Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Donald Sutherland έκανε οντισιόν για μια ταινία ονόματι «Three O’Clock in the Morning», ένιωσε τόσο σωστός για τον ρόλο που ακόμα και ο ίδιος πίστεψε ότι δεν επρόκειτο να τον χάσει. Την επόμενη μέρα τον κάλεσαν, τον κάθισαν σε μια καρέκλα και του ανακοίνωσαν ότι μετά τεράστιας λύπης, ενώ αναμφισβήτητα ήταν ο καλύτερος ηθοποιός γι’ αυτόν τον ρόλο, δεν μπορούσαν να τον προσλάβουν γιατί «ο ρόλος χρειάζεται ένα πρόσωπο της διπλανής πόρτας και για να είμαστε ειλικρινής ο κύριος Sutherland δεν μοιάζει να έχει ζήσει ποτέ του δίπλα σε κανέναν.»

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η αντιπολεμική σάτιρα «MASH» εκτίναξε την καριέρα του στους ουρανούς κάνοντας τον Donald Sutherland celebrity (αν και δεν ήταν εκείνος μα ο Τζέιμς Γκάρνερ πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη Ρόμπερτ Ολτμαν με τον οποίο συνεργάστηκε άσχημα), το παραπάνω περιστατικό ήταν κάτι σαν καθημερινότητα στη ζωή του. Από μικρό παιδί ταλαιπωρούνταν και το παρουσιαστικό του ήταν ο μεγάλος του αντίπαλος.

Μεγάλωσε παρέα με όλες τις αρρώστιες του κόσμου

Tο να πούμε ότι ο Donald Sutherland πέρασε απλώς δύσκολα τα παιδικά χρόνια του θα ήταν πολύ ελαφρύ. Στο Νιού Μπράνσγουικ της Νόβα Σκότια του Καναδά όπου το 1935 γεννήθηκε, ο Sutherland μεγάλωσε σε φάρμα παρέα με όλες τις αρρώστιες του κόσμου.

Είχε πολιομυελίτιδα, ηπατίτιδα, ταλαιπωρούνταν από ρευματικούς πυρετούς, έκανε μαστοειδεκτομή, δύο αμυγδαλεκτομίες (η πρώτη ανολοκλήρωτη) και το αριστερό του πόδι ήταν κοντύτερο του δεξιού. Στα 10 του ο Ντόνι ήταν ένας κρεμανταλάς πολύ ψηλότερος από οποιονδήποτε δίπλα του. Το κεφάλι του ήταν πολύ αδύνατο, πολύ μακρύ και όπως έχει πει και ο ίδιος τον αποκαλούσαν Γκούφι για το ύψος του ή Ντάμπο για τα πεταχτά αυτιά του, παρόμοια με φτερά αεροπλάνου. Κάτι σαν την θλιβερή εικόνα του «καθυστερημένου» μπουνταλά αντιήρωα του στη «Μέρα της θεομηνίας» του Τζον Σλέσινγκερ, μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες στην καριέρα και των δύο.

Ο πατέρας του ήταν πλανόδιος πωλητής και «άρρωστος» τζογαδόρος. Όπως οι περισσότεροι Καναδοί έτσι και αυτός είχε σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους Αμερικανούς, γι’ αυτό και έλεγε ότι αν ήταν Αμερικανός θα ήταν επίσης ο καλύτερος πωλητής στον κόσμο. Τις περισσότερες φορές ήταν ταπί με ταπί αλλά ποτέ δεν έχανε την αισιοδοξία και το χιούμορ του. Ο ίδιος ο Donald Sutherland έχει πει για την εθνικότητά του: «Όταν είσαι Καναδός σκέφτεσαι τον Αμερικανό σαν έναν αδελφό που πήγε στα καράβια έπαθε σύφιλη και έκανε 1.000.000 δολάρια στην Κόστα Ρίκα ή στο Χονγκ Κονγκ.»

Σε κάποιες θερινές διακοπές της παιδικής ηλικίας του Ντόνι, παιδιά κρυμμένα πίσω από δέντρα είχαν κατουρήσει στο κεφάλι του. Πήγε κλαίγοντας και το’ πε στη μητέρα του, κόρη ιεραπόστολου. Κι εκείνη που διακρινόταν από μια αίσθηση απολυτότητας ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, την αλήθεια και το ψέμα, υπέροχα ειλικρινής και με το συνήθειο να μην εκπλήσσεται ποτέ και για τίποτε του είπε, «Εμ Ντόνι, τι περίμενες;» Όταν όμως κάποτε την ρώτησε αν είναι όμορφος, εκείνη του είπε μεν όχι, προσθέτοντας όμως ότι έχει ένα πρόσωπο με πολύ χαρακτήρα.

Ακόμα και στον ίδιο δεν άρεσε ποτέ η φάτσα του, το έχει παραδεχτεί σε συνεντεύξεις του. Αργότερα, ένα από τα παράπονά του ήταν ότι πολύς κόσμος όταν τον πλησίαζε του έλεγε ότι σίγουρα δείχνει πολύ καλύτερος από κοντά συγκριτικά με την εικόνα του στην οθόνη. Όμως σε αυτόν τον χαρακτήρα προσώπου, ο Donald Sutherland οφείλει τελικά την δημοτικότητα του και το γεγονός ότι στην δεκαετία του 1970, την πιο δημιουργική του ίσως, είχε γίνει πραγματικά ένας διεθνής σταρ.

Οι δυσκολίες των εφηβικών του χρόνων

Τα εφηβικά χρόνια του Donald Sutherland είχαν κι αυτά τις δυσκολίες τους, το καλβινιστικό περιβάλλον του σπιτιού του τού είχε προκαλέσει ενοχές και τον είχε φέρει στο σημείο να φοβάται τα κορίτσια. Η πρώτη ερωτική πράξη του στα 13 κατέληξε σε συγγνώμες και απολογίες προς το κορίτσι. Σε μια παλιά συνέντευξή του ο Sutherland ακτινογράφησε την σεξουαλική εφηβεία του χρησιμοποιώντας το παράδειγμα ενός στίχου τραγουδιού της Λένα Χορν: «If it feels good, it must be right». Αν σε κάνει να νιώθεις καλά, θα πρέπει να είναι σωστό. Για εκείνον ήταν το ακριβώς αντίθετο. Αν ένιωθε καλά θα πρέπει να ήταν λάθος. «Αν ξαναζούσα την ζωή μου το μόνο πράγμα που θα άλλαζα θα ήταν ότι θα έκανα περισσότερο έρωτα όταν ήμουν έφηβος» έχει πει στο παρελθόν.

«Ο Donald Sutherland έχει μια σπίθα ταλέντου που φωτίζει την σκηνή»

Η ιδέα της ηθοποιίας ως επάγγελμα δεν πέρασε ποτέ στα σοβαρά από το μυαλό του. Το Χόλιγουντ ήταν απλώς ένα μέρος που υπήρχε, οι ερασιτεχνικές θεατρικές δουλειές κάτι εντελώς το διαφορετικό. Εξάλλου το σύμπλεγμα του Καναδού απέναντι στον «αδελφό» Αμερικανό που προαναφέρθηκε είχε κυριεύσει και τον Sutherland. Αποφάσισε ωστόσο να σπουδάσει υποκριτική στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και κάπου εκεί ,σε μια καλοκαιρινή παράσταση της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ, όπου κρατούσε έναν μικρό ρόλο, κάποιος κριτικός τον παρατήρησε γράφοντας στην Globe and Mail του Τορόντο «ο Donald Sutherland έχει μια σπίθα ταλέντου που φωτίζει την σκηνή.» Τότε ήταν που ο Sutherland αποφάσισε στα σοβαρά να γίνει ηθοποιός.

Ηταν 23 ετών όταν πήγε στην Αγγλία για να σπουδάσει στην Ακαδημία Μουσικής και Δραματικών Τεχνών του Λονδίνου. Τα παράτησε στον δεύτερο χρόνο. Ηταν ο «επαρχιώτης», σαν τον Τζον Κλουτ, τον ήρωά του στην «Εξαφάνιση» του Αλαν Πάκουλα, όπου ο Sutherland έπαιξε έναν αστυνομικό της επαρχίας που ξαφνικά βρίσκεται σαν το ψάρι έξω από το νερό στην παράνοια μιας μεγαλούπολης όπως η Νέα Υόρκη. Συν τοις άλλοις την περίοδο που βρισκόταν στο Λονδίνο, ζήτησε από τη μέλλουσα πρώτη γυναίκα του, τη Λόις Χάρντγουϊκ να πάρει το καράβι και να έρθει στην Αγγλία για να παντρευτούν. Το έκαναν και ο γάμος τους κράτησε επτά χρόνια. Η ευθύνη για τον χωρισμό τους ήταν του ιδίου, στο Λονδίνο είχε περάσει περίοδο κατάθλιψης. Αρότερα διατήρησαν μια στενή σχέση φιλίας.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η καριέρα του φάνηκε να παίρνει μια σταθερή πορεία. Δούλεψε στην τηλεόραση και σε σειρές όπως ο «Αγιος» και άρχισε σιγά -σιγά να μπαίνει στο σινεμά.Το 1964 γύρισε στην Ιταλία την πρώτη κινηματογραφική ταινία του, ένα θρίλερ ονόματι «Castle of the living dead» και την ίδια χρονιά γνώρισε την Σίρλεϊ Ντάγκλας, την δεύτερη γυναίκα του. Παντρεύτηκαν ενώ γύριζε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του, σε δεύτερο ρόλο φυσικά, την πολεμική περιπέτεια «Και οι 12 ήσαν καθάρματα». Ο Τζον Κασαβέτις, συμπρωταγωνιστής του εκεί, ήταν ο κουμπάρος. Αλλη μια δύσκολη περίοδος για τον Sutherland που εκείνη την εποχή κατά ομολογία του μαζί με την Σίρλεϊ Ντάγκλας κατανάλωνε ένα μπουκάλι ουίσκι την ημέρα.

Σε κώμα εξαιτίας μηνιγγίτιδας

Η περίοδος του Sutherland με την Σίρλεϊ Ντάγκλας ήταν ίσως μια από τις πιο επεισοδιακές της ζωής του. Η εμπλοκή της με τους Μαύρους Πάνθηρες είχε ως αποτέλεσμα το FBI να εισβάλλει αρκετές φορές στο σπίτι τους και μια φορά τα πραγματα σοβαρεψαν πολύ διότι ο Sutherland βρισκόταν στην Γιουγκοσλαβία όπου γύριζε την πολεμική περιπέτεια «Ηρωες με βρώμικα χέρια» μαζί με τον Κλιντ Ιστγουντ και τον Τέλι Σαβάλας (ο Ιστγουντ πολλά χρόνια αργότερα θα τον χρησιμοποιούσε στην δική του ταινία, «Οι καουμπόι του διαστήματος»). Στην Γιουγκοσλαβία, την ώρα που το FBI έκανε επιδρομή στο σπίτι του, ο Sutherland βρισκόταν σε κώμα εξαιτίας μηνιγγίτιδας στην σπονδυλική στήλη. Παραλίγο να πεθάνει. Οταν μίλησε τηλεφωνικά στην Ντάγκλας, της είπε ότι μπορεί και να πέθαινε προτού εκείνη φτάσει να τον δει. Μάλιστα, η Ντάγκλας είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες για την κηδεία του στην Αγγλία.

Τέσσερα χρόνια αργότερα όμως και ενώ είχε αποκτήσει με την Ντάγκλας δύο παιδιά εκ των οποίων το ένα είναι ο επίσης διάσημος ηθοποιός Kiefer Sutherland, μια άλλη γυναίκα τον παρέσυρε κοντά της τον Donald Sutherland, δίνοντας τέλος στον γάμο του. Η Τζέιν Φόντα. Γνωρίστηκαν στο σπίτι του συμπρωταγωνιστή του στο «MASH» Ελιοτ Γκουλντ και η Φόντα ήταν ακόμα με τον Ροζέ Βαντίμ (στα τελευταία του γάμου τους). Με το που ακούμπησαν ο ένας το χέρι του άλλου, ο Sutherland ένιωσε τον ηλεκτρισμό.

Τέλη της δεκαετίας του 1960 αρχές του 1970, η Φόντα διένυε την πιο πολιτικοποιημένη φάση της ζωής της – ο πόλεμος του Βιετνάμ, τα γκέτο των μαύρων, οι Ινδιάνοι, θέματα που ως τότε γνώριζε επιδερμικά, άρχισαν να την απασχολούν σε καθημερινή βάση και ο Sutherland ήταν μαζί της. Το άστρο του έλαμψε στην δεκαετία του ’70 με ταινίες όπως, το «Μετά τα μεσάνυχτα» του Νίκολας Ρεγκ, ο «Αετός πάτησε την γη» του Τζον Στέρτζες ,οι «Μακάβριοι εισβολείς» του Φίλιπ Κάουφμαν, οι «Συνηθισμένοι άνθρωποι» του Ρόμπερτ Ρέντφορντ (πολύ άδικο που ήταν ο μόνος από τους βασικούς ηθοποιούς της ταινίας που δεν προτάθηκε για Οσκαρ) και βέβαια, ο «Καζανόβας» του Φεντερίκο Φελίνι, όπου ειρωνικά ,η «όμορφη καμηλοπάρδαλη» υποδύθηκε τον διασημότερο εραστή της Ιστορίας.

Ωστόσο, οι επόμενες δυο δεκαετίες δεν «κάθισαν» καλά στην καριέρα του ηθοποιού πειράζοντας τον σε δεύτερους ρόλους όχι πάντα καλών ταινιών («Επαναστάτες», «Σταλόνε η Απόδραση»). Τα τελευταία χρόνια βουτηγμένες μέσα στην εμπειρία 40 ετίας, οι εμφανίσεις του Donald Sutherland ,τόσο στον κινηματογράφο («Ερωτευμένη Τζέιν», «Διαρρήκτης υψηλής τέχνης», «Ad Astra»), όσο και την τηλεόραση («Trafficking») πρόσφεραν πάντα κύρος.

Χαιρόσουν να τον βλέπεις και είχε πραγματικά καλογεράσει.