Κατά έναν περίεργο τρόπο, το ΠαΣοΚ είχε κατορθώσει κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης να καταστήσει τον εαυτό του κεντρικό στοιχείο της νεοελληνικής ψυχοσύνθεσης – ή και ψυχοπαθολογίας.
Ό,τι συνέβαινε στο κόμμα είχε συμβολισμούς, προεκτάσεις και μηνύματα, που υποτίθεται άτι αφορούσαν όλους τους Έλληνες. Οι διαδικασίες και οι συνεδριάσεις προσλάμβαναν μυθικές διαστάσεις και με έναν ψυχαναγκαστικό τρόπο, ακόμη και η ημερομηνία της ίδρυσης του κόντεψε να γίνει εθνική επέτειος.
Η σημερινή συζήτηση θυμίζει κάτι από όλα αυτά, με μία καθοριστική διαφορά: Την αναντιστοιχία της εκλογικής δύναμης του κόμματος με τη φασαρία που παράγει. Κραυγές και κλάματα, οργή και απογοήτευση, για λόγους που αν μη τι άλλο φανερώνουν ότι δεν υπάρχει συναίσθηση των μεγεθών. Το ΠαΣοΚ πήρε στις εκλογές ένα ποσοστό λίγο μεγαλύτερο από εκείνο του 2023 και πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 2019 και αυτό αποδεικνύεται μη διαχειρίσιμο.
Γιατί; Η απάντηση είναι μάλλον εύκολη, αλλά και δυσάρεστη για όλους τους θλιμμένους της Χαριλάου Τρικούπη.
Αυτά είναι τα εκλογικά όρια του κόμματος. Και ειδικώς όσο απουσιάζει η πολιτική ουσία και οι προτάσεις, αναδεικνύεται μία κάπως ασύμμετρη ματαιοδοξία, όταν τίθενται στόχοι του τύπου «να γίνουμε αξιωματική αντιπολίτευση» και «να κερδίσουμε τον Μητσοτάκη».
Κατά τα λοιπά, οι συζητήσεις και οι αμφισβητήσεις του αρχηγού θυμίζουν το τραύμα της εσωκομματικής διαδικασίας του 2007, που φαίνεται ότι δεν έχει κλείσει ποτέ. Μόνο που τότε, το κόμμα έπαιρνε «με τα χέρια κάτω» 40% στις εκλογές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, αυτό που προέχει για το ΠαΣοΚ, είναι να βρει ρόλο για τον εαυτό του.
Αλλιώς θα τον επιλέξουν άλλοι. Οι πολίτες.