Ο πηχαίος τίτλος του πρωτοσέλιδου των «Νέων» του Σαββάτου χωρίς κανένα σημείο στίξεως (τελεία ή ερωτηματικό στο τέλος) επαφίεται στον αναγνώστη. «Γιατί τώρα, γιατί έτσι».
«Έτσι», διότι έτσι το υπολόγισε ο ηγεμών. Καταψηφίζουν οι υπήκοοι – οπαδοί στη Θεσσαλία; Να σου πάλι ο αποτυχημένος Τσιάρας (εντοπιότης).
Δεν χαμπαριάζουν οι πολυεθνικές τροφίμων με τον Σκρέκα; Να σου ξανά ο τσαμπουκαλής Κερατσινιώτης. Διότι ο Θεοδωρικάκος έκανε τον κύκλο του. Από το ΚΚΕ, στο ΠΑΣΟΚ. Και σαν καλός, με το αζημίωτο δημοσκόπος, είδε προς τα πού φυσάει ο άνεμος: από τα πλατώ της τιβι και τις παρακινδυνευμένες προβλέψεις, στα έδρανα της Κυβέρνησης. Απέτυχε ως προστάτης του πολίτη; Διώχτηκε. Αναγορεύτηκε προστάτης του πελάτη και πέτυχε.
«Έτσι» λοιπόν οι ανασχηματισμοί. Όπως και τα ρόδα που ανθίζουν χωρίς «γιατί». Αλλά το αγκάθι μένει για τις επόμενες εκλογές, όταν η ακροδεξιά δεν θα αστειεύεται. Η Λατινοπούλου, ανάστημα της Λεπέν, η Μελόνι παράστημα της Ούρσουλα, όλες κυρίες- λύκαινες με προβιά αρνιού, είδη γυναίκας που ακμάζουν στο ροδώνα της Ευρώπης.
Είδη, που λάτρεψαν τον Χίτλερ σαν την Μάγδα Γκαίμπελς, την «μητέρα της Γερμανίας», όπως την αποκάλεσαν που δεν πολιτεύτηκε ποτέ. Μητέρα- μήτρα έξι παιδιών που αφού τα γέννησε και τα μοσχανάθρεψε, τα σκότωσε για χάρη του Φύρερ.
Σκοπεύω, σαν ξόρκι στην μελαγχολία των καιρών, να παραθέσω αυτούσιο τον μονόλογο της Μάγκντα Γκέμπελς τον απευθύνει απευθύνει στον Φύρερ, από το ομώνυμο θεατρικό μου έργο* που ανέβηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 2016 -μεσούσης της Χρυσής Αυγής στο θέατρο της πολιτικής- σε σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου.
Η ηθελημένα διεστραμμένη χροιά αυτής της φανταστικής επιστολής είναι η άλλη όψη του νομίσματος του φασισμού όπως μας εξήγησε αργότερα και ο Παζολίνι. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες είχε προηγηθεί στο Deutsches Requiem όπου βάζει τον φασίστα να λέει: «Ας υπάρχει ο παράδεισος και ας είναι η θέση μας στην κόλαση».
«Magda Gaibels: Φύρερ μου. Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Κυκλοφορούσα σχεδόν γυμνή. Με έβαζε να επιδεικνύω τα μεταξωτά εσώρουχα που κατέφθαναν στο σπίτι σε ντουζίνες.
Καθόταν στην πέτσινη πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι και με θαύμαζε. Με έβαζε να κάνω ένα είδος αυτοσχέδιας πασαρέλας μπροστά του για να τον ερεθίζω. Ήταν τρελός με τα εσώρουχα. Ένα βράδυ που βιαζόταν να έρθει σε μια κομματική χοροεσπερίδα, τον είδα με την άκρη του ματιού μου να χώνει μια μεταξωτή κυλόττα στην αριστερή τσέπη του σμόκιν του, πλάι στο πέτο, εκεί που ύστερα περιποιήθηκε το μαντιλάκι του.
Κατάλαβε πως τον είδα, αλλά δε δώσαμε συνέχεια. Εγώ, προφασίστηκα αδιαθεσία. «Θέλω να μείνω σπίτι», του είπα. Δε με πίεσε. Ήθελε να είναι μόνος μαζί σας. Όπως άλλωστε το ήθελα και εγώ, γιατί εσείς ήσαστε ήδη εδώ, στο ημίφως του σαλονιού. Έμεινα πολύ ώρα σιωπηλή χαϊδεύοντας τη μουσελίνα της ρόμπας μου και αφήνοντας τα δάχτυλα μου να γλιστρούν μέσα από το άνοιγμά της, στους μηρούς μου, έως ψηλά. Ήταν σα να εξέθετα τον εαυτό μου σε μια συνεύρεση μαζί σας. Όταν ξαφνικά, η τρελή φαντασίωση, διακόπηκε απότομα. Συνειδητοποίησα, με την άκρη του ματιού μου, πως με κοιτάζατε τρυφερά από την ασημένια κορνίζα στη μεγάλη φωτογραφία που μας είχατε αφιερώσει. Σας ντράπηκα, παρότι ήθελα να με βλέπετε όταν θα χύνω. Δεν μπόρεσα ωστόσο να ερμηνεύσω το βλέμμα σας και τρομαγμένη γύρισα την κορνίζα από την άλλη πλευρά. Αλλά όχι για πολύ γιατί ξαναγύρισα τη φωτογραφία ώστε να δείτε αυτό που θα επακολουθούσε και, που ίσως το επιθυμούσατε… Φύρερ μου, να μπορούσαμε να ξεδώσουμε μαζί , ψηλά στο Overberg! Να σας έβλεπα χαλαρό, να ακουμπάτε το κεφάλι σας στην τρύπα της αλεπούς μου. Μουστάκι με μουστάκι… Θεέ μου, τι σας λέω μάινε Φύρερ;
Το ξέρω, κάθε γυναίκα μιας ορισμένης ηλικίας πληρώνει το τίμημα της φαντασίωσής της, συνήθως με ένα ζαρζαβατικό κατά μόνας. Αλλά με μας είναι διαφορετικό. Εγώ σας έχω όλον στο κορμί μου, και ας μην έχετε επισκεφτεί ποτέ τον κήπο μου…
Σας ντρέπομαι και σας μιλώ με μεταφορές. Τα σκιάχτρα που έχει στήσει ολόγυρα μου ο Γιόζεφ έχουν συμφιλιωθεί με τα πουλιά. Κόρακες και παγίδες, προστατεύουν τα μεν τα δε.»
*Γιώργος Βέλτσος, Magda Gaibels, εκδόσεις Άγρα, 2015