Τα memes θα λένε πάντα την αλήθεια. Ένα από τα πιο δημοφιλή που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο υπενθυμίζει ότι «έχεις δύο λύκους μέσα σου». Αυτή η εικόνα συνόψιζε το Σαββατόβραδο μου. Απόγευμα στην παρέλαση του Pride και στην συνέχεια, λίγό πριν τις δέκα το βράδυ, σε ένα αλβανικό καφενείο στην Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη για τον αγώνα του EURO 2024, Ιταλία-Αλβανία. Η απόσταση από την το γκλίτερ και τη βεντάλια στα χρώματα του ουράνιου τόξου στους «Kuqezi» (σ.σ. «μαυροκόκκινοι», το παρατσούκλι της εθνικής Αλβανίας») είναι πολύ πιο μικρή από όσο έμοιαζε και σίγουρα μικρότερη από εκείνη που χωρίζει το Σύνταγμα από την Κυψέλη, όπως μαρτυρούσαν τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια με αλβανικές σημαίες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και τα στενά της «βαθιάς Αθήνας».
Φτάνοντας στο καφενείο λίγο πριν την έναρξη του αγώνα, βλέπω το μικρό χώρο έξω από το μαγαζί να έχει γεμίσει με τραπεζάκια. Οικογένειες, ζευγάρια και παρέες κάθονται κυρίως έξω, με ελάχιστα τραπεζάκια μέσα να απασχολούνται από μη καπνιστές. Οι περισσότεροι είναι τυλιγμένοι με αλβανικές σημαίες και μαυροκόκκινα κασκόλ ενώ μερικοί φορούν plis ή αλλιώς qeleshe το παραδοσιακό μας καπέλο. Το καφενείο άλλαξε πρόσφατα χέρια και τόσο οι προηγούμενοι όσο και οι τωρινοί ιδιοκτήτες κατάγονται από την Αλβανία. Το μαγαζί ονομάζεται «Kafja e Malsisë», φόρος τιμής στην ιδιαίτερη πατρίδα του ιδιοκτήτη, Μάριου. “Malësia” ονομάζεται μια γεωγραφική και εθνογραφική περιοχή της Βόρειας Αλβανίας και το όνομα μεταφράζεται κυριολεκτικά ως “Υψίπεδα”. Οι εθνοτικές ομάδες που κατοικούν εκεί ονομάζονται «malësorët». Από την είσοδο του μαγαζιού βλέπει κανείς δύο μεγάλες σημαίες: της Ελλάδας και της Αλβανίας.
Λίγο πριν ακούσουμε τον εθνικό μας ύμνο καθόμαστε όλοι στα τραπέζια μας μπροστά από την τηλεόραση. Δεν είμαστε πάρα πολύς κόσμος αλλά κάνουμε θόρυβο για εκατό. Οι θαμώνες παραγγέλνουν μπύρες, αλβανική ρακή και μεζέδες. Με τη σειρά μου ζητώ μια μπύρα Άμστελ, χωρίς αμφιβολία η πιο στερεοτυπική παραγγελία των Αλβανών της διασποράς. Η φιλοξενία και η ζεστασιά που νιώθεις σε ένα τέτοιο μέρος είναι ανεκτίμητες.
Η γλώσσα, οι σημαίες, τα συνθήματα, οι ζητωκραυγές, όλα συνέβαλαν στη δημιουργία ενός κλίματος γεμάτου από ενθουσιασμό, προσμονή και νοσταλγία για την πατρίδα. Με το που τελειώνει ο εθνικός ύμνος, όλοι ξεσπούν σε χειροκροτήματα και φωνές. Ένα πιο συγκρατημένο χειροκρότημα ακολουθεί τον ιταλικό ύμνο κι ο αγώνας ξεκινά. Το γήπεδο είναι ντυμένο στα μαυροκόκκινα, αφού 45.000 φίλαθλοι ήρθαν να στηρίξουν την Εθνική Αλβανίας. «Αχ να ήμασταν κι εμείς στο Ντόρτμουντ απόψε» αναφωνεί ο Πίτερ, ο μικρός γιος του ιδιοκτήτη. Την ίδια ώρα Αλβανοί φίλοι μου μου στέλνουν φωτογραφίες από τα δικά τους σαλόνια με τις οικογένειές τους, κρατώντας σημαίες μπροστά από την τηλεόραση, δίνοντας την αίσθηση ότι είμαστε όλοι μαζί σε αυτό.
Το γκολ του Μπαϊράμι που έσπασε τα ρεκόρ
«Υπάρχουν αλβανικά καφενεία απλά δεν τα καταλαβαίνεις. Δε θα κρεμάσουν δα και σημαίες για να τα ξεχωρίσεις», μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο πατέρας μου. Η εικόνα του «Kafja e Malsisë» τον διαψεύδει -τουλάχιστον για το συγκεκριμένο Σάββατο. Αυτός ο αγώνας είναι η πρεμιέρα της εθνικής Αλβανίας στο EURO 2024. Είναι μόλις η δεύτερη φορά που προκρινόμαστε στην τελική φάση της διοργάνωσης και ο ενθουσιασμός μας είναι μεγάλος, χωρίς ωστόσο να τρέφουμε βάσιμες ελπίδες πρόκρισης από τον όμιλο του «θανάτου», τον δεύτερο (Ισπανία, Ιταλία, Κροατία και Αλβανία). Η αλήθεια είναι ότι η εθνική μας ομάδα έχει αγαπηθεί και αγκαλιαστεί από τον κόσμο όσο ποτέ άλλοτε, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι είναι η καλύτερη όλων των εποχών. Από το πρώτο δευτερόλεπτο του αγώνα όλοι συντονιστήκαμε ελπίζοντας σε ένα θαύμα.
Εν τέλει το θαύμα ήρθε πολύ νωρίτερα από ότι περίμενε κανείς, σε μια ιστορική στιγμή όχι μόνο για την Εθνική Αλβανίας αλλά και για το ίδιο το EURO. Στο 23ο δευτερόλεπτο, πριν καν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε την έναρξη του αγώνα, ο Νεντίμ Μπαϊράμι σημείωνε το πρώτο γκολ του αγώνα απέναντι στην τρέχουσα κάτοχο του τροπαίου, σπάζοντας παράλληλα το ρεκόρ του πιο γρήγορου γκολ στην ιστορία του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Αμέσως σηκωνόμαστε όλοι από τις καρέκλες μας, χοροπηδώντας, χειροκροτώντας και ουρλιάζοντας μέχρι να μας φύγει η φωνή. Μέσα κι έξω από το μαγαζί αγκαλιάζονται, φιλιούνται σταυρωτά και ανεμίζουν με ενθουσιασμό τις σημαίες και τα κασκόλ τους στον αέρα.
Η χαρά μας είναι μπερδεμένη με σοκ, κάτι που της δίνει ακόμη περισσότερη σουρεάλ ένταση: «Τι είδαμε μόλις, ρε φίλε; Τι έγινε μόλις;» φωνάζουμε σε μια μίξη ελληνικών και αλβανικών, κατά πως συνηθίζει να μιλάει η αλβανική διασπορά στην Ελλάδα, όταν βρισκόμαστε σε οικείους χώρους. Όπως σχολίασε ένας φίλος μου στο τραπέζι μας «αν μπορούσες να μαζέψεις την ενέργεια των Αλβανών αυτή τη στιγμή, θα μπορούσες να δώσεις ρεύμα σε ένα χωριό της Αφρικής για έναν μήνα».
20 πριν χρόνια κανένας Αλβανός δεν θα μπορούσε να πανηγυρίσει
Η εικόνα του καφενείου, η εικόνα του να υποστηρίζεις την εθνική σου ομάδα σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, δεν ήταν πάντα δεδομένη. Είκοσι χρόνια πριν, στις 4 Σεπτεμβρίου 2004, η εθνική Αλβανίας επικρατεί της τότε πρωταθλήτριας Ευρώπης Ελλάδας με 2-1 στα Τίρανα. Στη Ζάκυνθο, ο 20χρονος Γκραμόζ Παλούσι έχει βγει για να γιορτάσει τη νίκη και εκείνο το βράδυ μαχαιρώνεται θανάσιμα από τον Παναγιώτη Κλαδή. Στην Αθήνα, σύμφωνα με επιβεβαιωμένες μαρτυρίες και καταγγελίες η φασιστική ομάδα «Γαλάζια Στρατιά», που είχε θέση στο πέταλο στους αγώνες της Εθνικής Ελλάδας, εξαπολύει το ίδιο βράδυ πογκρόμ κατά Αλβανών μεταναστών.
Θυμάμαι εκείνον τον αγώνα χαρακτηριστικά. Μετά το δεύτερο γκολ της Αλβανίας, δεν πρόλαβα να πανηγυρίσω πριν μου κλείσει το στόμα η μητέρα μου. «Σσσς, είναι επικίνδυνο! Κάποιος θα μας ακούσει», μου είχε πει με πραγματικό τρόμο στο βλέμμα της. Δεν μπορούσα να καταλάβω την αντίδρασή της, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ την απογοήτευσή μου. Ένιωθα τρομερά μπερδεμένη γιατί, από τη μία, δεν ήμουν σε θέση να κατανοήσω τον κίνδυνο στον οποίο αναφέρονταν οι γονείς μου, κι από την άλλη δεν καταλάβαινα γιατί να παρακολουθούμε έναν αγώνα αν δεν μπορούμε να χαρούμε με τη νίκη της ομάδας μας.
Η ματιά του μέσου Έλληνα απέναντι στην αλβανική μειονότητα έχει αλλάξει, έστω και δραματικά αργά. Το συζήτησα αυτό με έναν θαμώνα από την Αυλώνα. «Έχω τρία παιδιά τα οποία δεν θα υποστούν ποτέ τον ρατσισμό που νιώσαμε εμείς γιατί πλέον τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πάνε, άλλαξαν, δε γυρνάνε πίσω. Πλέον έχουμε συνειδητοποιήσει ότι είμαστε ένας λαός. Πριν 10-15 χρόνια δεν θα μπορούσες να πας σε ένα καφενείο αλβανικό κρατώντας τη σημαία σου και πανηγυρίζοντας. Πλέον δεν νιώθουμε ότι υπάρχει εχθρικό κλίμα. Για μένα η Ελλάδα ήταν η καλύτερη χώρα για να μεταναστεύσω. Ποια άλλη χώρα θα είχε τόσο παρόμοια κουλτούρα, κουζίνα, πολιτισμό ή ταμπεραμέντο με μας; Νομίζω κάναμε την καλύτερη επιλογή. Στην τελική στις φλέβες μας κυλάει βαλκάνιο αίμα κι αυτό δε θα το άλλαζα ποτέ»
Κατασκευάζοντας ταυτότητες
Ο ενθουσιασμός μας έπεσε ελάχιστα όταν η Ιταλία ισοφάρισε στο 11ο λεπτό. Παρόλα αυτά, ακόμη κι όταν οι αντίπαλοι πέρασαν μπροστά, προμηνύοντας την πιθανή ήττα που οι περισσότεροι θεωρούσαμε αναπόφευκτη, οι θαμώνες δεν έχασαν το χιούμορ τους. Από τη νύχτα αυτή έλειπαν εντελώς τα νεύρα. Μπορεί να υπήρξε απογοήτευση αλλά σε καμία στιγμή δεν μεταφράστηκε σε θυμό. Αντιθέτως μέχρι το τέλος του αγώνα δεν έχασε κανείς την καλή του διάθεση. Σχολιάζοντας μισά στα αλβανικά και μισά στα ελληνικά, έκαναν αστεία, πείραζαν ο ένας τον άλλον, παράγγελναν μπύρες, κερνούσαν διπλανά τραπέζια και γελούσαν όλοι μαζί.
Καθ’ όλη τη βραδιά ένιωθα ότι γύριζα «πίσω». Όχι απλά πίσω στην πατρίδα μου, αλλά πίσω σε ένα παρελθόν το όποιο δεν πρόλαβα να ζήσω. Το καφενείο στον πολιτισμό των Βαλκανίων υπήρξε βασικός χώρος κοινωνικοποίησης, ανταλλαγής πληροφοριών, σύναψης συμμαχιών και διασκέδασης. Σήμερα, μπορεί σε κάθε γωνιά της πόλης να ξεπροβάλουν καθημερινά νέα hip καφέ και μπαρ, όμως αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που κινούμαστε σε τέτοιους χώρους και ο τρόπος που τους νοηματοδοτούμε. Ο καθένας μας κάθεται στο τραπέζι του, είτε μόνος με το λάπτοπ ή το κινητό του είτε με την παρέα του. Σε κάθε περίπτωση, δεν πάμε πλέον στις καφετέριες για να συναντήσουμε κόσμο και δεν υπάρχει σχεδόν καμία αλληλεπίδραση με τα υπόλοιπα τραπέζια. Οι θαμώνες του μαγαζιού είναι κομπάρσοι, θόρυβος που μπερδεύεται με τη μουσική στο background. Αυτό που συνέβαινε στο «Kafja e Malsisë» μού θύμισε καφενεία περασμένων εποχών. Οι θαμώνες έδειχναν να γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δημιουργώντας μια πραγματική αίσθηση γειτονιάς, η οποία όχι απλώς εκλείπει στις μέρες μας, αλλά τελεί υπό διωγμό, υπό εξαφάνιση.
Η εικόνα αυτή ωστόσο δεν σε ταξιδεύει μόνο στο παρελθόν, αλλά περικλείει μέσα της κάτι ατόφια «καινούργιο», κάτι που ακόμα χτίζεται, γεννιέται και βράζει. Μέσα σε τέτοιους χώρους δημιουργείται και αναπαράγεται η ελληνο-αλβανική ταυτότητα. Η πιο ξεκάθαρη απόδειξη αυτού ήταν η γλώσσα με την οποία σχολιάζαμε τον αγώνα: ελληνοαλβανικά. Τα ελληνοαλβανικά είναι η γλώσσα που μιλώ με την οικογένειά μου, είναι η γλώσσα του σπιτιού μου. Σπανίως την «κυκλοφορώ» εκτός σπιτιού, γιατί απλά δεν έχω την άνεση. Μόνο ένας Αλβανός της Ελλάδας κατανοεί την ιδιαιτερότητα αυτής της εναλλαγής γλωσσικού κώδικα που προέκυψε εδώ, στην Ελλάδα, στα σπίτια των μεταναστών. Το βίωμα του κάθε μετανάστη είναι διαφορετικό και η χώρα υποδοχής παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής και πολιτισμικής του ταυτότητας. Έτσι, άλλο πολιτισμό έχουν οι Αλβανοί της Αθήνας και άλλων εκείνοι της Ρώμης, του Μπρονξ, της Φρανκφούρτης ή του Λονδίνου, κι ας ξεκινήσαμε όλοι από την ίδια αφετηρία: αυτή του μετανάστη ή του γόνου μεταναστών. Οι Αλβανοί της Ελλάδας αποτελούν πλέον την μεγαλύτερη μεταναστευτική ομάδα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έκθεση του ελληνικού υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου το 2022, 291.868 Αλβανοί μετανάστες ζουν στην Ελλάδα με έγκυρη άδεια παραμονής, αποτελώντας το 61,4% των αλλοδαπών της χώρας.
Τα καφενεία που αντιστέκονται
«Το καφενείο μας είναι ένα στέκι για Αλβανούς μετανάστες στη Κυψέλη» μου λέει η γυναίκα του ιδιοκτήτη, Μαρσέλα. Της απαντώ ότι στις μέρες μας τα στέκια όλο και εξαφανίζονται αλλά μου εξηγεί ότι στη δική τους περίπτωση αυτό δεν συμβαίνει. Ανέκαθεν, συνήθιζαν να πηγαίνουν οικογενειακά σε καφενεία διαχειριζόμενα από Αλβανούς προκειμένου να βλέπουν αγώνες. Τα τελευταία χρόνια η Κυψέλη παραδίνεται όλο και περισσότερο στο gentrification, με πολλούς Ευρωπαίους και Αμερικανούς digital nomads να βρίσκουν φθηνή στέγη εδώ. «Αυτό το φαινόμενο συμβαίνει κυρίως στη Φωκίωνος Νέγρη. Στη γειτονιά μας δεν το έχουμε δει ακόμη τόσο. Σίγουρα θα έρθει κι εδώ», μου λέει.
Άνοιξαν το «Kafja e Malsisë» πριν από 2-3 μήνες και ήδη έχει αναδειχθεί σε στέκι για την αλβανική κοινότητα της περιοχής. Μιλώντας στα αλβανικά μου εξηγεί ότι εδώ μαζεύονται για να γιορτάσουν βαφτίσια, γενέθλια, αρραβώνες. Μπορεί να μην «τρέχουν» το μαγαζί για πολύ καιρό, αλλά θυμούνται δύο μεγάλα γλέντια που οργάνωσαν προσφάτως. «Είμαστε Καθολικοί οπότε γιορτάσαμε το δικό μας Πάσχα με γλέντια, παραδοσιακά φαγητά, κρέας άφθονο και ποτό. Όμως και το Ορθόδοξο Πάσχα το γιορτάσαμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μπορεί να μην είμαστε Ορθόδοξοι και οι περισσότεροι γνωστοί μας είναι κι αυτοί Καθολικοί, όμως πάντα τιμούμε και τις γιορτές των Ελλήνων. Γιατί όχι; Αυτή είναι η δεύτερη πατρίδα μας. Τα παιδιά μας γεννήθηκαν εδώ. Θέλουμε να τους μάθουμε να αγαπούν και να τιμούν την κουλτούρα και την ιστορία και των δύο χωρών» μου λέει ο Βίκτωρας, ο ξάδερφος του ιδιοκτήτη και νονός του Πίτερ.
Μετά τη λήξη του αγώνα, οι περισσότεροι παρέμειναν στα τραπέζια παραγγέλνοντας άλλη μια γύρα μπύρες, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο τελικό σκορ του αγώνα που βρήκε νικήτρια την Ιταλία. Ο αγώνας ήταν απλώς η πρόφαση να μαζευτούν και να γιορτάσουν περήφανα μεταξύ τους. «Στις χαρές μας! Gezuar, gezuar (= γεια μας)!». Αν κάποιος δε γνώριζε, δε θα καταλάβαινε ότι σήμερα χάσαμε. Ο μόνος που δείχνει ξενερωμένος είναι ο μικρός Πίτερ. «Περίμενες να κερδίσουμε σήμερα;» τον ρωτώ στα ελληνικά. «Μίλα του αλβανικά, τα μιλάει καλά» μου λέει η Μαρσέλα. Επαναλαμβάνω την ίδια ερώτηση στη μητρική μας. «Ναι, το ήλπιζα. Δεν είναι ότι το περίμενα, αλλά το ήθελα πολύ και σκέφτηκα μέχρι τελευταία στιγμή ότι μπορεί να γίνει κάποια ανατροπή». «Εντάξει, τουλάχιστον σπάσαμε ένα ιστορικό ρεκόρ και μάλιστα με διαφορά. Άρα όλοι βγήκαμε κερδισμένοι», του απαντάω και χαμογελάει, με τα μάτια του καρφωμένα στο τραπέζι. Είχε έρθει η ώρα να γυρίσω σπίτι. Στον επόμενο αγώνα θα είμαι πάλι εκεί, οικογενειακώς.