Να επουλώσει τις πληγές της, τόσο τις ορατές στο σώμα της όσο και αυτές που δεν φαίνονται, στην ψυχή της, προσπαθεί η 37χρονη σύζυγος του Απόστολου Λύτρα, που έπεσε θύμα άγριου ξυλοδαρμού από τον γνωστό ποινικολόγο.
«Είμαι χάλια σωματικά και ψυχικά. Προσπαθώ να διαφυλάξω τη σωματική και ψυχολογική μου υγεία. Τα πράγματα έχουν πάρει τον δρόμο τους. Δεν είμαι καλά. Πώς να είμαι καλά; Δε γινόταν άλλο» ήταν τα πρώτα λόγια της στο Star μετά την εξέτασή της από τον ιατροδικαστή, η γνωμάτευση του οποίου θα παίξει ρόλο στην υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας.
H Σοφία Πολυζωγοπούλου πέρασε την πόρτα της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι χθες (17/6). Είναι εμφανώς καταβεβλημένη, φορά μαύρα γυαλιά και διακρίνεται ο επίδεσμος που έχει στο χέρι της, σε ένα από τα τραύματα που έχει από τον ξυλοδαρμό.
Ο Απόστολος Λύτρας αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους μετά την απολογία του. Έχει υποχρέωση να φύγει από το σπίτι που έμενε με τη σύζυγό του, απαγορεύεται να την πλησιάζει και είναι υποχρεωμένος να παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα ψυχολογικής υποστήριξης.
«Τον παρακαλούσα να σταματήσει»
Τα όσα περιγράφει η Σοφία Πολυζωγοπούλου σοκάρουν. Όλα άρχισαν στο εστιατόριο στη Βουλιαγμένη όπου ο δικηγόρος φάνηκε να ενοχλήθηκε επειδή η 37χρονη κοίταζε το κινητό της.
«Με τον σύζυγό μου είμαστε παντρεμένοι από το 2015 και έχουμε αποκτήσει μια κόρη», αναφέρει στην κατάθεσή της για τον ξυλοδαρμό της, όπως αποκαλύπτει ο ALPHA. Μάλιστα, ανέφερε ότι έχει μεγαλώσει και και τις δυο κόρες από τον πρώτο του γάμο.
«Στις 15/06/2024 πήγαμε μαζί σε εστιατόριο στη Βουλιαγμένη στα νότια προάστια με μια μεγάλη παρέα. Κάποια στιγμή γύρω στις 23.30 λογομαχήσαμε για μια ασήμαντη αφορμή και συγκεκριμένα γιατί εγώ κοίταζα το κινητό μου και ο σύζυγός μου δεν ξέρω τι θεώρησε, πάντως μου έκανε σκηνή ζηλοτυπίας. Η αλήθεια είναι ότι εγώ μιλούσα με την αδερφή μου στην οποία είχα αφήσει το παιδί μου για να βγούμε και η οποία μου έστελνε βιντεάκια με την μικρή μου. Μου ζήτησε επιτακτικά να φύγουμε αλλιώς θα έκανε φασαρία μέσα στο μαγαζί.
Εγώ επειδή τον είδα σε κατάσταση άνευ λόγου έξαλλη τον ακολούθησα και φύγαμε για να μην εκτεθούμε μπροστά σε φίλους μας και στον υπόλοιπο κόσμο. Μόλις έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο άρχισε να με βρίζει και μου έριξε την πρώτη μπουνιά». Και πρόσθεσε: «Άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε μικρή απόσταση σε ένα απόμερο μέρος δεξιά του δρόμου που είχε χώρο σταμάτησε το αυτοκίνητο και με χτύπησε στο πρόσωπο έχοντας τα χέρια του σε γροθιά. Σημειωτέον ότι όλη αυτή την ώρα μου είχε πάρει το κινητό. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ούρλιαζα βοήθεια και τον παρακαλούσα να σταματήσει, ενώ το πρόσωπό μου ήταν γεμάτο αίματα και τα κατάπινα και ένιωθα ότι πνίγομαι» είπε.
Και συνέχισε: «Κάποια στιγμή ένιωθα ότι χάνω τις αισθήσεις μου. Προφανώς, με είδε σε αυτή την κατάσταση και σταμάτησε. Τον παρακαλούσα να με πάει σε κάποιο νοσοκομείο και να μου δώσει το κινητό μου προκειμένου να ειδοποιήσω την αδερφή μου ή κάποιον δικό μου. Ο ίδιος δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα από όλα αυτά παρότι του έλεγα ότι θα πεθάνω γιατί αιμορραγούσα πάρα πολύ! Ακόμα και τα ρούχα μου είχαν γεμίσει αίματα».
«Πήγα να πάρω το κουμπί πανικού, με πρόλαβε»
«Με οδήγησε στο σπίτι» συνεχίζει. «Εγώ όταν μπήκα μέσα με όσες δυνάμεις είχα γιατί ζαλιζόμουν πολύ και ήμουν πολύ χτυπημένη του είπα ότι πάω να πλυθώ. Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο προκειμένου να πάρω το κουμπί πανικού που είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει κατευθείαν στην αστυνομία με πρόλαβε και το πήρε αυτός και συνέχιζε να κρατάει το κινητό μου.
Ζαλιζόμουν πολύ και αιμορραγούσα πολύ από τη μύτη. Μου είπε να πλυθώ και να αλλάξω ρούχα και εγώ τον παρακαλούσα να με πάει σε ένα νοσοκομείο. Εγώ του είπα ότι αν με πάει στο νοσοκομείο δεν θα πω ότι με χτύπησε αλλά ότι έπεσα μόνη μου. Πράγματι, μου είπε να κάνω ένα μπάνιο και να αλλάξω ρούχα και με πήγε στην Ευρωκλινική».
Στο νοσοκομείο
«Μπήκαμε μαζί στην είσοδο της Ευρωκλινικής. Είπα ότι θέλω να με δει γιατρός στα επείγοντα επειδή έχω χτυπήσει στο κεφάλι. Με πήρε κατευθείαν ο γιατρός στο εξεταστήριο μόνη μου και δεν επέτρεψε στον σύζυγό μου να μπει. Μαζί ήρθε και μια νοσοκόμα. Μόλις με πλησίασε η νοσοκόμα της είπα αμέσως ότι με έχει χτυπήσει ο άνδρας μου. Ότι φοβάμαι και τον ίδιο και το είπα και στον γιατρό. Μου είπαν ότι θα ειδοποιήσουν την αστυνομία… Όπως πράγματι και έγινε» είπε.
«Μου παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. Όταν έκτοτε ο αστυνομικός, επειδή δεν ήθελα να καταλάβει κάτι ο άνδρας μου και να φύγει και δεν ήξερα αν εκείνη την στιγμή έπρεπε να τον εμπιστευθώ, κυρίως δεν ήθελα να φύγει γιατί δεν είχα ειδοποιήσει την αδερφή μου για το τι είχε συμβεί γιατί κρατούσε την κόρη μου. Είπα στον αστυνομικό ότι είμαι δικηγόρος και δεν ήθελα να δώσω κατάθεση εκείνη την στιγμή αλλά του είπα να πάρει την κατάθεση του γιατρού. Ενώ εγώ θα πήγαινα να εξεταστώ από ιατροδικαστή.
Φοβούμενη μήπως κάποιος τον ειδοποιήσει και φύγει από το νοσοκομείο. Για τον ίδιο λόγο στην κατάθεσή μου στους αστυνομικούς είπα ότι δεν επιθυμώ εξέταση από ιατροδικαστή. Ο γιατρός ενημέρωσε ότι έχω υποστεί διάσειση, αιμάτωμα στο κρανίο κάταγμα ρινός, μώλωπες στα μάτια, στα ζυγωματικά, κήλη, κάταγμα στα δάχτυλα, θλαστικά τραύματα στα χέρια και στο κρανίο. Ο γιατρός με ειδοποίησε ότι οι αστυνομικοί πήραν τον σύζυγό μου και εγώ υπέγραψα τις πρωινές ώρες για να φύγω από την κλινική ενώ είχα ειδοποιήσει την αδερφή μου και μια φίλη μου. Οι συστάσεις των γιατρών της κλινικής ήταν να παραμείνω εκεί.
Μάλιστα τον Οκτώβρη του είχα ζητήσει να χωρίσουμε αλλά δεν ήταν βίαιος παρότι ήταν δύσκολος ως χαρακτήρας» είπε.