Τη βελτίωση της κατάστασης της Ελλάδας κατά το 2023 σε σχέση με τομείς όπως χρέος, ανεργία, μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπογραμμίζει η Κομισιόν επισημαίνοντας ότι υπερβολικές διαρθρωτικές ανισορροπίες που υπήρχαν έχουν μετατραπεί σε απλές ανισορροπίες.
Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η Ελλάδα και η Ιταλία διαπιστώθηκε ότι αντιμετωπίζουν ανισορροπίες μετά από υπερβολικές ανισορροπίες μέχρι πέρυσι, καθώς οι ευπάθειες έχουν μειωθεί αλλά παραμένουν ανησυχητικές αναφέρει η Κομισιόν.
Οι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας θα ερευνηθούν στο πλαίσιο του αναθεωρημένου συμφώνου σταθερότητας, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού διαρθρωτικού σχεδίου και της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος για την Ιταλία.
Χαμηλός ο κίνδυνος σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους
Η Ελλάδα, αναφέρει η Κομισιόν, αντιμετωπίζει ανισορροπίες αφού εντοπίστηκε με υπερβολικές ανισορροπίες το 2023.
Οι ευπάθειες που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος και τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο πλαίσιο της υψηλής ανεργίας παραμένουν επίκαιρες, αλλά έχουν υποχωρήσει σημαντικά και αναμένεται να υποχωρήσουν περαιτέρω, αλλά η εξωτερική θέση παραμένει αδύναμη. Ο δείκτης του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ συνέχισε να μειώνεται και ενώ παραμένει υψηλός στο 162% σχεδόν το 2023, οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους φαίνονται χαμηλοί.
Η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ ήταν ο βασικός μοχλός της ραγδαίας πτώσης του δείκτη χρέους τα τελευταία χρόνια, αλλά η αναμενόμενη περαιτέρω βελτίωση των δημοσιονομικών ισοζυγίων αναμένεται να εξασφαλίσει ότι θα συνεχίσει να μειώνεται. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο είχε διευρυνθεί σημαντικά κατά τα έτη 2020 έως 2022, μειώθηκε σημαντικά το 2023, αλλά παραμένει αυξημένο έναντι της εγχώριας αυξανόμενης ζήτησης.
Οριακές οι βελτιώσεις των τρεχουσών συναλλαγών που αναμένονται φέτος
Μόνο οριακές βελτιώσεις του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένονται φέτος και το επόμενο έτος, καθώς η ισχυρή αύξηση των επενδύσεων προβλέπεται να διατηρήσει τις εισαγωγές υψηλές. Ο βαθύτατα αρνητικός δείκτης καθαρών διεθνών επενδυτικών θέσεων προς ΑΕΠ βελτιώθηκε επίσης πέρυσι λόγω της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, αλλά παραμένει ο πιο αδύναμος στην ΕΕ. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν δείξει ισχυρή μείωση τα τελευταία χρόνια και συνέχισαν να μειώνονται το 2023, αλλά η εξάπλωση των ΜΕΔ εκτός του τραπεζικού τομέα παραμένει αργή και ως εκ τούτου συνεχίζουν να επιβαρύνουν την οικονομία.
Η απασχόληση αυξήθηκε και η ανεργία μειώθηκε περαιτέρω, αλλά εξακολουθεί να είναι σχετικά υψηλή. Χρόνια συνεχούς πολιτικής δράσης και εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ευνόησαν σαφώς τη μείωση των εντοπισμένων τρωτών σημείων. Η διατήρηση της συνετής δημοσιονομικής στάσης και η συνεχής έγκαιρη εφαρμογή του RRP παραμένουν ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη διασφάλιση της επανεξισορρόπησης της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής θέσης.
Έναρξη διαδικασίας εναντίον επτά χωρών της ΕΕ για υπερβολικό έλλειμμα
Tην ίδια ώρα, η Κομισιόν αποφάσισε την έναρξη διαδικασίας περί υπερβολικού ελλείμματος εναντίον επτά χωρών της ΕΕ, μεταξύ των οποίων Γαλλία και η Ιταλία, η δεύτερη και η τρίτη αντίστοιχα σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης, στο πλαίσιο της διαδικασίας του ευρωπαϊκού εξαμήνου.
Στο τέλος του 2023 που είναι και το έτος αναφοράς, το δημόσιο έλλειμμα στη Γαλλία ανήλθε στο 5,5% του ΑΕΠ και στην Ιταλία στο 7,4% με το Παρίσι να έρχεται αντιμέτωπο με ένα ακόμη πλήγμα μιάμιση μόλις εβδομάδα πριν από τον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών και τον «εφιάλτη της ακροδεξιάς» να καλπάζει.
Με την έναρξη της διαδικασίας οι πέντες χώρες της ευρωζώνης, δηλαδή η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Σλοβακία και η Μάλτα θα πρέπει να προσαρμόσουν τους προϋπολογισμούς ώστε να περιορίσουν σταδιακά το δημόσιο έλλειμμα κάτω του 3% που είναι και το ανώτατο όριο. Εκτός ευρωζώνης, υπερβολικό έλλειμμα εμφανίζουν η Πολωνία και η Ουγγαρία.
Ουσιαστικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επανενεργοποιεί το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας το οποίο είχε μπει στον πάγο με την εμφάνιση του κορωνοϊού έτσι ώστε να μπορέσουν τα κράτη- μέλη να ανταποκριθούν στις συνέπειες της κρίσης.