«Chicken or pasta?», ελληνιστί «κοτόπουλο ή ζυμαρικά;», διαβάζω να λένε τα βαμμένα με κατακόκκινο κραγιόν χείλη μιας συμπαθέστατης αεροσυνοδού.
Πατάω παύση στο κινηματογραφικό μπλοκμπάστερ που παίζει στη διαπασών στα αυτιά μου, βγάζω τα μιας χρήσεως και άρα χειρίστης ποιότητας ακουστικά μου – ευγενική χορηγία της αεροπορικής εταιρίας – και σκέφτομαι. Δεν προβληματίζομαι. Απλά σκέφτομαι. Ζυγίζω, δηλαδή, μέσα μου ποιο από τα δύο πιάτα έχει τις περισσότερες πιθανότητες να κορέσει μεν την πείνα μου, ικανοποιώντας δε έστω και στο ελάχιστο τους γευστικούς μου κάλυκες.
Διαλέγω τα ζυμαρικά. Το μικροσκοπικό δοχείο φαγητού από αλουμινόχαρτο, αεροστεγώς κλεισμένο, καίει αδιανόητα. Σκέφτομαι «μωρέ, λες; Λες να ’ναι φρέσκο κι αχνιστό φαγάκι;». Για λίγο ελπίζω.
Με έντονη επιθυμία να μάθω, αλλά και δάχτυλα που αντιδρούν έντονα στην υψηλή θερμοκρασία και τινάζονται κάθε τόσο, αφαιρώ όπως-όπως το καπάκι. Απογοήτευση. Σκέτη. Σαν τα ζυμαρικά.
Πώς ξέπεσε έτσι το φαγητό στις πτήσεις; Και καλά, ας πάει το παλιάμπελο όσον αφορά τις πτήσεις εσωτερικού που η μεγαλύτερη σε διάρκεια εντός Ελλάδος διαρκεί κάτι λίγο περισσότερο από μία ώρα. Άντε πες καλά και οι πτήσεις εντός Ευρώπης. Με μέση διάρκεια τις τρεις ώρες και κάτι, λες κι ένα «δε βαριέσαι»…
Όμως, όταν μπαίνεις σε ένα αεροπλάνο με σκοπό να περάσεις χρόνο ίσο με το ένα τρίτο μιας εργάσιμης κι άρα κάποια στιγμή σίγουρα θα πεινάσεις, έχεις δώσει για να αγοράσεις το εισιτήριο ποσό ισάξιο με τον κατώτατο μισθό της πατρίδας σου και ξέρεις ότι στην άλλη άκρη του πλανήτη Γη σε περιμένει ένα επικό jet lag, ελπίζεις ότι τουλάχιστον θα σου σερβίρουν κάτι της προκοπής.
«Είσαι τυχερή που σας πρόσφεραν και κάτι», θα μου πει λίγες μέρες αργότερα ένας φίλος που τα τελευταία χρόνια, λόγω δουλειάς, πηγαινοέρχεται πολύ συχνά Αθήνα – Νέα Υόρκη. «Ειδικά στις αρχές που κι εγώ δεν ήξερα πώς έχουν τα πράγματα κι έκλεινα τα εισιτήρια μου με γνώμονα μοναχά τη χαμηλότερη τιμή, υπήρξαν και φορές που έμεινα τελείως νηστικός. Κάποιες εταιρίες δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα εντός του αεροσκάφους αν δεν πληρώσεις».
Το φαγητό στο αέρα έχει πάρει την κατιούσα εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό δεν είναι δα και κανένα νέο. Όμως, από τις χρυσές εποχές των πτήσεων με τους αστακούς, τα χαβιάρια και το μοσχαράκι μπουργκινιόν στα 35.000 πόδια, μέχρι τα γεύματα της ντροπής – ή, ακόμα χειρότερα, τον αέρα τον κοπανιστό – που προσφέρονται σήμερα υπάρχει τεράστια απόσταση. Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Το μέγεθος μετράει
«Οι αεροπορικές εταιρείες πάντοτε στοχεύουν στο κέρδος κι έτσι, όταν τα γεύματα κατά τη διάρκεια της πτήσης τους κοστίζουν χρήματα, αν μπορούν να κάνουν οτιδήποτε για την εξοικονόμηση τους, φυσικά και θα το κάνουν» λέει μιλώντας στο ΒΗΜΑ ο ελληνοαυστραλός Νικ Λουκάς του Infight Feed, ενός blog που ξεκίνησε το 2012, όπως λέει «για πλάκα», και σήμερα προσφέρει έναν ολοκληρωμένο οδηγό όσον αφορά τα εν πτήσει γεύματα με αξιολογήσεις για πάνω 150 αεροπορικές εταιρείες παγκοσμίως.
Ο Νικ Λουκάς σήμερα θεωρείται ο γκουρού των γευμάτων στα 35.000 πόδια. Το blog του δεν επικεντρώνεται μόνο στην αξιολόγηση του φαγητού όμως. Επιχειρεί και να κατανοήσει τις παραμέτρους που διέπουν το φαγητό στα αεροπλάνα, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι αεροπορικές εταιρείες και τις προσπάθειες που κάποιες από αυτές ακόμη καταβάλλουν προκειμένου να προσφέρουν μια ευχάριστη γευστική εμπειρία.
«Υπάρχουν αεροπορικές εταιρείες που εξακολουθούν να θέλουν να αναβαθμίσουν την εμπειρία του φαγητού εν πτήσει παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες. Και ποιες είναι αυτές οι δυσκολίες; Αυτό που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν είναι πως πολλά από τα νέα αεροσκάφη Airbus A320 απλά δεν έχουν το χώρο για τον απαραίτητο εξοπλισμό για την προετοιμασία φαγητού. Δύνανται όμως να διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις γρηγορότερα και μεταφέρουν περισσότερους επιβάτες. Έτσι, σήμερα, σε υπερπόντιες πτήσεις, π.χ. 7,5 ωρών, χρησιμοποιούνται πολύ συχνά αεροσκάφη στενής ατράκτου, μεταφέροντας μέχρι και 200 επιβάτες. Πού να χωρέσουν όλα αυτά τα γεύματα; Το μέγεθος του αεροπλάνου μετράει και μάλιστα πολύ», εξηγεί ο Νικ.
Τα αεροσκάφη μικραίνουν και θα συνεχίσουν να μικραίνουν στο μέλλον, όπως λέει. Όλα γίνονται μικρότερα, από τις μερίδες μέχρι τα ποτήρια και τα μαχαιροπήρουνα. Το ατομικό τραπεζάκι, το οποίο κάποτε κάλυπτε ολόκληρη την πλάτη του μπροστινού καθίσματος, τώρα καλύπτει το 1/3 αυτής. Το να φάει κανείς με τους αγκώνες κολλημένους στα πλευρά, προσπαθώντας να μην λερώσει και να μην λερωθεί, και ειδικά αν βρίσκεται παγιδευμένος στο μεσαίο κάθισμα, είναι από μόνο του μια δοκιμασία.
Επιπλέον, εδώ και αρκετά χρόνια, το φαγητό – είτε δωρεάν είτε με έξτρα χρέωση – έρχεται μεριδοποιημένο κι έτοιμο από συνεργαζόμενες εταιρείες τροφοδοσίας και μπορεί να έχει προετοιμαστεί ώρες πριν. Και αυτό συμβαίνει για εξοικονόμηση χώρου, επισημαίνει ο Νικ.
Απ’ τη Δύση στην Ανατολή
Από την εμπειρία του, ο Νικ θεωρεί ότι οι ασιατικές αεροπορικές εταιρείες φροντίζουν ακόμα και σήμερα πολύ περισσότερο τόσο το φαγητό όσο και τις γενικότερες παρεχόμενες υπηρεσίες εν πτήσει. «Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να αναβαθμίσουν την όλη εμπειρία τρομερά» όπως λέει. Και δεν μιλά για υπερβολές.
«Ο τρόπος, για παράδειγμα, που ένα μέλος του πληρώματος θα σου μιλήσει ή ο τρόπος που θα σου γεμίσει το ποτήρι με το νερό είναι πράγματα τα οποία οι αεροπορικές εταιρείες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής τείνουν να φροντίζουν λίγο περισσότερο από άλλες αεροπορικές εταιρείες σε άλλα μέρη του κόσμου. Ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για την ποιότητα των παροχών τους και άρα και για το φαγητό. Μπορεί να μην προσφέρουν σε όλες τις κατηγορίες θέσεων το ίδιο μενού, αλλά φροντίζουν ακόμα και στην οικονομική θέση να παρέχουν κάτι νόστιμο, ακόμα και μικρό», εξηγεί.
Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι όταν μιλάμε για τις αεροπορικές εταιρείες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, μιλάμε για μερικές από τις πλέον κορυφαίες αεροπορικές στον κόσμο. «Το επίπεδο της εξυπηρέτησης που απολαμβάνεις πριν καν απογειωθείς είναι αδιανόητο», συμπληρώνει.
Η business class είναι παντού business class
Σε ένα πρώτο επίπεδο, το φαγητό είναι ξεκάθαρα μια βασική βιολογική ανάγκη. Και ως τέτοια, πρέπει να ικανοποιηθεί κατά τη διάρκεια μια οκτάωρης πτήσης, για παράδειγμα. Με την πάροδο των ετών, όμως, οι αεροπορικές εταιρείες έχουν καταφέρει να ανάγουν τα εν πτήσει γεύματα σε κάτι εντελώς άλλο.
Το αεροπλάνο είναι ένας από τους ελάχιστους δημόσιους χώρους στους οποίους το ταξικό σύστημα εξακολουθεί να εφαρμόζεται αυστηρά χωρίς να καμουφλάρεται. Η διαφορά κόστους μεταξύ εισιτηρίου πρώτης θέσης και οικονομικής θέσης είναι τεράστια και, δεδομένου ότι όλοι οι επιβάτες φθάνουν ακριβώς την ίδια ώρα, στο ίδιο ακριβώς μέρος και επηρεάζονται εξίσου από το jetlag, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δικαιολογηθεί με οποιονδήποτε ορθολογικό οικονομικό τρόπο.
Δεδομένου του περιορισμένου αριθμού υπηρεσιών που μπορεί να προσφέρουν οι αεροπορικές εταιρείες σε επιβάτες καθηλωμένους για ώρες στις θέσεις τους, το φαγητό κάποια στιγμή απλώς κατέστη ο ιδανικότερος τρόπος να δικαιολογήσουν το κόστος της business class. Και καθώς όλο και περισσότεροι επιβάτες φροντίζουν μόνοι τους για την ψυχαγωγία τους κατά τη διάρκεια της πτήσης κουβαλώντας φορητούς υπολογιστές, smartphones και tablets, οι αεροπορικές εταιρείες δεν έχουν άλλη ευκαιρία να διαστρωματώσουν την προσφορά παρά μόνο υποβαθμίζοντας τις παροχές της οικονομικής θέσης.
«Η ιδέα που είχαμε στο παρελθόν πως το φαγητό αντανακλά τον χαρακτήρα μιας εταιρίας δεν ισχύει, νομίζω, πια. Εκείνο που αντανακλά είναι την κατηγορία της θέσης που αγοράζεις» υποστηρίζει η Βάσια Κ. που τους τελευταίους μήνες λόγω δουλειάς έχει κάνει αμέτρητα ταξίδια στην Ασία. «Από τη δική μου εμπειρία, θεωρώ ότι το φαγητό που θα σου προσφέρουν συνήθως στο αεροπλάνο αντανακλά κυρίως το πόσα χρήματα έχεις δώσει για τη θέση, είτε πετάς με μια full service είτε με μια leisure εταιρεία».
Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις
Τα αεροπορικά ταξίδια μέχρι σχετικά πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία ήταν μια πολυτέλεια για λίγους. Σήμερα, είναι σαν το λεωφορείο. Και αυτό δεν είναι και τόσο κακό. Είμαστε πολύ τυχεροί που μπορούμε να μπούμε σε ένα αεροπλάνο και να βρεθούμε στην άλλη άκρη του κόσμου μέσα σε λίγες ώρες χωρίς να χρειαστεί να βάλουμε υποθήκη την πρώτη κατοικία μας.
Αλλά, φυσικά, αυτή η δυνατότητα ήρθε με πολλές περικοπές στις παρεχόμενες υπηρεσίες εντός του αεροπλάνου. «Όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα, κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις», λέει ο Νικ και κλείνει λέγοντας: «Θεωρώ πως θα δούμε κι άλλες περικοπές στα επόμενα χρόνια. Δεν μπορώ να φανταστώ να επιστρέφουμε στις εποχές της εν πτήσει αφθονίας. Αλλά, επίσης, πιστεύω ότι θα υπάρχει πάντα ένας αξιοπρεπείς αριθμός αεροπορικών εταιρειών που θα προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες και φαγητό. Από εκεί κι έπειτα, είναι θέμα επιλογής».