Η υπόθεση Λύτρα δεν είναι απλώς μία χονδροειδέστατη περίπτωση κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Είναι και μία φωτογραφία του προβλήματος της ελληνικής Δικαιοσύνης. Μία απόδειξη ότι τα ζητήματα εκεί, ούτε επιφανειακά είναι, ούτε και λύνονται με αποσπασματικές νομοθετικές παρεμβάσεις.
Ισχύει εν προκειμένω ότι οι πρόσφατες αλλαγές που έγιναν από τον υπουργό Δικαιοσύνης διευκόλυναν την άσκηση δίωξης κατά του «γνωστού ποινικολόγου». Πλην όμως, την ίδια στιγμή φανερώνεται και ότι τα κρίσιμα και καθοριστικά βρίσκονται στα χέρια των δικαστικών λειτουργών και συμβαίνουν στους διαδρόμους των ανακριτικών γραφείων και των εισαγγελιών.
Όταν ένα πρόσωπο με αυτό το προφίλ κατηγορείται, ομολογεί, ισχυρίζεται διάφορα ανεκδιήγητα και δεν προφυλακίζεται, γεννώνται προφανείς απορίες για τη λειτουργία της κακοποιημένης Δικαιοσύνης και δικαιολογούνται συνειρμοί για το τι συμβαίνει, πώς μπορεί κάποιος να έχει προνομιακή μεταχείριση και για ποιους λόγους.
Το πρόβλημα είναι δομικό και πιθανώς δεν μπορεί να λυθεί με κατά περίπτωση παρεμβάσεις του Αρείου Πάγου και πειθαρχικούς ελέγχους. Απαιτείται κάτι πολύ πιο γενναίο και τολμηρό και κάποια παρέμβαση η οποία θα πρέπει να έχει βάθος, με προϋπόθεση ότι τους χειρισμούς θα αναλάβουν πρόσωπα που γνωρίζουν καλά τις παθογένειες, τα κυκλώματα και τα περιθώρια «χαλαρότητας».
Την ίδια στιγμή, η πλαδαρή και επιδερμική δημοσιότητα για τη συγκεκριμένη υπόθεση, διαμορφώνει μία επιπλέον προβληματική συνθήκη. Όσο ο δράστης αντιμετωπίζεται με ακαδημαϊκού Τύπου δημοσιογραφική ψυχραιμία από συγκεκριμένα ΜΜΕ, πώς θα ενθαρρυνθούν τα μελλοντικά θύματα τέτοιων επιθέσεων ώστε να καταγγείλουν τις σε βάρος τους επιθέσεις;
Όσο συμβαίνουν αυτά, το άλλοτε δραστήριο και δυναμικό κίνημα «me too», παρακολουθεί άφωνο και απαθές. Ίσως οι φιλοδοξίες των πρωταγωνιστών και πρωταγωνιστριών του να εξαντλήθηκαν σε προηγούμενες περιστάσεις, λιγότερο ζόρικες.