Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τις ευρωεκλογές ως έναν προβολέα για το μέλλον και τότε θα βλέπαμε να ξετυλίγονται μπροστά μας πολύ ενδιαφέροντα σενάρια. Παραδείγματος χάριν, στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, που ο Πρωθυπουργός διαβεβαιώνει ότι θα γίνουν το 2027, αλλά στην πραγματικότητα κανένας δεν ξέρει, η ΝΔ μπορεί να είναι πρώτο κόμμα, αλλά με μικρότερο ποσοστό από το 41%, άρα όχι κυρίαρχο. Πράγμα που σημαίνει ότι θα χρειαστεί να αναζητήσει κοινοβουλευτικές συμμαχίες για να κυβερνήσει ομαλά. Ακόμα υπάρχει το ενδεχόμενο να είναι πρώτο κόμμα, αλλά να μην έχει την πλειοψηφία και τότε θα χρειαστεί κυβερνητικό εταίρο. Το μέλλον, δηλαδή, είναι πιο ασφαλές με συμμάχους παρά με εχθρούς.

Πού θα αναζητήσει συμμάχους ο Κ. Μητσοτάκης;

Πού θα αναζητήσει, αν το θελήσει ο λαός, συμμάχους η ΝΔ; Δύο δρόμοι υπάρχουν. Ή θα στραφεί στα δεξιά της ή στα αριστερά. Στα δεξιά βρίσκεται ο Βελόπουλος, ο Νατσιός, οι Σπαρτιάτες και η Λατινοπούλου. Ορισμένοι στη ΝΔ δεν θεωρούν κακό ενδεχόμενο τη συνεργασία με τον Βελόπουλο, και παρότι στην πολιτική υπάρχει το αξίωμα «ποτέ μη λες ποτέ», ο Κυριάκος Μητσοτάκης απορρίπτει τη δεξιά στροφή, η οποία θα κατέστρεφε το προφίλ του κεντρώου μεταρρυθμιστή. Μέχρι και τον πρόσφατο ανασχηματισμό έδειξε ότι επιμένει στον προσανατολισμό που τον ανάδειξε και τον διατηρεί στην εξουσία.

Ο άλλος δρόμος οδηγεί νομοτελειακά στο ΠαΣοΚ. Γύρω του υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, που προς το παρόν δεν έχει ξεκαθαρίσει τι κόμμα είναι, και ούτως ή άλλως το χάσμα ανάμεσα στους δύο πολιτικούς σχηματισμούς και στους αρχηγούς τους είναι χαώδες. Πιο πέρα βρίσκεται η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η Νέα Αριστερά και το ΚΚΕ. Ποιος μπορεί να φανταστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας της ΝΔ με αυτά τα κόμματα;

Όπως και να αναλύσει κανένας το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, δεν μπορεί να μην διαπιστώσει ότι ο καμβάς της νεοδημοκρατικής κυριαρχίας, «το σώμα των λογικών», άρχισε να ξηλώνεται προς όφελος των ανορθολογικών και των ακραίων.

Ίσως να είναι συγκυριακό ίσως όχι, καθώς στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό περί το 30% των ψηφοφόρων απαντά ότι με τη ψήφο του ή την αποχή ήθελε να στείλει μήνυμα δυσαρέσκειας στην κυβέρνηση. Και ποια ήταν η απάντηση της κυβέρνησης σε αυτό; Φωνάζει «περισσότερες μεταρρυθμίσεις» και παίρνει πίσω κομμάτι κομμάτι ότι ενοχλούσε, θα κάνει βελτιωτικές αλλαγές στη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών που την «μαύρισαν», δεν θα επιτρέψει την τεκνοθεσία στα ομόφυλα ζευγάρια, εξαγγέλλει παρεμβάσεις για τις τιμές στα σούπερ μάρκετ, τις οποίες ωστόσο δεν μπορεί να επιβάλλει.

Η κυβέρνηση και ο πειρασμός του λαϊκισμού

Το χειρότερο, καταφεύγει στον λαϊκισμό, με τον οποίο υποτίθεται ότι έχει ανοιχτό μέτωπο. Επιβάλλει ξαφνικά έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης 33% στα υπερκέρδη των διυλιστηρίων για το 2023, ήτοι 300 εκατομμύρια ευρώ, η οποία θα μετατραπεί σε επίδομα για τους συνταξιούχους που δεν θα πάρουν αύξηση τον Ιανουάριο του 2025. Τα 100 – 250 ευρώ του επιδόματος δεν είναι σίγουρο πόσο θα ικανοποιήσουν τους συνταξιούχους, ενώ οι αγορές αντέδρασαν αμέσως στον αιφνιδιασμό σπεύδοντας να πουλήσουν μετοχές των διυλιστηρίων. Αλλά ας πούμε ότι η κυβέρνηση γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τις αγορές, όπως έκανε παλαιότερα ο Αλέξης Τσίπρας, για το καλό των χαμηλοσυνταξιούχων. Του χρόνου από που θα βρει λεφτά, όταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει συμφωνηθεί ότι τυχόν υπερέσοδα θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους;

Το 2025, με το χρονόμετρο της πολιτικής, είναι ακόμα πολύ μακριά για τέτοιες σκέψεις. Το τέλος του, δηλαδή, γιατί η αρχή του έχει στην ατζέντα την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ.1 του Συντάγματος, η εκλογή του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής, τουλάχιστον ένα μήνα πριν λήξει η θητεία του/της εν ενεργεία Προέδρου. Η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου λήγει στις 13 Μαρτίου του 2025, που σημαίνει ότι ο πρόεδρος της Βουλής θα πρέπει να συγκαλέσει την Ολομέλεια για την ειδική αυτή συνεδρίαση το αργότερο μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου.

Προεδρική εκλογή και εκλογικός αιφνιδιασμός

Μετά την αναθεώρηση του 2019, η Βουλή δεν διαλύεται αν ο υποψήφιος δεν λάβει στην τρίτη ψηφοφορία τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή 180 ψήφους, και δεν προκηρύσσονται εκλογές. Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναδεικνύεται όποιος/α συγκεντρώσει στην τέταρτη ψηφοφορία την απόλυτη πλειοψηφία, 151 ψήφους. Αν ούτε αυτό γίνει κατορθωτό, τότε στην πέμπτη και τελευταία ψηφοφορία αρκεί η σχετική πλειοψηφία, κάτω από 151 βουλευτές, χωρίς να ορίζεται κατώτερο όριο. Ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τόσο μικρή αποδοχή και κομματικά «χρωματισμένος» δεν θα έχει το κύρος να επιτελέσει τα λιγοστά του καθήκοντα, τα οποία όμως δεν είναι ασήμαντα, καθώς στις αρμοδιότητες του ανήκει και η σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών.

Εδώ το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον, ορισμένοι στα αντιπολιτευτικά επιτελεία φοβούνται ακόμα και εκλογικό αιφνιδιασμό από τον Κ. Μητσοτάκη με αυτή την αφορμή. Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου εξόργισε τη δεξιά πτέρυγα της ΝΔ όταν παρευρέθηκε σε πανηγυρικό τραπέζι μαζί με τον Άκη Σκέρτσο και τον Αλέξη Πατέλη το βράδυ που ψηφίστηκε ο νόμος για την ισότητα στον γάμο. Τότε το Μέγαρο Μαξίμου το προσπέρασε, αλλά μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών άρχισαν διαρροές για την πιθανότητα ενός δεξιού Προέδρου, τύπου Κώστα Τασούλα. Αυτή δεν είναι μια άποψη που τη συμμερίζονται όλοι στο πρωθυπουργικό περιβάλλον, αντιθέτως κάποιοι συνειδητοποιούν ότι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σε περίπτωση που δεν ανανεωθεί η θητεία της Σακελλαροπούλου, μόνο δεξιός δεν πρέπει να είναι.

Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η ΝΔ δεν θα έχει όφελος να περιχαρακωθεί στα δεξιά, όταν κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πως θα διαμορφωθεί το πολιτικό τοπίο και οι συσχετισμοί δυνάμεων τους προσεχείς μήνες. Ίσως η αντιπολίτευση να πνιγεί στα εσωτερικά της προβλήματα και η ΝΔ να αποτελεί την μοναδική λύση για τη διακυβέρνηση της χώρας, ίσως όχι. Αν η λαϊκή εντολή επιβάλλει συνεργασίες θα χρειαστεί ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας με κύρος, εμπειρία και ευρύτερη αποδοχή για να διευθύνει δύσκολες διεργασίες και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς, αν οι ίδιοι δεν μπορέσουν να συνεννοηθούν.

Αυτά ενδεχομένως να μοιάζουν αυτή τη στιγμή μακρινά σενάρια, αλλά με έναν ανασχηματισμό που πέρασε και δεν ακούμπησε την κοινή γνώμη και με ένα δύσκολο καλοκαίρι μπροστά, κανένας δεν ξέρει πως θα ξεκινήσει η πολιτική σεζόν τον Σεπτέμβριο και αυτό δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση αλλά και την αντιπολίτευση. Κυρίως το ΠαΣοΚ, το οποίο χρειάζεται να αφήσει τους ανώφελους εμφυλίους, να ανασυνταχθεί ταχύτατα και να ξεκαθαρίσει το στίγμα και την προοπτική του, ιδίως τώρα που η κρίσιμη ομάδα των κεντρώων ψηφοφόρων έστρεψε προς τα εκεί το ενδιαφέρον της. Οι προσωπικές φιλοδοξίες και οι πικρίες των στελεχών του δεν αφορούν κανέναν πέραν του μικρόκοσμου της Χαριλάου Τρικούπη.