του έχει ελεγχθεί με βάση συγκεκριμένα κριτήρια και φέρει πιστοποίηση ακριβείας από κάποιον επίσημο οργανισμό. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα εάν ανατρέξει κανείς σε λεξικά της αγγλικής γλώσσας.
Στο λεξικό του Cambridge, ως Chronograph ορίζεται ένα όργανο ακριβείας που μετρά και καταγράφει χρονικά διαστήματα, ενώ ως Chronometer λογίζεται ένα όργανο που μετρά τον χρόνο με εξαιρετική ακρίβεια. Τι ισχύει τελικά;
Τι είναι χρονόμετρο;
Έτσι αποκαλείται κάθε ρολόι που έχει υποβληθεί σε μια σειρά από αυστηρούς ελέγχους ακριβείας από κάποιον αρμόδιο φορέα και φέρει πιστοποίηση χρονομέτρου σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια. Ο επίσημος φορέας της Ελβετίας είναι ο COSC (Contrôle Officiel Suisse des Chronomètres) ενώ άλλοι αντίστοιχοι φορείς είναι το Αστεροσκοπείο της Μπεσανσόν στη Γαλλία, το Αστεροσκοπείο της Glashütte στη Γερμανία, το Ινστιτούτο Ελέγχου Χρονομέτρων στην Ιαπωνία κ.ά. Με ποια διαδικασία μπορεί ένα ρολόι να φέρει τον τίτλο του χρονομέτρου από το COSC; Κατ’ αρχάς θα πρέπει η εκάστοτε μάρκα να επιθυμεί την πιστοποίηση των μηχανισμών/ρολογιών της και να τους υποβάλλει η ίδια προς έλεγχο στο COSC και βασική προϋπόθεση είναι να είναι Swiss Made. Οι αυστηρότατοι έλεγχοι που διενεργεί το COSC αφορούν στατικές δοκιμασίες που εκτελούνται στο εργαστήριο. Για τα αυτόματα ρολόγια απαιτείται ακρίβεια ρυθμού των μηχανισμών -4/+6 δευτερόλεπτα ημερησίως. Για τα quartz ρολόγια η αποδεκτή απόκλιση είναι +/- 0.07 δευτερόλεπτα (σε θερμοκρασία 23°C) και+/- 0.2 δευτερόλεπτα (μεταξύ 8°C και 38°C). Κάθε μηχανισμός/ρολόι ελέγχεται επί τουλάχιστον 15 ημέρες και κρίνεται βάσει επτά κριτηρίων, σε τρεις διαφορετικές θερμοκρασίες και σε τέσσερα επίπεδα υγρασίας. Και μία σημαντική λεπτομέρεια: Ο όρος Chronometer δεν μπορεί να εμφανίζεται πάνω σε ένα ρολόι εάν δεν συνοδεύεται από την ανάλογη πιστοποίηση.
Τι είναι χρονογράφος;
Ο χρονογράφος είναι ένα ρολόι με ενσωματωμένη δυνατότητα χρονομέτρησης χρονικών διαστημάτων (όπως ένα stopwatch, αυτό που εμείς ονομάζουμε χρονόμετρο στα ελληνικά). Πρόκειται για μία περίπλοκη λειτουργία (complication) που υπάρχει συνδυαστικά με τις παραδοσιακές λειτουργίες ενός ρολογιού (ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα). Συνήθως τα ρολόγια-χρονογράφοι έχουν στο καντράν τους δύο ή τρία βοηθητικά καντράν (counters) που μετρούν τις ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, καθώς και δύο μπουτόν πάνω στην κάσα: το ένα για την εκκίνηση και την παύση του χρονογράφου και ένα για την επιστροφή στο «μηδέν».
Υπάρχουν και πιο ιδιαίτεροι τύποι χρονογράφων, όπως ο monopusher (γαλλιστί monopoussoir) με μόνο ένα μπουτόν, συνήθως στην κορώνα, ο flyback με δυνατότητα άμεσης επανεκκίνησης νέας χρονομέτρησης και ο split-seconds (rattrapante) με δύο κεντρικούς δευτερολεπτοδείκτες για τη μέτρηση ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων.
Μπορεί ένα ρολόι να είναι και χρονογράφος και χρονόμετρο;
Ναι, αλλά όχι πάντα. Ένα ρολόι με χρονογράφο μπορεί κάλλιστα να διαθέτει και πιστοποίηση χρονομέτρου ακριβείας. Ένα πιστοποιημένο χρονόμετρο όμως δεν είναι απαραίτητα χρονογράφος, μπορεί να είναι απλό αυτόματο, GMT κ.ά. Αν και ένα μικρό μόνο ποσοστό των Ελβετικών ρολογιών λαμβάνουν πιστοποίηση χρονομέτρου, κάποιες μάρκες, όπως η Rolex και η Breitling, το κάνουν συστηματικά, για όλους τους μηχανισμούς τους.
Εν κατακλείδι, ο χρονογράφος είναι μία πολύπλοκη λειτουργία που μετρά σύντομα χρονικά διαστήματα και το χρονόμετρο είναι ένα ρολόι υψηλής ακριβείας με επίσημη πιστοποίηση από κάποιον οργανισμό. Πρόκειται για δύο έννοιες διαφορετικές αλλά όχι απαραίτητα ανταγωνιστικές.